
Ο Anthony Hopkins σε μία από τις καλύτερες ερμηνείες της κολοσσιαίας καριέρας του με χαρακτήρες που έχουν καθορίσει το σινεμά, στην ταινία «The Father», έχει μελετήσει με μαθηματική ακρίβεια αλλά και αυτοσχεδιαστική ευστοχία τον ρόλο που έχει αναλάβει, με μια αδιανόητη εκφραστική ποικιλία που υπερχειλίζει ταλέντο σε κάθε καρέ. Η Olivia Colman υπερθεματίζει την ερμηνεία του Hopkins με πολύ καλές υποκριτικές «πάσες» και ανταποκρίνεται περίφημα στον πολύ σημαντικό της ρόλο, ως σταθερό σημείο αναφοράς του. O Florian Zeller (σκηνοθέτης), σοφά ξεκινάει με κωμικοδραματική χροιά και συνεχίζει με ένα δραματικό θρίλερ δωματίου που η σύγκορμη ερμηνεία του πρωταγωνιστή σπάει τα δεσμά της στασιμότητας του καθορισμένου χώρου που τον περιορίζει, δίνοντάς του την ελευθερία να παίξει μπάλα μόνος του και να μας χαρίσει ένα καλειδοσκόπιο όλων των ρόλων που έχει ενσαρκώσει, σε μία ταινία.

Ένας 83χρονος συνταξιούχος μηχανικός που βρίσκεται κάτω από τον «ζυγό» της άνοιας, απορρίπτει παντοιοτρόπως την εξυπηρέτηση καλής θελήσεως της κόρης του, η οποία πρόκειται να προσλάβει μια γυναίκα για να τον επιβλέπει. Ο Άντονι (πατέρας) αρχίζει να αμφισβητεί την ασθένεια και τον περίγυρό του σε μια ατέρμονη άρνηση, μέσα από έναν συγκερασμό φαντασίας και πραγματικότητας.
Ο Άντονι (Anthony Hopkins), είναι ένας συνταξιοδοτημένος πρώην μηχανικός χτυπημένος από την «λαίλαπα» της γεροντικής άνοιας, που πασχίζει να αποδείξει στον εαυτό και στους αγαπημένους του που τον πλαισιώνουν ότι χαίρει άκρας υγείας, αφού μπορεί να αυτοεξυπηρετηθεί πλήρως και δεν χρειάζεται -ως εκ τούτου- καμιά βοήθεια από κανέναν. Ταυτόχρονα, όμως, επιζητά διακαώς την συντροφιά της κόρης του διαβλέποντας την μοναξιά να τον περιλούζει οσονούπω, καθώς αυτή πρόκειται να αναχωρήσει για το Παρίσι. Αρχίζει να ξεχνάει υλικά αντικείμενα, πρόσωπα και καταστάσεις, σε μια ακαθόριστη χρονική γραμμή που ακροβατεί μεταξύ αλήθειας και ψέμματος. Η αφήγηση ρέει με τέτοιον τρόπο ώστε να συμπάσχουμε (στην κυριολεξία) με τον πρωταγωνιστή, βιώνοντας σε πρώτο πρόσωπο την δική του στρεβλή οπτική γωνία των τεκταινόμενων, σε μια κατασκευασμένη πραγματικότητα τόσο συγκεκχυμένη που καταλήγει να γίνει ένα σουρεαλιστικό πάρτι παρελθόντος και παρόντος.
Μέχρι να ξετυλιχτεί το μη γραμμικό αφηγηματικό κουβάρι ώστε να ξεδιαλύνουμε την σκέψη μας, δεινοπαθούμε και εμείς μαζί του σαν συνοδοπόροι μιας χωροχρονικής λούπας και ενός αέναου σισύφειου μαρτυρίου αυτοαμφισβήτησης και καχυποψίας. Δεν γίνεται σαφές αν -μεταξύ άλλων- η μνήμη του έχει απωλέσει ίσως και ηθελημένα τον χαμό της δεύτερής του κόρης, αλλά είναι σίγουρο ότι η απώλειά της έχει προκαλέσει ανήκεστο βλάβη στην ψυχή του οδηγώντας τον σε μια επαναλαμβανόμενη υπενθύμιση της αξίας της, σε μια συνεχή σύγκριση με την άλλη του κόρη (Olivia Colman). Προσβάλλει άθελά του και έπειτα το μετανιώνει, μπερδεύει τα λόγια του και ευθύς αμέσως ανακαλεί, ενώ η κόρη του μέσα σε όλο αυτό το ρεσιτάλ κυκλοθυμίας καλείται να αναμετρηθεί με τον τελικό, οδυνηρό αποχαιρετισμό με τον αγαπημένο της πατέρα.

