«Taxi Driver» (1976) , η ταινία-καταβύθιση στην ψυχή ενός ανθρώπου που νιώθει αποκομμένος από τον κόσμο.
Ο Μάρτιν Σκορσέζε και ο σεναριογράφος Πολ Σρέιντερ χτίζουν μια σκοτεινή αλληγορία της κοινωνικής αποσύνθεσης, του μοναχικού θυμού, της ψυχικής κατάπτωσης. Ο Τράβις Μπίκλ, πρώην πεζοναύτης και νυν οδηγός ταξί, επιλέγει τη νυχτερινή Νέα Υόρκη ως σκηνικό της αποστροφής του προς το «βρώμικο» αστικό περιβάλλον. Μέσα από αυτό το μονοπάτι, η ταινία εκθέτει την παρακμή της πόλης και, ταυτόχρονα, την παρακμή της ανθρώπινης ψυχής.
Η Athinorama σημειώνει πως ο σκηνοθέτης δεν φοβάται το σκοτάδι· το περνά μέσα από τον φακό του ως εικόνα και συναίσθημα. (Athinorama) Η κριτική του Flix επισημαίνει πόσο έντονα η ταινία καταφέρνει να «σου μείνει». (Flix.gr)
Σενάριο & θεματική βάθους
Ο Πολ Σρέιντερ πλάθει τον Μπίκλ ως χαρακτήρα με αντιφατικά στοιχεία: κοινωνικός παρίας, αδιάφορος και ταυτόχρονα περιφρονητικός προς τον εαυτό του, με την ψυχολογία του να γέρνει σταθερά προς την έκρηξη. Το σενάριο δεν ακολουθεί γραμμική αφήγηση, αλλά διασκορπίζει μικρές κάψουλες — ημερολόγιο, μονόλογοι, παρατηρήσεις — που σιγά σιγά συσσωρεύουν την πίεση.
Το νόημα του φιλμ κινείται σε δύο άξονες: ο πρώτος αφορούν την αποξένωση μέσα στην πόλη-τέραμα· ο δεύτερος αφορά τη βία ως σωτηρία ή ως καταστροφή. Ο Μπίκλ πλάθει μια αντίληψη περί «κάθαρσης» μέσα από τον εκτοπισμό — σκέφτεται ότι μπορεί να «καθαρίσει» την πόλη από το «σκατά» που βλέπει γύρω του. Κριτικές αναλύσεις επισημαίνουν ότι η ταινία δεν δίνει απαντήσεις: ο Μπίκλ δεν γίνεται ήρωας· δεν καταδικάζεται ρητά· παραμένει στο χάσμα μεταξύ συμπόνοιας και φόβου.
Επιπλέον, το υπόβαθρο της Νέας Υόρκης της δεκαετίας του ’70 — με την όξυνση της εγκληματικότητας, την παρακμή των συνοικιών — δεν είναι απλώς σκηνικό αλλά χαρακτήρας μέσα στο έργο. Το σκοτεινό τοπίο της πόλης αναδυναμώνει την ψυχογραφική πορεία του ήρωα.

Σκηνοθεσία & κινηματογράφηση
Ο Σκορσέζε εφαρμόζει τεχνικές που δεν αφηγούνται απλώς αλλά μας βάζουν μέσα στην ψυχοσύνθεση του Μπίκλ: η χρήση υποκειμενικών λήψεων, η επιβράδυνση ορισμένων πλάνων, οι έντονες σκηνές κοντά, και οι αντανακλάσεις στον καθρέφτη — όλα αυτά δημιουργούν ένα κινηματογραφικό «εισιτήριο» στην ψυχική φθορά.
Η φωτογραφία του Michael Chapman υιοθετεί μια στυλιστική λιτότητα, συχνά σκοτεινή, με σκιές, με εξάρσεις φωτός που αποκαλύπτουν πάθη και ανοίγματα. Η κάμερα παρακολουθεί τον Μπίκλ σαν σκιά. Η αισθητική του δρόμου, των νεον και της νύχτας γίνεται μέσο μεταφοράς του εσωτερικού κόσμου.
Μια χαρακτηριστική σκηνή είναι η διάλογος μπροστά στον καθρέφτη: ο Μπίκλ, μιλώντας στον καθρέφτη του, ρωτά «You talkin’ to me?» — μια στιγμή που συνδυάζει σκηνοθετική τόλμη και την έκρηξη της εσωτερικής έντασης.

Ερμηνείες & χαρακτήρες
Ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο παραδίδει ρόλο-αναφορά: ο Μπίκλ δεν είναι απλώς ένας μεσολαβητής ανάμεσα στην πλοκή και τη δική μας ματιά, αλλά λειτουργεί ως καθρέφτης των φόβων μας. Η σιωπή του, η ένταση της φωνής του, η άκρα λεπτότητα στην κίνηση — όλα μετρούν. Δεν φωνάζει όσο περισσότερο τραβάει τον θεατή να ακούσει ό,τι σιγοβράζει μέσα του.
Η Τζόντι Φόστερ, σε νεαρή ηλικία, ως Ίρις, κατορθώνει να φωτίσει τη σκοτεινή πραγματικότητα που ο Μπίκλ επιχειρεί να «σώσει», χωρίς να εκθέτει όλο το τραύμα. Η σχέση τους δεν δομείται ως σωτηρία· περισσότερο ως καθρέφτισμα της κοινωνίας.
Η Cybill Shepherd ως Betsy, η γυναίκα του πολιτικού κόσμου, λειτουργεί ως αντίθεση: αστική, καθωσπρέπει, απόμακρη στον κόσμο του Μπίκλ — και όμως, στην απομάκρυνσή της, εντείνει την αποξένωση του ηρωα.
Οι δευτερεύοντες ρόλοι (Harvey Keitel ως Sport, Albert Brooks ως Palantine) δεν υπολείπονται· παίζουν ρόλους-συμβολισμούς: ο κόσμος της νύχτας, η παρακμή, ο φαύλος κύκλος.
Μουσική & ηχητικό περιβάλλον
Το score του Bernard Herrmann — τελευταίο του έργο — δίνει ψυχολογικό βάθος στην ταινία (είναι και αφιερωμένο σε αυτόν). Η μουσική δεν επιδιώκει διακριτότητα· ενσωματώνεται με την αφήγηση. Ο ήχος της νύχτας, οι κραυγές των δρόμων, το θόρυβο της πόλης — όλα αυτά πλάθουν ένα ηχητικό παλμό που χτυπά στο στόμα της ψυχής.
Μιλώντας την ίδια γλώσσα, ο ήχος στο ταξί — ο κινητήρας, οι στεναγμοί της πόλης — καθιστούν το ταξί ο τελευταίος ζωτικός χώρος του Τράβις. Η μουσική γεφυρώνει σκηνές έντασης με παύσεις, επιτρέποντας στον θεατή να αναπνεύσει, να νιώσει την παύση πριν την έκρηξη.

Νόημα & προσλήψεις
Το Taxi Driver λειτουργεί ως υπενθύμιση ότι ο θυμός και η αποξένωση μπορούν να γίνουν καταστροφικά εργαλεία. Ο Τράβις βλέπει τον εαυτό του ως σωτήρα, αλλά στην πράξη γίνεται φορέας θανάτου και αυτοκαταστροφής.
Το τέλος — μετά τη σφαγή — παρουσιάζει τον Μπίκλ ως «ήρωα» μέσα από την εφημερίδα, ενώ η τελευταία σκηνή με τον ίδιο, με ένα βλέμμα που μοιάζει έτοιμο να επανεκκινήσει την ιστορία, αμφισβητεί όσα πίστεψες ότι είδες. Είναι όνειρο; Είναι αλήθεια; Η ταινία αφήνει ανοικτό το ερώτημα.
Όπως σημειώνει το New Statesman, ο Τράβις μετά τη βία δεν πάει φυλακή· τον αναγνωρίζουν ως ήρωα — ένα σκοτεινό σχόλιο στην κοινωνία που αποθεώνει την εικόνα και αναθρέφει τους δυνάστες.
Εν ολίγοις…
Το «Taxi Driver», είναι σκληρό, ψυχολογικά φορτωμένο, σκηνοθετικά αψεγάδιαστο, θεματικά αιχμηρό. Η ερμηνεία του Ντε Νίρο, ο έλεγχος της φόρμας από τον Σκορσέζε, η μουσική και ο ήχος, η ατμόσφαιρα της νύχτας, όλα συνεργάζονται για να δημιουργήσουν μια εμπειρία που σε δονεί.
Αντιμετωπίζει τον ήρωα σαν τραύμα, τον κόσμο σαν σκηνή και εσένα σαν μάρτυρα. Σου δείχνει πόσο βαθιά μπορεί να χωριστεί η ψυχή όταν μένει μόνη, όταν ο κόσμος αποτυγχάνει να ακούσει.