Σε μια από τις μνημειώδεις δουλειές του, ο σκηνοθέτης Antony Mann, ήρεμη δύναμη και άοκνος «εργάτης» του Χόλιγουντ, κράτησε τα μετόπισθεν στις – περισσότερο από τον ίδιο – δημοφιλείς ταινίες του («El Sid», «The Fall of the Roman Empire») και προέκρινε τη συνεργασία του με τον James Stewart, με τον οποίον συνασπίστηκε σε 5 ταινίες, όλες στο είδους του γουέστερν και έμπασαν με το δεξί στο αριστουργηματικό «Winchester 73» (1950), το οποίο αποτελεί ίσως την πιο γνώριμη και άρτια δουλειά που είχαν από κοινού και ένα από τα καλύτερα γουέστερν όλων των εποχών.
Η πρώτη τους (και η μοναδική ασπρόμαυρη) ταινία λοιπόν αποδείχθηκε γουρλίδικη και ελπιδοφόρα, για αυτό τρία χρόνια μετά θα ακολουθήσει η δεύτερη, η πρώτη τους έγχρωμη, το «Naked Spur», ελαφρώς υποδεέστερο, αφού γενικώς κανένα από τα συνολικά 4 επόμενα δεν ξεπέρασε την απίστευτη παρθενική τους σύμπραξη. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μας χάρισε μια ακόμη σπουδαία ταινία στα άγριας ομορφιάς, πλην όμως, αφιλόξενα μέρη, με την αίγλη και την ανοιχτωσιά που βγάζει το μεγαλοπρεπές τοπίο, εκεί που οι πρωταγωνιστές πρέπει να διασχίσουν τα γιγάντια βουνά και τις απέραντες πεδιάδες για να εξιλεωθούν. Το «Naked Spur» διαθέτει μια απλή ιστορία που κουμπώνει αριστοτεχνικά με το φυσικό ντεκόρ, όπου επικυριαρχεί σε κάθε πλάνο της ταινίας είτε ηχητικά είτε οπτικά, ακόμα και όταν βρίσκεται στο φόντο.
Ένας σερίφης επικηρυγμένων, o Howard (James Stewart), ψάχνει τον φυγά, Ben (Robert Ryan) που κατηγορείται για φόνο. Στη διαδρομή ανεύρεσής του θα συναντήσει τον Jesse Tate (Millard Mitchell) οποίος θα τον βοηθήσει στην αποστολή του, οιωνεί βοηθός του, δίνοντάς του ένα μικρό αντίτιμο. Στον (σύντομο) εντοπισμό του θα τους συνεπικουρήσει ευθύς αμέσως και Roy (Ralph Meeker), ένας υπαρχηγός άρτι διωγμένος από το σώμα λόγω κακής διαγωγής. Η σύλληψη του υποτιθέμενου καταζητούμενου θα γίνει μέσα στο πρώτο 15λεπτο της ταινίας αλλά το ταξίδι επιστροφής και παράδοσής αυτού και της κοπέλας του, είναι μια ενδοσκοπική διαδρομή στα κακοτράχηλα μονοπάτια, στις ριψοκίνδυνες βουνοκορφές και στα ορμητικά ποτάμια.
Όταν οι δύο άγνωστοι συνταξιδιώτες του σερίφη πληροφορηθούν από τον ίδιο τον καταζητούμενο ότι ο Howard έχει σκοπό να πληρωθεί 5000 δολάρια για την παράδοσή του, η απληστία θα κάνει την εμφάνισή της, πράγμα που θα εκμεταλλευτεί αμέσως ο καπάτσος Ben φυτεύοντάς τους τον σπόρο της καχυποψίας. Με το ισχυρό επιχείρημα πως θα πάρει όλα τα λεφτά ο ίδιος και δεν θα τηρήσει την μοιρασιά της παχυλής αμοιβής, στην τριάδα θα δημιουργηθούν τα πρώτα σοβαρά ρήγματα. Έτσι η μόνη ελπίδα για να σωθεί είναι να δράσει ως σπιούνος προσπαθώντας να διασπάσει την νεοσυσταθείσα ομάδα εσωτερικά, σχεδιάζοντας παράλληλα την διαφυγή του με την Lina (Janet Leigh).
Η μοναδική γυναικεία παρουσία της «παρέας» δεν θα περάσει απαρατήρητη ειδικά από τον σοβαροφανή και στοχοπροσηλωμένο στην αποστολή του, Howard, ο οποίος αποκρύπτει τον πραγματικό του εαυτό, έναν δηλαδή ρομαντικό αλλά και γεμάτο συναισθηματικές ουλές άνδρα. Η ξανθιά οπτασία θα τον διαβάσει σαν ανοιχτό βιβλίο και θα αρχίσει να του αφαιρεί την σκληρή φλούδα φτάνοντας σταδιακά στο ευαίσθητο ψαχνό του. Αφορμή αυτής της εγγύτητας θα αποτελέσει ο βαθύς τραυματισμός του Howard στο πόδι σε μια σύντομη, πλην όμως, αιματηρή συμπλοκή με μια φυλή αλογατάρηδων ινδιάνων που θα βρουν στον δρόμο τους και η επακόλουθη περίθαλψη που θα χρειαστεί να του παρασχεθεί από την Lina.
Ο αρχηγός της «αγέλης» είναι πλέον ευάλωτος, έτοιμος να κατασπαραχτεί σαν ψοφίμι από τα υπόλοιπα αρσενικά της ομήγυρης αλλά και το όρνιο, Ben, που καιροφυλαχτεί για να βρει την κατάλληλη ευκαιρία. Ο Howard τώρα αισθάνεται ότι χάνει το προβάδισμά του όσο ταυτοχρόνως ενδυναμώνεται από το ενδιαφέρον του στην Lina, η οποία εξυπηρετεί αντικρουόμενα συμφέροντα και βρίσκεται μουδιασμένη ανάμεσα σε δύο εχθρούς. Ο καλύτερος φίλος του πατέρας της και (περίπου) σύντροφός της είναι φιλήδονος, επίπεδος, χειριστικός και έχει παρελθόν μαζί του, ενώ ο Howard είναι το άτομο με το οποίο θα μπορούσε να φανταστεί τον εαυτό της μελλοντικά. Θα γίνει η παράδοση του ενόχου αναίμακτα και θα καλπάσουν οι πρωταγωνιστές προς την ελευθερία τους;
Ο σερίφης Howard είναι ερμηνευμένος υποδειγματικά από τον πάντοτε στιβαρό James Stewart, η παρουσία του οποίου προκαλεί αυτοστιγμεί μια ερμηνευτική ασφάλεια και μια φυσιογνωμική ζεστασιά. Η Janet Leigh τον υποστηρίζει πολύ αισθητά με αυτήν την έμφυτη τσαχπινιά της, την αίσθηση οικειότητας που εμπνέει στον θεατή με τη γήινη ερμηνεία της και τη χημεία που έχει δημιουργήσει με τον συμπρωταγωνιστή της. Ο Anthony Mann γνωρίζει εις βάθος να πλανοθετεί και να χρησιμοποιεί τη μισανζέν ώστε να προσδώσει βάθος πεδίου και τοποθετεί τους χαρακτήρες του στο φυσικό ντεκόρ, χαρακτηριστικό που είναι πάγκοινο στις ταινίες του. Μάθημα ρεπεράζ, μοντάζ και αφηγηματικής οικονομίας και πυκνότητας, σκηνοθετεί στο απαράμιλλης γοητείας σκηνικό, το οποίο ως τέτοιο, δεν γίνεται να μην κρύβει παγίδες, γκρεμούς και πολλές… κατολισθήσεις, με τον ίδιο τρόπο που γίνεται η εκδίπλωση των χαρακτήρων στο «Naked Spur».
Με λίγους διαλόγους, μπόλικους φυσικούς ήχους χώρου που όσο προοδεύει η ταινία διογκώνονται σε ένταση, μεγαλοπρεπή σκηνικά, μεστές ερμηνείες και ένα σενάριο που μπαίνει ευθύς αμέσως στο ψητό, διατηρεί την αγωνία στα κόκκινα με κάποια χρήσιμα ιντερλούδια εξομολογήσεων. Μέχρι και την τελευταία σκηνή στην ταινία δεν έχει εδραιωθεί κάποια τελική «κατάσταση», αφού όλα είναι πιθανόν να συμβούν. Ο William C. Mellor φωτογραφίζει εκτός από τα φωτογενή εξωτερικά τοπία, και τους (λίγους) «εσωτερικούς» χώρους μελαγχολικά και τρυφερά, με όλους τους χαρακτήρες να τους διέπει μια τάση φυγής, ένα σπάσιμο αόρατων αλυσίδων που τους κρατάνε δέσμιους με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο. Το «Naked Spur» είναι αυτό το ταπεινό φιλμ που λειτουργεί με τους ελάχιστους αναγκαίους χαρακτήρες, την αβίαστα λιτή ιστορία και την ξεκούραστη διάρκεια, για να ξαφνιάσει με την γνησιότητα και την «ολιγάρκειά» του, αποδεικνύοντας πως μια ταινία μπορεί να γίνει εκ των ενόντων, αρκεί να υπάρχει όραμα και ταλέντο.
Δείτε το trailer της ταινίας «Naked Spur» εδώ: