
Χωρισμένο σε 12 κεφάλαια, το Vivre Sa Vie βάζει τον χαρακτήρα στο μικροσκόπιο, μιλά ανοιχτά για τη σεξεργασία και φέρνει τον Γκοντάρ σ’ ένα ιδιότυπο τετ-α-τετ με την πρωταγωνίστρια και σύζυγο του, Άννα Καρίνα.
Μετά την πρώτη τους συνεργασία στο Une femme est une femme (1961), το νεόνυμφο ζευγάρι Ζαν-Λικ Γκοντάρ και Άννα Καρίνα συναντιέται ξανά καλλιτεχνικά στο Vivre Sa Vie – ένα πολύ πιο αιχμηρό κι όχι τόσο «ανάλαφρο» φιλμ, που ξεχώρισε για πολλούς λόγους. Ο Γκοντάρ μοιάζει να χρησιμοποιεί μια πιο αυστηρή και ριψοκίνδυνη κινηματογραφική γλώσσα σε όλα τα επίπεδα της ταινίας – από τη φόρμα, τον ρυθμό, την κινηματογράφηση και το σενάριο, ως την υποκριτική και το μοντάζ. Το Vivre Sa Vie είναι πολυδιάστατο, όπως κάθε έργο του Γκοντάρ, μόνο που αυτή τη φορά έχει απίστευτο ενδιαφέρον ο διάλογος που αναπτύσσεται ανάμεσα σε σκηνοθέτη και ηθοποιό – δύο συζύγους που μεταφέρουν την προσωπική τους σχέση μέσα στο κάδρο.
Η ζωή μέσα από τα μάτια της Νανά

Μέσα σε καφέ, δισκοπωλεία και πολυσύχναστους παριζιάνικους δρόμους των ’60s, η Νανά νιώθει πως η ζωή γλιστρά από τα χέρια της. Είναι μια νέα, όμορφη, «φωτογενής» και ελαφρώς βαριεστημένη πωλήτρια δίσκων που ψάχνει για κάτι παραπάνω: ένα αίσθημα πραγματικής επαφής με τον εαυτό της και τους άλλους – κάτι που θα την κάνει να ανήκει κάπου. Ωστόσο, αντί να πάρει τη ζωή στα χέρια της, περιφέρεται σχεδόν παθητικά, ενώ παράλληλα βρίσκεται πολύ στριμωγμένη οικονομικά.
Εμείς παρακολουθούμε σε 12 αυτόνομα επεισόδια ένα συναισθηματικά σύνθετο «ταξίδι» που κάνει τη Νανά να καταλάβει πως η ζωή είναι δική της. Καρέ-καρέ, η μια εμπειρία διαδέχεται την άλλη και σταδιακά κάτι ταρακουνά τη Νανά: η προβολή του The Passion of Joan of Arc (1928), η συνομιλία με τον φιλόσοφο Μπρις Παρέν για τη γλώσσα και την υπέρβαση του εαυτού, η γνωριμία με τον γοητευτικό προαγωγό Ραούλ που τη βάζει στον χώρο της σεξεργασίας και ένας έρωτας που μοιάζει με διέξοδο. Όλες αυτές οι μικρές στιγμές δυναμώνουν τη Νανά και αποφασίζει πως δεν θέλει να παίζει τον ρόλο που της έχουν γράψει άλλοι – ακόμα κι αν αυτή η ελευθερία της κοστίσει.
Πόση «ελευθερία επιλογής» μπορούμε πραγματικά να έχουμε, ειδικά σε μια καπιταλιστική κοινωνία;
Η ταινία περιστρέφεται γύρω από τη θεματική της ελεύθερης βούλησης, με τη Νανά να εξηγεί νωρίς στη ταινία τη βασική αρχή του υπαρξισμού: ο άνθρωπος αυτοκαθορίζεται και φέρει την ευθύνη των επιλογών του. Κάπως έτσι η Νανά, έχοντας λίγες επιλογές επιβίωσης, διαλέγει τον δρόμο της σεξεργασίας.
Ως θέμα, η σεξεργασία δεν ήταν κάτι ασυνήθιστο στον μεταπολεμικό γαλλικό και ευρωπαϊκό κινηματογράφο. Όμως, το Vivre Sa Vie ξεχωρίζει για τον τρόπο που απεικονίζει το συγκεκριμένο επάγγελμα. Ο Γκοντάρ δεν είναι ένας αφελής ηθικολόγος που παρουσιάζει τις σεξεργάτριες ως «βρόμικες» και ξεπεσμένες μορφές, αλλά συγχρόνως δεν τις ωραιοποιεί. Εδώ η σεξεργασία δεν παρουσιάζεται ως σεξουαλική πράξη, αλλά ως κρύα, εμπορική συναλλαγή. Ο Γκοντάρ μάς καλεί να μην κρίνουμε τη Νανά, αλλά να σκεφτούμε τι πραγματικές εναλλακτικές είχε, προτού αναγκαστεί να ακολουθήσει αυτόν τον δρόμο. Το πώς ο σκηνοθέτης επιλέγει να κινηθεί γύρω από αυτό το θέμα, δεν κάνει απαραίτητα το Vivre Sa Vie μια καθαρά φεμινιστική ταινία – άλλωστε δεν μπορούμε να ξέρουμε τις «πραγματικές» προθέσεις του δημιουργού. Ο κυνισμός που διακατατέχει τη ταινία σε ό,τι αφορά το πώς η Νανά χρησιμοποιεί τη σεξουαλικότητα της – εντός και εκτός «δουλειάς» – είναι περισσότερο μια προβληματική αναπαράσταση και λιγότερο ένα σχόλιο για την αντικειμενοποίηση των γυναικών ή για το ανθρωποφάγο καπιταλιστικό σύστημα.
