
Είναι περίεργο συναίσθημα το να ξέρεις πως -εκ των πραγμάτων- συλλήβδην όλοι οι συντελεστές μια ταινίας που παρακολουθείς, έχουν αφήσει τούτο τον κόσμο προ πολλού, αλλά η μορφή τους και η σφριγηλότητα της νιότης τους βρίσκεται εκεί, μπροστά στα μάτια σου, άφθαρτη. Υπάρχουν πολλά έργα που για την εποχή που γυρίστηκαν και τότε βρίσκονταν στον κολοφώνα της δόξας τους με μια αξία αδιαπραγμάτευτη, τώρα φυλλορροούν προϊόντος του χρόνου, διότι μείνανε πίσω στο χρονικό συνεχές από την επιταχυνόμενη ταχύτητα που άλλαξε ο κόσμος -και κατ’ επέκταση και ο κινηματογράφος- ενώ συγκαιρινές τους ταινίες με κάποιον ανεξήγητο τρόπο παραμένουν αειθαλείς μέχρι και σήμερα.
Ένα τέτοιο παράδειγμα, ταινίας δηλαδή που έχει ξεκλειδώσει το μυστικό της «αντιγήρανσης», αποτελεί και το εξαιρετικό νουάρ του 1950, «Where The Sidewalk Ends» (ελληνιστί «Κηλίδες στο Πεζοδρόμιο») του θρυλικού Otto Preminger, με ένα γνώριμο στους σινεφίλ θεατές πρωταγωνιστικό δίδυμο (Dana Andrews και Gene Tierney), το οποίο κατευθείαν μας παραπέμπει στο παρελθόν, 6 χρόνια πριν, καθώς συνυπήρξε ξανά σε ένα από τα δημοφιλέστερα κλασσικά νουάρ όλων των εποχών, «Laura», πάλι του Preminger. Ο τελευταίος, μιμούμενος τον εαυτό του όσον αφορά το casting, ξαναφέρνει τους πρωταγωνιστές της προαναφερθείσας ταινίας του 1944 για να εξιστορήσει αυτή τη φορά μια διαφορετική ιστορία και τους δύο αγαπητούς ηθοποιούς του να τους απασχολήσει σε μια διαφορετική συνθήκη. Μια υπόθεση στην οποία εμπλέκονται ζητήματα διαφθοράς και δικαιοσύνης κάτω από την ομπρέλα της ηθικής και αφορούν έναν αστυνομικό ο οποίος όσο ερευνάει έναν φόνο θα πρέπει να δει και πώς θα κρύψει και έναν ακόμα που διέπραξε άθελά (;) του ο ίδιος.

Η πλοκή του Where the Sidewalk Ends
Ο Mark Dixon (Dana Andrews) είναι αστυνομικός ντετέκτιβ, ο οποίος λόγω του παρορμητισμού του να τιμωρεί τους εγκληματίες που συλλάμβανε, υπέπεφτε και στον πειρασμό να τους δώσει έξτρα «μαθήματα» αυτόκλητα, ασκώντας βία και δρώντας εντελώς απερίσκεπτα και κυρίως παράτυπα διότι “το αξίζουν και με το παραπάνω”. Αυτός είναι και ο λόγος που έχει παραπεμφθεί πολλάκις στο πειθαρχικό του τμήματός του, όπου στο τελευταίο περιστατικό ο κόμπος έφτασε στο χτένι, με αποτέλεσμα τον υποβιβασμό του. Όπως του υπενθυμίζουν διαρκώς οι συνάδελφοί του, με τόσα χρόνια που έχει στην υπηρεσία και λόγω της ικανότητάς του θα έπρεπε να είχε ανέβει πολλούς «βαθμούς». Αντ’ αυτού, μένει στάσιμος λόγω του ευέξαπτου χαρακτήρα και των βίαιων περιστατικών στα οποία πρωταγωνιστεί, ενώ πλέον του έχει δοθεί μια τελευταία ευκαιρία για να μην αποξηλωθεί οριστικά από το σώμα.

Ο Dixon είναι το παράδειγμα του αφοσιωμένου ανθρώπου που κάθε φορά που έφτανε σε κάποια επιτυχία επαγγελματικά, κλότσαγε την καρδάρα με το γάλα και αυτό του έχει στοιχίσει στην δουλειά του αλλά και στην (ανύπαρκτη) προσωπική του ζωή. Το εγκληματικό παρελθόν του φυλακόβιου πατέρα του τον στοιχειώνει και κάποια ψήγματα DNA αναπόφευκτα έχουν μεταγγιστεί και στον ίδιο, πράγμα που προσπαθεί να αποτινάξει επανειλημμένως εξ’ού και το επάγγελμα που ακολούθησε ως πράξη αντίδρασης σε αυτό: η αποκατάσταση του εγκλήματος. Τι γίνεται όμως με τη ρετσινιά του πατέρα του και τις βίαιες εξάρσεις από τις οποίες πλήττεται και ο ίδιος; Την εμπειρία την κατέχει τόσα χρόνια, το «μέταλλο» του αστυνομικού το διαθέτει αρκούντως ικανοποιητικά, την τυπολατρία που απαιτεί η δουλειά του όμως δεν την έχει μάθει και ούτε δείχνει να θέλει.
Σε μια παράνομη χαρτοπαικτική λέσχη λοιπόν που θα ανάψουν τα αίματα μεταξύ δύο αντίζηλων παικτών για τα μάτια μιας καλλονής, της Morgan (Gene Tierney), ο βίαιος άντρας της θα δολοφονήσει έναν από τους παρευρισκόμενους. Όταν ο Dixon θα τον επισκεφτεί για να του ζητήσει τον λόγο και να διαπιστώσει αν αυτός είναι ο δολοφόνος, σε ένα από τα συνήθη επαγγελματικά του ξεστρατίσματα θα λογομαχήσει μαζί του κλιμακωτά και άθελα του θα του δώσει ένα θανάσιμο χτύπημα στο κεφάλι. Πριν καλά καλά καταλάβει τι έγινε, ο άνδρας είναι ήδη νεκρός και ο Dixon πρέπει να δει τι θα κάνει με το (καινούργιο) πτώμα αλλά και να παίξει «θέατρο» όσο η αστυνομία ψάχνει να βρει τον δολοφόνο. Έχει βρει τον μπελά του και νιώθει πως βρίσκεται με την πλάτη στο τοίχο, αλλά έχει λίγο χρόνο ακόμα αφού η ταυτότητα του δράστη παραμένει άγνωστη. Τώρα ο πρωταγωνιστής έχει μπλέξει τον πατέρα του νέου ερωτικού του ενδιαφέροντος που δεν είναι άλλη από την Morgan (της οποίας τον άνδρα μόλις σκότωσε), ενώ τα κομμάτια του παζλ αρχίζουν σιγά σιγά να ενώνονται από τον τετραπέρατο συνάδελφό του (και φίλο), Paul. Οι έρευνες που τον κατατρύχουν, η αίσθηση καθήκοντος και ανάληψη ευθύνης έρχονται σε σύγκρουση με ένα ελεύθερο μέλλον για τον Dixon. Θα καταφέρει να αποπροσανατολίσει τις Αρχές χωρίς να τον υποπτευθεί κανείς αλλά και να αθωωθεί ο άδικα κατηγορούμενος εξαιτίας του, πατέρας της Morgan;

Η ταινία μπαίνει κατευθείαν στο ψητό με μια δολοφονία στην αρχή και μια δεύτερη καπάκι για να θέσει το πλαίσιο στο οποίο θα κινηθεί η ιστορία, τα ηθικά διλήμματα αρχίζουν να φουσκώνουν έτοιμα να σκάσουν, οι εναλλακτικές στερεύουν και η αγωνία οξύνεται. Η χιτσκοκική δομή με τη σειρά των γεγονότων και τον αφηγητή παντογνώστη, οι σκηνές σασπένς (όπως η σκηνή της αναπαράστασης του φόνου από τον ίδιο τον αστυνομικό-φονιά!), οι κραταιές ερμηνείες, η γοητευτική φωτογραφία που εξαίρει τα συναισθήματα των πρωταγωνιστών και η «εβένινη» ατμόσφαιρα με όλα αυτά να μεταβολίζονται σωστά από μια εξαιρετική οικονομία φιλμικού χρόνου, είναι επαρκή για να μη σε αφήνουν να πάρεις ανάσα για 80 λεπτά.

Υπάρχουν φιλμ νουάρ τα οποία όχι απλώς αντέχουν στον χρόνο αλλά προσφέρουν και μια ισοπεδωτική εμπειρία στον θεατή κατά την προβολή τους, αυτή την αίσθηση οικειότητας και χρονικής απόστασης που αυξάνονται αντιστρόφως ανάλογα. Αυτό είναι και το μαγικό με τις ταινίες, παγώνουν στον χρόνο, μένουν εκ φύσεως πάντα σε μια «εγκλωβισμένη» χρονική στιγμή, σε ένα κινούμενο ενσταντανέ το οποίο όπως αποτυπώθηκε εκείνη την χρονική στιγμή, έτσι μένει και εις το διηνεκές. Ηθοποιοί που μάς έχουν αφήσει εδώ και πολλά χρόνια, μένουν για πάντα ζωντανοί στο λευκό πανί, στα καλύτερα τους, έτσι όπως θα ήθελαν και αυτοί να τους θυμόμαστε.
Τούτη η ταινία είναι ένα φιλοτεχνημένο νουάρ από έναν κονεσέρ του είδους, ένα ραφινάτο αποτέλεσμα που δεν αρκείται στο οπτικό και περιγραφικό κομμάτι, αλλά είναι φανερό ότι έχει γίνει πολύ καλή δουλειά στο μοντάζ, στη ψυχολογία των χαρακτήρων, στη μετρημένη σκηνοθεσία και στις προσεγμένες ερμηνείες. Το «Where the Sidewalk Ends» (1950) αφήνει το στίγμα του και μπαίνει στη λίστα με εκείνα τα αγέραστα νουάρ που θα τα βλέπουμε για πάντα όσο εμείς θα συνεχίζουμε να γερνάμε…
Δείτε το trailer της ταινίας «Where the Sidewalk Ends» εδώ: