Ο Λύκος της Wall Street: Η αχαλίνωτη απληστία μέσα από το βλέμμα του Σκορσέζε

Ο Λύκος της Wall Street
The New Yorker

Ο «Λύκος της Wall Street» δεν είναι απλώς μια βιογραφική ταινία για έναν πολυεκατομμυριούχο απατεώνα· αποτελεί προσωπική έκρηξη του Μάρτιν Σκορσέζε ενάντια στην κουλτούρα της υπερβολής, της απληστίας και της εκμετάλλευσης.

Ο Σκορσέζε, σε συνεργασία με σεναριογράφο τον Τέρενς Ουίντερ, παραλαμβάνει τα απομνημονεύματα του Τζόρνταν Μπέλφορτ και τα μετατρέπει σε υπερβολική, αδάμαστη κινηματογραφική ατραξιόν — χωρίς να φοβάται να σοκάρει. Η ταινία επιλέγει να περάσει μέσα από τη φρενίτιδα παρά τις χιλιάδες καταγγελίες· δείχνει όχι μόνο τον γκλαμουρισμό της ανομίας αλλά και το κόστος της.

Από ελληνικής πλευράς, το Αθηνόραμα χαρακτηρίζει το φιλμ ως «μαύρη σάτιρα υψηλού ρυθμού» όπου οι γκάνγκστερ του σινεμά ντύνονται «golden boys». Η Flixist καταγράφει ότι η ταινία «σου μένει», χαρακτηρίζοντάς την «γυμνή, υπερβολική, φορτισμένη με χυδαίο χιούμορ».

Σενάριο και θεματικές συγκρούσεις

Η αφήγηση ξεδιπλώνεται μέσα από τον Μπέλφορτ που μιλά κατευθείαν στον θεατή — μια τεχνική αφήγησης που σπάει την «τέταρτη διάσταση». Ο Belfort αφηγείται τις μέρες του στις χρηματιστηριακές αίθουσες, το ξεκίνημα ως νεαρός broker, την ίδρυση της Stratton Oakmont και τις σταδιακές παρανοϊκές κορυφώσεις. Το σενάριο καταγράφει όχι μόνο τις πράξεις απάτης αλλά και το βλέμμα του θύτη πάνω στα θύματά του — δηλαδή εμάς, τους θεατές.

Οι κυριότερες θεματικές είναι: η απληστία ως ανθρώπινη ασθένεια, η εξουσία ως φάρμακο και δηλητήριο, η ηθική αδυναμία ως κοινωνική νόρμα. Σύμφωνα με αναλύσεις, το φιλμ στέκεται πάνω στην «εθιστική γραμμή» ανάμεσα στη γοητεία και την καταστροφή, και αναδεικνύει πώς η επιθυμία για δύναμη και χρήμα εξαφανίζει κάθε άλλο νόημα.

Advertising

Advertisements
Ad 14

Ωστόσο, ορισμένοι κριτικοί (π.χ. Never Felt Better) επισημαίνουν ότι η ταινία μοιάζει σαν «τρισάθλιο διαφημιστικό για τα ναρκωτικά», επειδή η υπερβολή μερικές φορές θολώνει τα όρια της καταγγελίας. Αν και ο Σκορσέζε δείχνει το σκοτάδι, αφήνει στους θεατές να αποφασίσουν αν θα θαυμάσουν ή αν θα αποκηρύξουν.

The Wolf of Wall Street
Πηγή: Park Circus

Σκηνοθεσία & κινηματογράφηση

Ο Σκορσέζε εισάγει στο έργο του όλες τις σκηνοθετικές επιρροές του: tracking shots, voice-over, jump cuts, freeze frames, εναλλαγές μεταξύ κοντινών και ευρυγώνιων λήψεων. Το φιλμ δεν σταματά να κινείται — η μορφή αντανακλά την παρακμή και την ένταση.

Σε μια κορυφαία σκηνή με quaaludes, η κάμερα χάνει τη σταθερότητά της, τα σώματα παραμορφώνονται, η παραίσθηση αναγκάζει τον θεατή να αισθανθεί την πτώση — μια σκηνή που πολλοί θεωρούν κορυφαία δράση και αντιπροσώπευση των συνεπειών της υπερβολής.