Πάντως στο ερώτημα για το αν τελικά υπάρχει ελεύθερη βούληση, ο ίδιος ο Γκοντάρ σε συνέντευξή του απάντησε ως εξής: «Πάντα έκανα αυτό που ήθελα (καλλιτεχνικά), εντός των ορίων που μού έβαζαν οι ικανότητές μου». Όταν λέει «ικανότητες», εννοεί τις προσωπικές και καλλιτεχνικές του δεξιότητες, αλλά και τα μέσα που διέθετε για την παραγωγή των ταινιών του.

Η κινηματογραφική αξία του Vivre Sa Vie
Οι καλλιτεχνικές ανησυχίες του Γκοντάρ είναι ξεκάθαρες ήδη από τα πρώτα του βήματα, μη διστάζοντας να πειραματιστεί με τη φόρμα του κινηματογράφου και να καταφύγει σε ριζοσπαστικές τεχνικές.
Στο Vivre Sa Vie οι χαρακτήρες φαίνεται να αποφεύγουν το «βλέμμα» του φακού. Ωστόσο, ο Γκοντάρ δεν κρύβεται πίσω από την ψευδαίσθηση της αόρατης κάμερας, αλλά με διάφορους τρόπους υπενθυμίζει στο κοινό ότι αυτό που βλέπει δεν είναι πραγματικό, παρά μια κατασκευασμένη πράξη. Αυτή η meta bressonian τεχνική – που δείχνει τον ηθοποιό να νιώθει πως η κάμερα τον περιορίζει – φαίνεται έντονα στο πώς τοποθετεί τη Νανά στον χώρο. Σε όλη τη διάρκεια της ταινίας βλέπουμε μια γυναίκα δίχως ρίζες και σταθερές στη ζωή της και γι’ αυτό ακριβώς δεν μπαίνουμε ποτέ στο σπίτι της – παρά μόνο μάς αφήνει να δούμε στα κλεφτά τον χώρο μπροστά από την πόρτα του διαμερίσματος της. Επίσης, από τη στιγμή που η Νανά ξεκινά να εκδίδεται, ο σκηνοθέτης την «εγκλωβίζει» σε κλειστοφοβικά κάδρα. Τη βρίσκουμε μέσα σε μικρά δωμάτια, με μοναδικές «διέξοδους» τα παράθυρα (χαρακτηριστικό του σπουδαίου Ρενουάρ, από τον οποίο εμπνέονταν συχνά ο Γκοντάρ) ή σε λιγοστά εξωτερικά πλάνα που παρόλα αυτά μοιάζουν αποπνικτικά. Έτσι, με μαεστρική διακριτικότητα ο σκηνοθέτης περνά στο υποσυνείδητο του θεατή τις τάσεις φυγής και τη τραγικότητα της Νανά, που γίνεται αντικείμενο προς πώληση και χάνει μέχρι και το ελάχιστο «κέρδος» των υπηρεσιών της.
Ως προς την αφήγηση, ο Γκοντάρ ακολουθεί μια θεατρική και λιγότερο κινηματογραφική ροή, σπάζοντας την ιστορία του σε 12 σκηνές. Μεταπηδώντας από σκηνή σε σκηνή με μεγάλα χρονικά κενά και χωρίς επεξηγήσεις, το Vivre Sa Vie είναι αναμφίβολα μια επιθετικά ελλειπτική ταινία που καλλιεργεί μια έντονη αίσθηση ασάφειας. Το μοντάζ στις ταινίες του Γκοντάρ δείχνει πόσο διατεθειμένος είναι να θυσιάσει την κινηματογραφική «φυσικότητα» και την αφηγηματική συνέχεια, προκειμένου να υπηρετήσει το συναίσθημα και τον δραματουργικό ρυθμό του έργου. Όπως έχει πει και η editor της ταινίας: «όσο λιγότερα cuts υπάρχουν, τόσο σημαντικότερα είναι» – επιβεβαιώνοντας τη λογική του Γκοντάρ στο μοντάζ. Ακροβατώντας, λοιπόν, ανάμεσα στον ρεαλισμό και τον λυρισμό, ο Γκοντάρ δεν έκανε απλώς σινεμά – ήταν το σινεμά.