Η σκηνοθεσία λαμβάνει χώρα στους τέσσερις τοίχους ενός σπιτιού, εκεί που φωλιάζει η παιδική ψυχή του ηλικιωμένου Anthony (Hopkins) σε συνάρτηση με το λαβυρινθώδες, υπερδιεγερμένο μυαλό του. Περιπλανιέται στο σπιίτι σαν ένα σφουγγάρι που απορροφάει ξανά και ξανά τις ίδιες εμπειρίες, μέσα από πόρτες που είναι και τα χρονικά άλματα της ταινίας. Η συμπεριφορά του είναι ένα συναισθηματικό roller coaster, μια σπαρακτική κραυγή που ζητάει απεγνωσμένα κατανόηση και συντροφιά, μια ψυχή που αρνείται να συμφιλιωθεί με τους δαίμονες της λήθης, ένα λευκό χαρτί που γράφεται ξανά και ξανά με την ίδια ιστορία. Το σπίτι που είναι και το μέρος όπου λαμβάνει χώρα η ταινία είναι οριοθετημένο με τέτοιο τρόπο ώστε να φέρνει σε προσομοίωση του εγκεφάλου ο οποίος έχει ήδη αρχίσει να τον εγκαταλείπει πολύ πριν την κόρη του. Η πεισματική άρνηση του Anthony να αφήσει το σπίτι του, είναι στην ουσία η άρνηση του να αποδεχτεί ότι το μυαλό του δεν είναι πλέον στην κυριότητά του και η οποία άρνηση τελικά εκπορεύεται από την συνασθηματικη ανασφάλεια του θανάτου (φυσικού και πνευματικού). Το μυαλό του όπως και το σπίτι, περιλούζεται με μικρές αχτίδες ηλίου σαν τις φωτεινές αναλαμπές που αποκτάει πού και πού η μνήμη του αλλά σβήνει και αυτή μαζί με την δύση του ηλίου.

Τα γεγονότα αναιρούνται σε κάθε επόμενη σκηνή από την έκρηξη σφαλερών αναμνήσεων οι οποίες δημιουργούν δικές τους ιστορίες, με δικούς τους χαρακτήρες. Βουβά πλάνα, μακρές σιωπές, σε ένα ελεγειακό παράπονο για την ίδια τη ζωή, με την κόρη να γίνεται μάρτυρας μιας σταδιακής πνευματικής διάβρωσης του ίδιου της του πατέρα. Ένας πατέρας που πλέον αποδυναμώνεται προοδευτικά, νιώθει ότι έχει πέσει θύμα πλεκτάνης στην οποία όλοι συνωμοτούν εναντίον του και εκείνος πασχίζει μάταια να προλάβει τον χρόνο (το μονίμως χαμένο ρολόι του) με τον οποίο νομίζει ότι θα εξαργυρώσει λίγα ακόμα λεπτά διαύγειας. Η Anne (Olivia Colman), τρομερά συγκαταβατική, λειτουργεί σαν δίαυλος επικοινωνίας με τον πραγματικό κόσμο για τον Anthony (Hopkins) αφουγκραζόμενη την κατάσταση και υπενθυμίζοντάς μας τον ιδρώτα που πρέπει να χύσουν ψυχή τε και σώματι και αυτοί που περιβάλλουν ανθρώπους που πάσχουν από γεροντικές άνοιες, σαν μια καινούργια γνωριμία μεταξύ τους και μια ευκαιρία για ένα ειλικρινές αντίο.
Ο Anthony Hopkins σε μια στιγμή κρεσέντου στην τελική σεκανς -εκεί που η υποκριτική με την ζωή ταιριάζουν ανησυχητικά πολύ- μας χαρίζει το απόλυτο συναίσθημα, που είναι και το επιστέγασμα της μακράς διαδρομής του ως ηθοποιού. Απογυμνωμένος από τις άμυνες του γυρίζει πάλι από εκεί που ξεκίνησε, εκεί που γέννηση και θάνατος γίνονται ένα, εκεί που καταλήγει το τελικό πορτρέτο της ζωής: Ένα (μεγάλο) μωρό που κλαίει…
Δείτε εδώ το trailer της ταινίας: