
Το «One Battle After Another» σηματοδοτεί την πιο πολιτική και ίσως πιο ώριμη στιγμή του Paul Thomas Anderson (Phantom Thread, There Will Be Blood). Ο σκηνοθέτης που καθιερώθηκε στο πάνθεον του αμερικανικού σινεμά ήδη από τη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του, το φρενήρες Boogie Nights, όταν ήταν μόλις 26 ετών (στη σκηνοθετική κλίμακα, τα 26 έτη είναι σχεδόν εφηβική ηλικία), επιστρέφει σχεδόν τρεις δεκαετίες και εννέα ταινίες αργότερα για να αναμετρηθεί με το πολιτικό παρόν. Το γεγονός ότι γράφει αυτή την ταινία εδώ και είκοσι χρόνια ίσως λέει πολλά για τον τρόπο που λειτουργεί τελικά η πολιτική, και το κατά πόσο αλλάζει στη πραγματικότητα. Ο Anderson σκιαγραφεί την επανάσταση, την αποτυχία της και την αναγέννησή της μέσα από τις στάχτες, σε ένα τρίωρο, απολαυστικά πυκνό έπος με τους Leonardo Di Caprio, Teyana Taylor, Chase Infinity, Sean Penn, Regina Hall και τον αξεπέραστο Benicio Del Toro.
Η πλοκή του One Battle After Another
Στο δίχως ίχνος δραματουργικού λίπους, πολιτικό θρίλερ, παρακολουθούμε τον πλέον ξεπεσμένο και βυθισμένο στην παράνοια και στις ουσίες πρώην επαναστάτη Μπομπ, να επιβιώνει αποκομμένος από την κοινωνία μαζί με την ευφυέστατη και ανεξάρτητη κόρη του, τη Γουίλα. Όταν ο παλιός του εχθρός επανεμφανίζεται μετά από δεκαέξι χρόνια και η Γουίλα εξαφανίζεται, ο Μπομπ εξαναγκάζεται να αφήσει πίσω την απομόνωση, καθώς και την φαινομενική γαλήνη που είχε βρει μέσα σε αυτή, και να ριχτεί σε ένα απεγνωσμένο κυνηγητό. Πατέρας και κόρη θα έρθουν αντιμέτωποι, ο καθένας με τον δικό του τρόπο, με τα φαντάσματα και τις συνέπειες του παρελθόντος του.

Η επανάσταση
Στο πρώτο μισάωρο της ταινίας γινόμαστε μάρτυρες ορισμένων από τις δράσεις της αντιεξουσιαστικής οργάνωσης French 75, μέλη της οποίας είναι και οι ερωτευμένοι μεταξύ τους Μπομπ και Περφίντια Μπέβερλι Χιλς. Παρότι πρόκειται ουσιαστικά για μισή ώρα έντονου exposition, ο Anderson καταφέρνει με φυσικό και αβίαστο τρόπο να μας μυήσει σε όσα χρειάζεται να γνωρίζουμε για τις ιδεολογικές, ηθικές και προσωπικές πτυχές των χαρακτήρων-μελών (και όχι μόνο). Το εντυπωσιακό είναι ότι η ταινία όχι απλώς δεν κουράζει, αλλά καθηλώνει τον θεατή από τα πρώτα κιόλας λεπτά. Ο ρυθμός του μοντάζ, ο τρόπος που οι σκηνές κόβονται και συνδέονται μεταξύ τους, η μουσική που διατρέχει διαρκώς το υπόβαθρο, όλα συνθέτουν ένα υπνωτιστικό, ελλειπτικό ποίημα για την επανάσταση, τον ηρωισμό και την φαινομενικά αναπόφευκτη αποτυχία της αντίστασης απέναντι στον φασισμό.