Ο καλλιτεχνικός και προσωπικός διάλογος Γκοντάρ-Καρίνα
Ο Γκοντάρ έχει παραδεχτεί ότι στα γυρίσματα του Vivre Sa Vie ένιωθε κάπως άβολα, γιατί αισθανόταν σαν πελάτης απέναντι στην συζυγό του Καρίνα. Αυτό οφείλεται στις σκηνές που λαμβάνουν χώρα στον οίκο ανοχής, όπου βλέπουμε τους πελάτες να ζητούν από τις εργάτριες συγκεκριμένες πόζες, συνδιαζοντάς τες με αντικείμενα του χώρου. Κάπως έτσι λειτουργούσε κι ο Γκοντάρ με τους ηθοποιούς του: δίνει ξεκάθαρες και αυστηρές οδηγίες, δεν αναλύει ποτέ την ψυχολογία του ρόλου και τούς χρησιμοποιεί σχεδόν σαν μαριονέτες που εκτελούν τις εντολές του. Στην περίπτωση του Vivre Sa Vie χρησιμοποίησε τη δεύτερη εβδομάδα γυρισμάτων για να αναθεωρήσει τη συνέχεια της ιστορίας, μη επιτρέποντας στους ηθοποιούς να «γίνουν» οι ρόλοι τους ή να ξεχάσουν ότι παίζουν σε μια ταινία, στην οποία τον ύστατο λόγο έχει ο ίδιος.
Ένα ακόμα γνωστό fun fact για την ταινία είναι η συνολική δυσαρέσκεια που άφησε στην πρωταγωνίστρια, Άννα Καρίνα. Σύμφωνα με τον Γκοντάρ, η Καρίνα είχε εκφράσει ανησυχίες για το μέλλον της καριέρας της μετά το Vivre Sa Vie, κυρίως επειδή δεν θεωρούσε καθόλου κολακευτικό το κούρεμα της. Μάλλον, όμως, τα ζητήματα στο καλλιτεχνικό και ερωτικό δίπολο των δύο προσώπων υπερέβαιναν κατά πολύ ένα απλό κούρεμα ή μερικές δημιουργικές διαφωνίες.
Μέσα στην ίδια την ταινία ο Γκοντάρ κάνει ένα είδος αυτοκριτικής πάνω στον «καλλιτεχνικό βαμπιρισμό» – δηλαδή τη τάση του δημιουργού να «ρουφάει» τη ζωή της μούσας του. Αυτό γίνεται στη σκηνή όπου ο νέος εραστής της Νανά διαβάζει μια ιστορία του Έντγκαρ Άλαν Πόε για έναν ζωγράφο που έχει παθιαστεί τόσο πολύ με το πορτρέτο της γυναίκας που αγαπά, ώστε δεν παίρνει είδηση ότι εκείνη πεθαίνει στη διάρκεια της πόζας. Κάτι ανάλογο φοβόταν ότι μπορεί να συμβεί και ο ίδιος ο Γκοντάρ. Όταν ο νέος εραστής διαβάζει στη Νανά την ιστορία, ακούμε τη φωνή του Γκοντάρ και όχι του ηθοποιού που βρίσκεται στο κάδρο. Με αυτόν τον τρόπο, γίνεται ξεκάθαρο ότι ο σκηνοθέτης κατανοεί τη δυσκολία διατήρησης της ισορροπίας σε μια τόσο περίπλοκη σχέση (ταυτόχρονα συνεργατική και ερωτική) και πως, τελικά, αμφότεροι αποτυγχάνουν να βρουν αυτή την ισορροπία.

Τελικά γιατί να δεις το Vivre Sa Vie;
► Γιατί είναι μια ταινία-σταθμός για τη φιλμογραφία του Ζαν-Λικ Γκοντάρ, ολόκληρης της nouvelle vague (το Νέο Κύμα του γαλλικού κινηματογράφου) και του παγκόσμιου σινεμά.
► Γιατί λειτουργεί σαν ταινία-απάντηση σε όσους αποκαλούν τον Γκοντάρ υπερβολικά «εγκεφαλικό» και κυνικό σκηνοθέτη, με έργο δίχως συναίσθημα. Εδώ συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο, αφού πρόκειται μάλλον για την πιο συναισθηματική του ταινία, τόσο σε δραματουργικό όσο και σε meta επίπεδο – αν λάβουμε υπόψη τη σχέση του με την Καρίνα και τον τρόπο που τη «ζωγραφίζει» μέσα στο κάδρο.
►Και γιατί, παρά το βαρύ, κλειστοφοβικό κλίμα – που είναι πάντα παρόν στο Vivre Sa Vie – η ταινία ανοίγει κι ένα απίστευτα γοητευτικό και τρυφερό παραθυράκι στο μποέμ Παρίσι με εικόνες που σε ακολουθούν πολύ μετά τους τίτλους τέλους.