Συμπληρώνοντας την τριλογία του Όσλο («Reprise», «Oslo, August 31st»), ο Νορβηγός Joachim Trier με το «The Worst Person in the World» (2021), ολοκληρώνει το μελαγχολικό του οδοιπορικό για τον σύγχρονο ανθρώπινο ψυχισμό που βρίσκεται στις παρυφές της αστικής πραγματικότητας. Μια σποραδικά ενδιαφέρουσα αλλά με σοβαρά δομικά προβλήματα ταινία, που μέσα σε δύο γεμάτες ώρες αδυνατεί να μας γνωρίσει εκ βαθέων την απόλυτη πρωταγωνίστρια του φιλμ και κεντρικό πρόσωπο όλων των συμβάντων της ιστορίας, με μια ακροθιγή ψηλάφιση που εστιάζει στην υπαρξιακή αναζήτηση σχεδόν αποκλειστικά μέσω της πολυτάραχης ερωτικής της ζωής.
Τα θέλω ενός χαρακτήρα προσδιορίζουν και το είναι μέσα από την δραματική ανάγκη που θα φέρει τις αποζητούμενες συγκρούσεις από τις οποίες θα λάβουμε και εμείς αλλά και ο ίδιος ο χαρακτήρας πολύτιμες πληροφορίες για το ποιόν του. Οι συγκρούσεις αυτές προκύπτουν οργανικά μέσω των εμποδίων που αναπόφευκτα θα βρεθούν στον ακανθώδη δρόμο προς την επίτευξη της ασίγαστης επιθυμίας του ήρωα και θα πυροδοτήσουν την μετάβαση, την υπαρξιακή διαδρομή του που θα αναδιαμορφώσει το μέσα του, καταλήγοντας σε μια καθοριστική (είτε καλή είτε κακή) αλλαγή. Στο δια ταύτα, ο σκηνοθέτης κάνει μια πολύ ρισκαδόρικη επιλογή κρατώντας τον θεατή εκ του μακρόθεν, όχι ως σκηνοθετική φόρμα αλλά ως σεναριακή ουσία, προτιμώντας να μην χαρτογραφήσει την «ερμητική» ηρωίδα σε βάθος, αλλά να την αφήσει να αφηγηθεί το χρονικό της έχοντας σε πρώτο πλάνο την επεισοδιακή (κυριολεκτικά και μεταφορικά) ερωτική της ζωή με διάφορες -ενδιαφέρουσες ομολογουμένως- ονειρικές ενέσεις και (πολλές) ρομαντικές σεκάνς, αφήνοντάς μας εντελώς ασυγκίνητους αφού «φρόντισε» δυστυχώς να μην υπάρξει καμία συναισθηματική εμπλοκή μας.
Η Γιούλια (Renate Reinsve), είναι μια νεαρή κοπέλα που βρίσκεται σε υπαρξιακή κρίση αλλά και κρίση ηλικίας, καθώς η ταινία αφηγείται το χρονικό τεσσάρων ετών της ζωή της μέχρι να τριανταρίσει, που είναι και ο απευκταίος εφιάλτης της, η διαβολική υπενθύμιση της αποτυχίας της, της παρέλευσης του «ψαξίματος» της καριέρας της, σαν ακριβής ημερομηνία λήξης που έχει θέσει ετσιθελικά η κοινωνία. Δεν ξέρει ακόμα με τι θέλει να καταπιαστεί επαγγελματικά, δεν έχει κατασταλάξει σε μια συνεπή διεκδίκηση, ενώ οι σχέσεις της με τον πατέρα της είναι ανεπίσημα διαρρηγμένες. Διψασμένη για ζωή και στερημένη από εμπειρίες κάθε λογής, θέλει να τα ζήσει όλα και … γρήγορα, διότι ήδη καταφτάνουν τα πρώτα «άντα» και ακόμα δεν έχει αποκρυσταλλώσει τα θέλω της, δεν έχει τακτοποιήσει την ζωή της, δεν έχει αποκτήσει την αυτονομία της, νιώθει αποτελματωμένη επαγγελματικά και προσωπικά.