Το πρώτο πρόσωπο που βλέπουμε στο «One Battle After Another» είναι αυτό της Περφίντια. Στέκεται πάνω σε μία γέφυρα, παρατηρώντας προσεκτικά τον στόχο της πρώτης απόστολής. Μιας επιχείρησης διάσωσης που αναλαμβάνει η οργάνωση French 75, με στόχο ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης μεταναστών. Από πολύ νωρίς στην ταινία γίνεται σαφές πως η Περφίντια έχει πιο ουσιαστικό και βαρύ ρόλο μέσα στην οργάνωση σε σχέση με τον Μπομπ. Καθώς του εξηγεί την αποστολή, του πετάει με μια δόση ειρωνείας να μην κουράζει υπερβολικά το μυαλό του με τις λεπτομέρειες και απλώς να κάνει το «σόου» του, να ανατινάξει δηλαδή πράγματα με φαντασμαγορικό τρόπο.
Η διαφορά στον τρόπο που η Περφίντια αντιλαμβάνεται τον αντιστασιακό αγώνα σε σχέση με τον Μπομπ γίνεται φανερή και από την επιλογή της να παραμείνει ενεργή ακόμη και μετά τη γέννηση της κόρης τους, πλέον ως μητέρα. Ο Μπομπ πίστευε πως ο ερχομός της μικρής θα έκανε την Περφίντια να ηρεμήσει και να αποσυρθεί έστω προσωρινά από τον ένοπλο αγώνα. Όμως, σε αντίθεση με την πεθερά του, είχε παρερμηνεύσει πλήρως τις προθέσεις της. Για την αφροαμερικανή επαναστάτρια, η αντίσταση απέναντι στον φασισμό και στην απάνθρωπη ιδεολογία της «λευκής υπεροχής» και του μισογυνισμού δεν είναι επιλογή αλλά ζήτημα επιβίωσης. Ο Μπομπ, αντίθετα, μοιάζει περισσότερο με έναν επαναστάτη της αδρεναλίνης, κάποιον που διεκδικεί τον αγώνα για τη δράση και όχι για την ανάγκη. Ως λευκός άνδρας δείχνει ανίκανος να μπει στα παπούτσια της συντρόφου του και να κατανοήσει σε βάθος τη βαρύτητα του αγώνα που εκείνη δίνει.
Όπως σε κάθε συλλογική δράση, έτσι και στην περίπτωση των French 75, τη στιγμή που χάνεται το πνεύμα της ενότητας και οι άνθρωποι μένουν μόνοι απέναντι σε έναν οργανωμένο εχθρό, η ήττα είναι αναπόφευκτη. Η οργάνωση καταστέλλεται ολοκληρωτικά, ορισμένα μέλη εκτελούνται εν ψυχρώ, ενώ άλλα αναγκάζονται να κρυφτούν, περιμένοντας μια καλύτερη μέρα. Δεκαέξι χρόνια αργότερα όμως, τίποτα δεν έχει αλλάξει.

Ο Μπομπ και η Γουίλα
Στο παρόν του «One Battle After Another» βλέπουμε έναν Μπομπ σε πλήρη πνευματική και σωματική κατάρρευση. Είναι πλέον αλκοολικός και εξαρτημένος από ουσίες, περνώντας τις μέρες του καθισμένος στον καναπέ μπροστά στην τηλεόραση. Στην οθόνη προβάλλεται το «The Battle of Algiers» (1966), ένα αριστούργημα του πολιτικού σινεμά που λειτουργεί ως καθρέφτης και ειρωνικό σχόλιο πάνω στη δική του χαμένη επανάσταση. Η κάποτε φλογερή του δράση έχει αντικατασταθεί από αδράνεια και μια σχεδόν αυτοτιμωρητική απάθεια.
Ωστόσο, η ανευθυνότητα και η παραίτηση του Μπομπ φαίνεται να έχουν αναγκάσει τη δεκαεξάχρονη κόρη του, Γουίλα, να αναλάβει τον ρόλο του φροντιστή, τόσο απέναντί του όσο και στο σπίτι γενικότερα. Παρ’ όλα αυτά, ο φόβος του για τον έξω κόσμο και η αρχικά φαινομενικά παράλογη υπερπροστατευτικότητα που δείχνει προς εκείνη, με τρόπο που συνδυάζει στοργή και αυστηρότητα, αποκαλύπτουν μια αληθινή σχέση αγάπης και αλληλεξάρτησης. Με σύντομο και διακριτικό τρόπο, η ταινία μας πείθει πως πρόκειται για έναν δεσμό πατέρα και κόρης χτισμένο πάνω σε θεμέλια ειλικρίνειας και τρυφερότητας που παραμένει αγνός παρά τη φθορά που τον περιβάλλει.
Κάποια στιγμή, δυστυχώς, έρχεται η ώρα που η παράνοια του Μπομπ γίνεται πλήρως δικαιολογημένη. Η αγάπη του για τη Γουίλα, γίνεται ακόμη πιο εμφανής όταν εκείνη τίθεται σε κίνδυνο εξαιτίας του παλιού αντιπάλου του, που επιστρέφει σαν σκοτεινή αντανάκλαση του επαναστάτη εαυτού του. Το κυνηγητό που ακολουθεί φέρνει ξανά στη σχέση τους εντονότερη την παρουσία της Περφίντια, της οποίας η ενέργεια δεν έπαψε ποτέ να πλανάται σαν αόρατο πέπλο πάνω από την ταινία και τους εναπομείναντες επαναστάτες. Πάνω απ’ όλους, όμως, σκεπάζει τη Γουίλα, παρόλο που δεν τη γνώρισε ποτέ.

Η συλλογικότητα στο «One Battle After Another»
Όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως, το τέλος των French 75 ήρθε τη στιγμή που χάθηκε η συλλογικότητα και τα μέλη της οργάνωσης αναγκάστηκαν να λειτουργήσουν ως μονάδες για να επιβιώσουν. Γίνεται έτσι ξεκάθαρη η σημασία της συνεργασίας μέσα σε μια κοινότητα με κοινά ιδανικά και σκοπούς, κάτι που αναδεικνύεται ακόμη περισσότερο μέσα από τον τρόπο που επιλέγει να αντισταθεί στο καθεστώς ο Sensei, τον οποίο υποδύεται με χαρισματικό, απολύτως άξιο για όσκαρ τρόπο ο Benicio Del Toro.
Ο Sensei παρουσιάζεται ως ένας πραγματικά παρών άνθρωπος μέσα στη μικροκοινωνία της πόλης του. Αντιστέκεται στο καθεστώς με μια φιλειρηνική, σχεδόν πασιφιστική προσέγγιση, χωρίς όμως να είναι αφελής. Όταν ο Μπομπ χρειάζεται τη βοήθειά του για να σώσει τη Γουίλα, ο Sensei επιστρατεύει κάθε μέσο και γνωριμία που διαθέτει, ενεργώντας με συγκινητική αυτοθυσία και ανιδιοτελές ενδιαφέρον. Το όπλο που του δίνει ήταν ήδη έτοιμο για χρήση, φανερώνοντας πως η ειρηνικότητά του δεν πηγάζει από αδυναμία ή δειλία, αλλά από συνειδητή επιλογή. Η στάση του θυμίζει πως η ουσία της επανάστασης δεν βρίσκεται ΜΟΝΟ στη βίαιη αντίσταση, αλλά και στην αλληλεγγύη, τη φροντίδα και τη συλλογική ευθύνη.

Η Πολιτική του «One Battle After Another»
Έχω δει πολλούς να μιλούν για μια ταινία χωρίς πολιτική «ατζέντα» όταν αναφέρονται στο «One Battle After Another», ένα φαινόμενο που με τρομάζει και που, ειλικρινά, το ερμηνεύω ως ένδειξη της γενικευμένης απώλειας του media literacy, της ικανότητας δηλαδή να διαβάζουμε και να κατανοούμε ένα έργο τέχνης. Από μόνο του το γεγονός ότι η ιστορία ξεδιπλώνεται μέσα από την οπτική πρώην ή και νυν μελών της αντιεξουσιαστικής οργάνωσης, την οποία το καθεστώς χαρακτηρίζει «τρομοκρατική» (αν και αξίζει να αναρωτηθούμε ποιους τρομοκρατεί πραγματικά), δείχνει ξεκάθαρα το μέρος που παίρνει η ταινία. Ο Paul Thomas Anderson προσεγγίζει τους χαρακτήρες αυτούς με ζεστασιά, ανθρωπιά και κατανόηση, ανατρέποντας την καθιερωμένη κινηματογραφική εικόνα του επικίνδυνου ριζοσπάστη.
Ο μοναδικός χαρακτήρας που σχεδόν καθολικά, εκτός ίσως από τον Ben Shapiro για προφανείς λόγους, θεωρείται πρότυπο ηθικής και ηρωισμού είναι ο Sensei, ο οποίος δηλώνει ανοιχτά τον θαυμασμό του για τους French 75. Από την άλλη, η απεικόνιση των νεοναζί φασιστών είναι εξαιρετικά εύστοχη. Παρουσιάζονται ως αφελείς και γελοίοι, μα ταυτόχρονα απειλητικοί και επικίνδυνα οργανωμένοι.
Η πλευρά της ταινίας που φαίνεται να μπερδεύει ή να αποπροσανατολίζει μερίδα θεατών είναι η σάτιρα που ασκεί και στους ίδιους τους επαναστάτες. Κατά τη γνώμη μου, αυτό που σατιρίζει ο Anderson δεν είναι η ουσία του αγώνα, αλλά η ρητορική της πολιτικής ορθότητας, εκείνη η υπερβολικά εγκεφαλική τάση που, παρά τις (συνήθως) αγνές προθέσεις της, καταλήγει συχνά να διχάζει τους καταπιεσμένους αντί να τους ενώνει απέναντι στον κοινό εχθρό.
Όταν λέω πως η πολιτική ορθότητα διχάζει, δεν αναφέρομαι στα ανθρώπινα δικαιώματα, αυτά δεν αποτελούν ποτέ θέμα προς διαπραγμάτευση. Μιλώ για τη γνωστή αυτοαναφορική τάση του αριστερού χώρου να επικρίνει τον εαυτό του, με βάση το «αριστερόμετρο», το ποιος έχει διαβάσει τα σωστά βιβλία ή το ποιος είναι αρκετά προοδευτικός. Το «One Battle After Another» σχολιάζει αυτή τη νοοτροπία με εξαιρετικά οξυδερκή και χιουμοριστικό τρόπο, δείχνοντας πως η επανάσταση αρχίζει πραγματικά, μόνο όταν οι άνθρωποι μάθουν ξανά να στέκονται ο ένας δίπλα στον άλλο.
Τελικά να το δω;
Ναι! Και μάλιστα προλαβαίνετε ακόμα να το δείτε στη μεγάλη οθόνη, αφού πηγαίνει εξαιρετικά τόσο εμπορικά όσο και κριτικά. Είναι μια ταινία που δύσκολα θα αφήσει κανέναν απογοητευμένο, εκτός αν πρόκειται για φασίστα, οπότε, ειλικρινά, υπάρχουν σοβαρότερα προβλήματα να αντιμετωπίσει. Παρότι διαρκεί σχεδόν τρεις ώρες, κυλά με τον ρυθμό μιας ταινίας ενενήντα λεπτών και καταφέρνει να είναι ξέφρενα διασκεδαστική και ταυτόχρονα βαθιά δραματική. Το φινάλε της αφήνει μια απρόσμενη αλλά αναζωογονητική αίσθηση ελπίδας για ό,τι έρχεται μετά.