Ο Σκορσέζε δεν κρατά αποστάσεις. Η ταινία βρίσκεται διαρκώς «μέσα στα πράγματα». Ο Εμπέρτ επισημαίνει ότι αυτή η ένδεια αποστασιοποίησης κάνει τον θεατή να χάσει κάθε ηθικό αγκυροβόλιο. Έτσι, ακόμα και όταν οι ήρωες αποκαλύπτονται ως θύτες, δεν υπάρχει άμεση αφήγηση «καταδίκης» — η έκθεση αρκεί.

Advertising

Ερμηνείες & ανθρώπινα σώματα

Ο Λεονάρντο Ντι Κάπριο κυριαρχεί στο καρέ. Δεν υποδύεται τον Belfort — τον πλάθει, τον δοκιμάζει και τον αφήνει να ξεδιπλωθεί ως πολυεπίπεδο πρόσωπο: γοητευτικός, αδίστακτος, ψυχωτικός. Προσδίδει στην ταινία πυγμή και εκρηκτική ενέργεια. Η έκφραση του προσώπου, η κίνηση του σώματος, ο τόνος της φωνής — όλα μαζί συνθέτουν μια «συμφωνία υπερβολής».

Ο Jonah Hill ως Donnie Azoff προσφέρει μια γερή δόση κωμικότητας αλλά και σκοτεινότητας. Χτίζει ερμηνευτικά έναν χαρακτήρα αφοσιωμένο στον Belfort — όχι ως υποχείριο, αλλά ως στρατολογημένο αλληλέγγυο.

Η Margot Robbie ως Naomi Lapaglia αντιμετωπίζει τον Belfort ως εγγυητής της εξουσίας του — δεν είναι απλώς «η σύζυγος», αλλά αντίπαλος στα δικά του όρια. Η επιλογή της να εμφανιστεί γυμνή σχεδιάστηκε με σαφή πρόθεση — την ίδια στιγμή που προκάλεσε αντιδράσεις για την αισθητική της έκθεσης.

Το καστ υποστηρίζει τα υπερβολικά μοτίβα της ταινίας. Ο Matthew McConaughey, σε μικρό ρόλο ως Mark Hanna, επενδύει στη σκηνή του ως «δασκαλείο χρηματιστηριακής φιλοσοφίας».

Advertising

Πηγή: IMDB

Σκηνικά, φωτογραφία, κοστούμια

Η παραγωγή αποδίδει την υπερβολή ως οπτική γλώσσα: έπαυλες, supercars, μεγάλα γραφεία, ξέφρενα πάρτι — όλα χτισμένα για να ενισχύσουν την ψευδαίσθηση της αχαλίνωτης αφθονίας.

Η φωτιστική γραφή ξεκινά λαμπερή και «σατιρίζει» τη χλιδή, μετατοπίζεται σταδιακά προς πιο σκληρές, ψυχρές αποχρώσεις καθώς η κατάρρευση πλησιάζει. Η φωτογραφία δεν είναι παθητική — σπάει τους καθρέφτες του ψεύδους.

Τα κοστούμια ακολουθούν την εξέλιξη: αρχικά καθαρά, κομψά, λαμπερά — μετά διαλυμένα, ατημέλητα, “σπασμένα”. Η μεταμόρφωση του ήρωα απεικονίζεται και οπτικά.

Μοντάζ, ρυθμός & ήχος

Το μοντάζ της Thelma Schoonmaker είναι ταχύ και απογυμνωτικό. Κόβει χωρίς συγχώρεση, προσθέτει εντάσεις, πιάνει ανάσες όπου χρειάζεται. Τα jump cuts, οι freeze frames και η μεταφορά φωνής-κατευθείαν συμβάλλουν στην αίσθηση ότι η ταινία τρέχει μπρος.

Advertising

Η μουσική επιλέγει κομμάτια που δεν «ντύνουν» απλώς τη σκηνή, αλλά σχολιάζουν: η χρήση blues και rock ενισχύει την αίσθηση «ανομίας» και ανομολόγητου πόθου για δύναμη.

Οι ήχοι — το τηλέφωνο, η φωνή του trading floor, οι κραυγές — λειτουργούν ως δεύτερη παρτιτούρα. Ο θόρυβος δεν υποτάσσεται στο βλέμμα· το συμπληρώνει.