Σπούδασε ιατρική, έπειτα της γυάλισε η φωτογραφία, μετά την κέρδισε η αρθογραφία. Αλλάζει επανειλημμένως το χρώμα των μαλλιών της, κινείται γενικώς σε μια διαρκή αμφιταλάντευση, μια μόνιμη ρευστότητα. Από το ξεκίνημά της η ταινία μιας δείχνει μια γυναίκα που θέλει διακαώς να βρει το αυτονόητο και το προσπαθεί: το ιδανικό για αυτήν αντικείμενο που θα ακολουθήσει δια βίου, τον ιδανικό άνδρα που θα μοιραστεί τα πάντα. Εντελώς ειρωνικά όμως, η σταθερότητα την κλυδωνίζει και την αποτάσσει όπως ο διάολος το λιβάνι. Η παρατεταμένη φοίτηση, το κυνήγι ονείρων, ένα χρήσιμο διάλλειμμα για μια ανάσα συνειδητοποίησης σε μια κοινωνία που τρέχει ιλιγγιωδώς, δεν είναι αποδεκτά, σχεδόν απαγορεύονται.
Όπως μας αφηγείται και η ίδια, η μητέρα της στην ηλικία της είχε ήδη παντρευτεί και είχε ανοίξει σπιτικό, η γιαγιά της είχε αποκτήσει ήδη τέσσερα παιδιά, η προγιαγιά της έξι και πάει λέγοντας. Μια σύγχρονη πραγματικότητα σαν μια υπερταχεία, αποκλειστική για εμπορεύματα με σπασμένα τα φρένα που δεν σταματάει σε καμιά στάση να παραλάβει τις νέες γενιές οι οποίες μένουν πίσω κοινωνικά, επαγγελματικά, προσωπικά, ψυχικά, με τις βαλίτσες τους γεμάτες με ανούσια «χαρτιά». Απαιτεί γρήγορες, πρόωρες αποφάσεις, δεν αφήνει το παραμικρό περιθώριο για λάθη ή αναθεωρήσεις, πόσο μάλλον για κυκλική αναζήτηση καριέρας. Δεν υπάρχει χρόνος για την σημερινή «Generation Υ» πέρα του δοσμένου, η κοινωνική πίεση είναι αδίστακτη, η οικογένεια ζητάει «αποτελέσματα», η αγορά εργασίας απαιτεί διαπιστευτήρια, οι νέοι κάνουν τα πάντα για λίγη κατανόηση (και προσοχή). Το αυτιστικά δομημένο κανονιστικό πλαίσιο απαιτεί δυσθεώρητα πράγματα από τον σημερινό, μέσο 30χρονο. Μελαγχολία, κατάθλιψη, αποξένωση, απογοήτευση, αδράνεια, είναι λέξεις που χρησιμοποιούνται όλο και πιο συχνά σήμερα και έχουν αντικαταστήσει τις ακριβοθώρητες πια έννοιες: όνειρα, επιτυχία, προσωπική ευτυχία, επαγγελματική αποκατάσταση, ψυχική γαλήνη.
Ο τίτλος της ταινίας προσδιορίζει και την πρωταγωνίστρια; Παρουσιάζει την άποψη που θα είχε ένας 60χρονος για μια 30χρονη; Επιτίθεται συγκεκριμένα στην ίδια την Γιούλια που από την βιασύνη της να καλύψει τα κενά, συμπεριφέρεται ανώριμα, μεταχειρίζεται ανθρώπους, προδίδει σχέσεις; Όποια και να ειναι η απάντηση, το ζήτημα εδώ είναι ότι παρά το φτωχά σχηματισμένο arc της Γούλια, βγάζει ταυτοχρόνως -ηθελημένα ή μη- μια αντιπάθεια, ένα άτομο που από την μία εν μέρει ταυτίζεσαι και προσπαθείς να το κατανοήσεις αλλά από την άλλη δεν θα ήθελες να συνάψεις οποιαδήποτε σχέση μαζί του, όχι άμα τη εμφανίσει του αλλά μόνο αφού την έχεις «πατήσει», αναδρομικά, καθώς δεν προδίδει με την πρώτη ματιά ούτε στο ελάχιστο τον τόσο ανώριμα αλλοπρόσαλλο, εγωκεντρικό εαυτό της. Αντιθέτως, μοιάζει άτομο που μπορείς να εμπιστευτείς αυθωρεί.
Οι συσχετισμοί που αναμφίβολα θα προκύψουν όσον αφορά την πραγματικότητα ενός συνομήλικού της στην κοινωνία, είναι αποτέλεσμα εύστοχης δουλειάς με πολύ σωστό και κατηγορηματικό τρόπο από τον σκηνοθέτη, ενώ οι ερμηνείες παρότι καλές προσπαθούν να αυτοσυντηρηθούν στην μετριότητα του σεναρίου σε όλα τα υπόλοιπα. Διότι η πρωταγωνίστρια είναι συνεπής μονάχα με την ασυνέπειά της και απομακρύνει οποιαδήποτε ενσυναίσθηση με την εντελώς παιδαριώδη συμπεριφορά, εξαπατώντας σχέσεις, αλλάζοντας εξακολουθητικά γνώμη και συναισθήματα, εμπαίζοντας ανθρώπους για ίδιον συμφέρον, με μια μόνιμη, βολική δικαιολογία του «δεν ξέρω τι θέλω» που την αναμασάει για κάθε τομέα της ζωής της. Δεν βοηθάει σίγουρα η κατά στιγμές πληκτική καθημερινότητα που ξεδιπλώνετα σε 12 (!) κεφάλαια (πέρα από μια εισαγωγή και έναν επίλογο), με μια κινητικότητα που ρουτινιάζει και το κυριότερο: δεν αποκαλύπτει κάτι ουσιώδες για τον χαρακτήρα της Γιούλιας. Στο δρόμο για την εύρεση αυτού που δεν ξέρει-τι-θέλει, δεν διστάζει να μηρικάζει μπανάλ φεμινιστικά τσιτάτα που έχουν μουχλιάσει και κυριολεκτικά εμφανίζονται από το πουθενά χωρίς πειστική αφορμή.
Κατηγορεί τους πάντες και τα πάντα έχοντας όμως μια οικονομική άνεση να αλλάζει σπουδές, χόμπι, σαν τα πουκάμισα (όπως και άντρες), πράγμα που κάνει πιο επιτακτική την ανάγκη να υπήρχε ένα ολοκληρωμένο ψυχογράφημα που θα εστίαζε στα πραγματικά θέλω και όχι σε αυτά που γογγύζει στην ταινία. Εκεί που θα συναντηθεί πνευματικά με το κοινό, βρίσκοντας κοινό τόπο στην αστική μοναξιά, στην αποξένωση που νιώθουν οι νέοι με τον εαυτούς τους και τους γύρω τους που κανένας δεν θέλει να τους καταλάβει, τον εργασιακό μεσαίωνα που τορπιλίζει κάθε προσπάθεια αυτονομίας και αυτοπραγμάτωσης και την κοινωνική πίεση που ασκείται σε μια γενιά που πληρώνει λάθη προηγούμενων και είναι πρακτικά ανίκανη να δημιουργήσει για την επόμενη. Η προσπάθεια ανάδειξης των γυναικείων προβλημάτων σαμποτάρεται από την επαναλαμβανόμενη σειρά των ίδιων καταστάσεων με διαφορετικά πρόσωπα, μακροσκελείς διαλόγους που δεν καταλήγουν πουθενά, ξεχειλισμένο μοντάζ που αρνείται να κόψει τα περιττά και ένα μελοδραματικό τελικό ημίωρο με κερασάκι στην τούρτα το στρογγυλεμένο, μελό φινάλε που απλώς προσθέτει στην αρχική επιφύλαξη για την σεναριακή δομή της ταινίας.
Το «The Worst Person in the World», απεμπολεί μια καλή ευκαιρία να αναδείξει τον συγχυσμένο σύγχρονο μιλένιαλ μέσα από μια βαθιά τομή μιας νέας γυναίκας που ψάχνει τα πατήματά της στην εχθρική κοινωνία και διεκδικεί την ολική προσωπική χειραφέτησή της, παραδίδοντας ανταυτού μια άχρωμη ταινία με μια άνοστη ηρωίδα…
Δείτε εδώ το trailer της ταινίας «The Worst Person in the World»: