
Έχουν περάσει 45 πλέον χρόνια από την προβολή της ταινίας του τελειομανή προβοκάτορα Stanley Kubrick, «The Shining» (ελληνιστί «Η Λάμψη»), εμπνευσμένη από το ομώνυμο μυθιστόρημα του πολυγραφότατου σούπερ σταρ της λογοτεχνίας του τρομακτικού, Stephen King, το οποίο πόρρω απείχε κατά τη μεταφορά του στο μεγάλο πανί, πυροδοτώντας μια έκρηξη οργής από τον ευπώλητο συγγραφέα ο οποίος αποκήρυξε την ταινία, εξαπέλυσε μύδρους σε προσωπική -και όχι μόνο- επικοινωνία με τον αμετακίνητο στο όραμά του, σκηνοθέτη, για την ασέβεια ως προς τον βαθμό πιστότητάς της στο βιβλίο του πρώτου. Ισχυρίστηκε εν ολίγοις, πως ο Kubrick υπήρξε απείθαρχος και προκλητικά ασεβής πάνω στο πρωτογενές υλικό, έβαλε τη δική του σφραγίδα τροποποιώντας, προσθέτοντας και αλλάζοντας αρκετά από την αρχική ιστορία που εκείνος είχε επιλέξει. Τελικά καταλήξαμε (ευτυχώς) να μιλάμε πλέον για μια ταινία καθαρά του Kubrick ο οποίος πήρε την ιστορία και της… άλλαξε τα φώτα (σαν καλός πρώην φωτογράφος που υπήρξε) και κατέθεσε τελικά ένα αριστούργημα που δικαιώθηκε εν καιρώ, έχοντας προηγουμένως προλάβει εντελώς ειρωνικά να προταθεί για Χρυσό Βατόμουρο Χειρότερης Ταινίας της χρονιάς, με μια μερίδα κριτικών να επιτίθενται με πυρ και μανία στην ταινία και την όλο πικρία του Stephen King να εξάρει την περιρρέουσα δυσαρέσκεια, μη θέλοντας να έχει καμία σχέση-σύνδεση με το τελικό, άθλιο -σύμφωνα με εκείνον- αποτέλεσμα.
Ο πανδαμάτωρ χρόνος όμως δικαίωσε τον Αμερικανό κινηματογραφιστή, ο σινεφίλ κόσμος τον αποθέωσε και ο κινηματογράφος τον ευγνωμονεί για τη δωρεά του στην ανθρωπότητα, την αρτιότητα και τον αγνό, πρωτόγονο τρόμο που εξέπεμψε και συγκινεί μέχρι και σήμερα, ως μια ταινία ορόσημο για το είδος του τρόμου με σκηνές ανθολογίες να διαποτίζουν γενναιόδωρα όπως το αίμα που «έπνιξε» το σκηνογραφικό της ταινίας και έμεινε χαραγμένο στις μνήμες μας. Σκηνές και μουσική εντυπώθηκαν στο μυαλό σαν ένα άρρηκτα συνδεδεμένο δίδυμο όπως εκείνο της εναρκτήριας σεκάνς την οποία θα σχολιάσουμε στο παρόν άρθρο και που μας έδωσε το τέμπο για αυτό που θα ακολουθούσε.
Όταν η υποβλητική μουσική στην έναρξη του «The Shining» είναι σε πλήρη συνάρτηση με την κίνηση της κάμερας, σε ένα ανυπέρβλητης ομορφιάς και γοητείας τοπίο.

Η μουσική στην εισαγωγική σεκάνς του «The Shining» λοιπόν -και όχι μόνο- είναι άξια σχολιασμού. Με τη σεκάνς να ανοίγει έχοντας ως πρωταγωνιστή και ντεκόρ ταυτοχρόνως τη φύση με την αργή και σταθερή μουσική να ντύνει αυτό το οπτικό θέαμα, προκαλεί στον θεατή ένα δέος και έναν ακατανόητο φόβο ταυτοχρόνως για μια αόρατη απειλή που ελοχεύει και δηλώνει την παρουσία της -προς το παρόν- μόνο μέσω της στοιχειωτικής μουσικής. Με την κάμερα στη συνέχεια να ακολουθεί ένα αμάξι που κινείται μέσα στις δασώδεις εκτάσεις, εκείνο φαντάζει τόσο περιττό και ασήμαντο μπροστά στην αίγλη και την ανοιχτωσιά που βγάζει το μεγαλοπρεπές τοπίο με φόντο τα γιγάντια βουνά και τη γαλήνη της λίμνης. Όλα αυτά λοιπόν, δείχνουν μια παντοκρατορία και επικυριαρχία της φύσης στον άνθρωπο και αυτό επιβεβαιώνεται από την επιβλητική (και υποβλητική) αργή, μπάσα μουσική που προϊδεάζει -τρόπον τινά- και τον θεατή για την εξέλιξη όλης της ταινίας και της τύχης των χαρακτήρων.
Αυτή η μη διηγητική μουσική λοιπόν, εκτός από την αναγκαιότητα ύπαρξής της στην συγκεκριμένη σκηνή ως ένας σαγηνευτικός μεν, κίνδυνος δε, παίζει και τον ρόλο των προαιώνιων «πνευμάτων», των γενοκτονημένων αυτόχθονων Αμερικανών (όπως φαίνεται στη ταινία) που παρ-ακολουθούν το αυτοκίνητο και κάποιες φορές χάνονται και αυτά μέσα στο οικείο τους «αιματοβαμμένο» τοπίο, εξ’ ού και οι ανορθόδοξες και ποικίλες γωνίες λήψης οι οποίες δεν δικαιολογούν παρά μόνο την παρουσία κάποιας υπερβατικής, μεταφυσικής δύναμης που αφήνει να εννοηθεί ο σκηνοθέτης κατά την διάρκεια και πόσο μάλλον στο τέλος της ταινίας. Όσον αφορά το μαγικό αυτό άκουσμα που περιλαμβάνει ένα υποβόσκον κακό και ουσιαστικά μια ιστορία εκδίκησης, ονομάζεται «Rocky Mountains» των Wendy Carlos και Rachel Elkind, με την ορχήστρα σε πλήρη αρμονία να ξεκινάει με τα πνευστά της όργανα και με τη διακριτική αλλά καίρια παρέμβαση των εγχόρδων (βιολιά), εισάγοντάς μας με τον πιο φρικιαστικό τρόπο σε αυτόν τον πραγματικό (;) κόσμο του «The Shining» και μας επιφυλάσσουν μια ταινία ακραιφνούς ψυχολογικού τρόμου.
Εν κατακλείδι, η συγκεκριμένη μουσική στην έναρξη του «The Shining» κατέχει νευραλγικό ρόλο στην ταινία και στην σκηνή καθ’ αυτή αλλά προοιωνίζεται και στοιχεία για το πώς θα κινηθεί όλη η ταινία, καθώς Kubrick είναι αυτός, τίποτα μα τίποτα δεν το αφήνει στη τύχη. Εκτός του ότι η ένταξή της στη σκηνή είναι απαραίτητη (όπως είπαμε ταιριάζει υπερβολικά σωστά με το οπτικό και αφηγηματικό περιεχόμενο), σε βουτάει με τον ομορφότερο και τρομακτικότερο τρόπο στο «σύμπαν» της θρυλικής αυτής ταινίας με κοινό παρονομαστή το άγνωστο σε ένα αδιατάρακτο φαινομενικά τοπίο, σε αντιδιαστολή με την σταδιακή παράνοια που βαθμηδόν έρχεται από τα μέλη της οικογένειας και κυρίως από τον Jack (Jack Nicholson). Η γενικότερη ανάγνωση του «The Shining» είναι ατέρμονη και πολυεπίπεδη ως ένα δημιούργημα άξιο θέασης αλλά και… ακουστικής.