Πηγή: Vanity Fair

Προβληματισμοί & αντιδράσεις

Η ταινία δέχτηκε κριτική για «μυθολόγηση της απληστίας» και την ενίσχυση της γοητείας του πρωταγωνιστή (Guardian: “an unlovable central character is just the main flaw in a slick but wearying saga”). Ορισμένοι κατήγγειλαν ότι υιοθετεί σκληρή γλώσσα σε βάρος ατόμων με αναπηρία — ειδικότερα, τη χρήση της λέξης «retard» και σαρκαστικές αναφορές σε εγκεφαλική παράλυση.

Κάποιοι θεωρούν ότι η ταινία δεν καταλήγει «ηθικά» — αφήνει ανοιχτό το ερώτημα: πρέπει να αποστρατευτεί ο θεατής ή να αντιπαραταχθεί;

Advertising

Αλλά ο Roger Ebert υποστηρίζει: ο Σκορσέζε δεν απομακρύνει τον θεατή· τον βυθίζει. Η έλλειψη αποστασιοποίησης ενισχύει την αίσθηση ευθύνης: βλέπεις πώς γίνεσαι συνένοχος στο σύστημα.

Συνολική εκτίμηση

Ο «Λύκος της Wall Street» αποτελεί ένα από τα πιο τολμηρά έργα του Σκορσέζε μετά τις πιο «κλασικές» εποχές του. Η ταινία δεν διστάζει: σε τραβά μέσα, σ’ εκθέτει, σε προκαλεί. Ο Ντι Κάπριο δίνει ρόλο-ορόσημο· το καστ συνοδεύει με συνέπεια. Οι θεματικές της απληστίας, της ηθικής κατάπτωσης και της εγγενούς διαφθοράς στηρίζουν το φιλμ ως σύγχρονο κοινωνικό σχόλιο.

Παρά τις αναπόφευκτες ενστάσεις (υπερβολή, αμφίσημη στάση, επιθετική γλώσσα), η ταινία λειτουργεί ως καθρέφτης. Σου επιτρέπει να δεις τον εαυτό σου σε έναν κόσμο όπου η αξία μετριέται σε μηδενικά. Δεν σου δίνει λύσεις — σου δίνει συναίσθημα, προβληματισμό, αμφιβολίες. Αν δε την έχεις δει, τότε αξίζει να τη δεις. Εάν την έχεις δει, πέρασε καιρός… δες την ξανά!

Δείτε το trailer της ταινίας «Ο Λύκος της Wall Street» :

Advertising

Περισσότερα από τη στήλη: Κινηματογράφος

Κινηματογράφος

One Battle After Another – Όταν η επανάσταση αποτυγχάνει (?)

Το «One Battle After Another» σηματοδοτεί την πιο πολιτική και ίσως πιο ώριμη στιγμή του…

Κινηματογράφος

Καπερναούμ (2018) – Μια ταινία για την παιδική οργή σ’ έναν κόσμο χωρίς ελπίδα

H ταινία «Καπερναούμ» της Ναντίν Λαμπακί δεν είναι απλώς ένα κοινωνικό δράμα· είναι μια ωμή…

Κινηματογράφος

Dracula (1992): Ο ιδανικός Δράκουλας του Coppola

Σε μια εποχή ξεχασμένων remake και άτονων διασκευών, το Dracula του Coppola εξακολουθεί να αποτελεί…

Κινηματογράφος

Ταινίες τρόμου και κουβέρτα: η ιεροτελεστία του Οκτώβρη

Όταν ο Οκτώβρης πέφτει, οι ταινίες τρόμου είναι must. Ένα ταξίδι στα horror που μάς…

Κινηματογράφος

Moonlight (2017) – Η εικονογράφιση της ποίησης

Όλοι θυμόμαστε την τελετή των 89ων βραβείων της Ακαδημίας (κοινώς τα Όσκαρ του 2017), κυρίως…

Κινηματογράφος

“Για Πάντα” στις Νύχτες Πρεμιέρας – Ένα ντοκιμαντέρ για τον “αποχαιρετισμό” της παιδικότητας

Οι Νύχτες Πρεμιέρας παρουσιάζουν το “Για Πάντα”. Ένα ντοκιμαντέρ-ταξίδι στην παιδική ηλικία, μέσα από την…

Κινηματογράφος

The Balconettes (2024) – Από τις Κάννες μέχρι το Cinobo

Μπορεί να είδες πόστερ της ταινίας φέτος στο καλοκαίρι στα σινεμά. Διαφορετικά, ίσως την έχεις…