Το κουστούμι της Άνοιξης της Βασιλικής Καΐσα

Το κουστούμι της Άνοιξης

Ήταν κομψός και κομψευόμενος. Μαύρο ημίψηλο, ψηλό κολάρο ως τα μάγουλα, λεπτή μαύρη γραβάτα και κίτρινο γιλέκο. Ένας κούκλος με φράκο. Ολημερίς έσιαζε τα ρούχα του: ένα φτερό που πετούσε από ‘δω, ένας κόκκος σκόνης που λέκιαζε εκεί. Φρόντιζε να είναι στην τρίχα, για ένα πρόσωπο ζούμε. Και τσιριτρί από ‘δω και τσιριτρό από ‘κει. Θεωρητικά ζούσε κάπου στο νότο μα δεν τον πείραζε σαν στα μέρη που σύχναζε η εποχή της ζέστης δεν κρατούσε και πολύ. Αν δεν πρόσεχες ήταν δύσκολο να τον ξεχωρίσεις από τα κλαδιά, εκτός πια κι αν πήγαινε να τα βάλει με καμιά ροζ νυφούλα.

Τώρα όμως το καπέλο του βρεχότανε και το κουστούμι είχε ποτίσει. Ούτε καταφύγιο, ούτε λίγη λιακάδα να στεγνώσει. Συνομωσία, προδοσία, αίσχος, καμιά λέξη δεν ήταν αρκετή να περιγράψει τη ξαφνική απουσία που τον βρήκε. Μέχρι εχθές η κυρά με τα λουλούδια και το αεράκι έμενε εδώ κι από σήμερα πουθενά. Χειμώνας πάλι. Όχι ο γνωστός τύπος με τη μορφή του συμπαθητικού άσπρου γέροντα. Όχι. Καθόλου αυτός. Στην τελική, αυτόν τον ξέρεις και τον εμπιστεύεσαι. Λες, ήρθε εδώ να μας παγώσει χωρίς πολλές φιοριτούρες και γελάκια λιακάδας. Στα ίσα και σταράτα, τη δουλειά του κάνει ο τύπος… Σήμερα όμως η μέρα δεν ήταν χειμώνας, δεν κουβαλούσε τόση προσωπικότητα. Δήλωνε απλά ότι εκείνη έλλειπε.

Ο κομψούλης εκτός από βρεγμένος ήταν και μόνος. Και τη φοβόταν τη βροχή, με τον ουρανό της σαν κάλτσα αθλητική πεταμένη στα λασπόνερα. Άμα είσαι μόνος δεν έχει χάρη το βασανιστικό πέσιμο της σταγόνας. Πανωλεθρία, προδοσία, αίσχος. Πού χάθηκε η κυρά η αγαπημένη; Μήπως έπαθε τίποτα; Μαύρες σκέψεις έζωναν το κεφαλάκι του.

Advertising

Advertisements
Ad 14

-Κάπου κρύφτηκε, του είπε ο κοκκινολαίμης.

Και γιατί να κρυφτεί, ποιος την κυνηγάει; Λες να τη θύμωσε κανείς; Κάποιος από αυτούς τους τζιτζιφιόγκους που όλο βιάζονται και της φωνάζουν κάθε, μα κάθε φορά, «έλα γρήγορα»; Ίσως τα δίποδα που όλα τα ξέρουν κι όλα τα μαχαιρώνουν να το έκανα πάλι το κατόρθωμά τους.

Διαβάστε επίσης  Μικρές Σταλίτσες της Τζον-Λουπ

-Πριν από μέρες την πήρε το μάτι μου εδώ γύρω. Μουρμούριζε. «Δε με βλέπουν πια», έτσι έλεγε, συνέχισε ο κοκκινολαίμης σηκώνοντας τους ώμους για να προφυλαχτεί από το νερό που μαστίγωνε.

-Ποιος δεν την έβλεπε; Ποιος να τον περιλάβω; αρπάχτηκε ο κυριούλης με το φράκο.

Advertising

Δεν του απάντησε. Είχε αποδεχτεί τη μοίρα του αυτός.

Με σκοπό να την ξετρυπώσει πήρε σβάρνα τις αυλές κι έψαχνε. Τα πάρκα, όσα είχαν απομείνει, επίσης. Τα σημάδια της ήταν εκεί, ένα βλαστάρι πιο πράσινο από τ’ άλλα, ένα μπουμπούκι που πάγωσε όσο έμενε αναποφάσιστο. Έμοιαζαν σα ξεχασμένα απομεινάρια κάποιας μετακόμισης που δεν έλειψαν κι ούτε θα λείψουν από κανένα. Κι από εκείνη τίποτα, μόνο απουσία και πλιτς-πλατς.

-Ψάξε μέσα στα σπίτια, τον συμβούλεψε η δεκοχτούρα ανάμεσα στους στρογγυλούς λυγμούς της. Μια ζωή κλαψιάρα αυτό το κορίτσι… μοιρολογίστρα.

Σωστό. Πώς δε μου πέρασε νωρίτερα απ’ το μυαλό; Πού αλλού θα διάλεγε να κρυφτεί μια ανθρωπομορφική μεταφορά παρά ανάμεσα στα άπτερα δίποδα; Κι έτσι, γειτονιά τη γειτονιά, τετράγωνο το τετράγωνο έψαχνε τα κλειστά παράθυρα των σπιτιών και τα ζωγραφιστά των ναών. Είδε πολλά πλάσματα μέσα στα κλουβιά από τσιμέντο και τζάμια που περνούσαν τον καιρό τους παρατηρώντας άλλους φυλακισμένους μέσα από γαλάζιες φωτεινές πλάκες, σαν καθρέφτες. Μερικά δίποδα, πιο μικρόσωμα από τ’ άλλα, προσπαθούσαν καμιά φορά να σηκωθούν από τα μαξιλάρια και να βγουν έξω στη βροχή. Τότε κάποιος μεγαλύτερος ερχόταν πάντα και τα έβαζε να ξανακαθίσουν μπροστά από το γαλάζιο καθρέφτη. Τα μικρά διαμαρτύρονταν για λίγο αλλά μετά συμμορφώνονταν. Ώσπου να μεγαλώσουν θα ξεχάσουν τι ποθούσαν.

Advertising

Η κυρά όμως δεν ήταν ανάμεσά τους.

Τη βρήκε σ’ ένα καταγώγι σκυμμένη στο τραπέζι από την πλευρά του δρόμου με τους αγκώνες της να πιέζουν τα μάγουλα. Φαινόταν απαρηγόρητη, έδειχνε θυμωμένη. Κανείς από τους θαμώνες δεν την πρόσεχε. Φορούσε στο κεφάλι κόκκινη και πράσινη μαντήλα με λουλούδια, στα χέρια κεντημένη πουκαμίσα με γαλάζιες και κίτρινες κλωστές μα το κορμί της σκέπαζε μαύρο καπούδι.[1]  Της χτύπησε το τζάμι με το ράμφος και εκείνη σήκωσε τα μάτια καταπάνω του. Άστραφταν και είχαν γάζες βροχής επάνω τους. Ο κοστουμάτος τρόμαξε αλλά δεν έκανε πίσω.

Διαβάστε επίσης  Η μάγισσα Πορτό της Νένας Γεωργιάδου

Ξαναχτύπησε, τοκ-τοκ κι έγειρε το κεφάλι του στο πλάι, να ρωτήσει, να προκαλέσει.

Άνοιξε το στόμα και το μαυρισμένο της πρόσωπο φωτίστηκε από μεγάλα άσπρα δόντια:

Advertising

-Τι θες;

Ξεροκατάπιε ο κοστουμάκιας. Τοκ –τοκ.

Σηκώθηκε από τη θέση της, σηκώθηκε και μεγάλωσε, ένας τσαμπουκάς που έπιανε όλο το παράθυρο.

-Τι θέλεις;

Advertising

Ένα βήμα πίσω ο κομψούλης που πάλευε να τιθασεύσει τον έξω σφιγκτήρα του προκειμένου να συνεχίσει να είναι κομψός.

Η κυρά συνέχιζε να μεγαλώνει και το ταβάνι έγινε χαμηλό. Γυαλιά πετάχτηκαν στο δρόμο καθώς το τζάμι έσπασε πάνω σε κεντητά λουλούδια και τα τούβλα κι οι σοβάδες του μαγαζιού τινάχτηκαν σαν κουμπιά πουκάμισου που τα σπρώχνει μια θεόρατη κοιλιά. Βγήκε έξω.

Ο καλόγερος έτρεχε και πετούσε με την ψυχή στο στόμα, χαμηλά, πολύ χαμηλά, ίσα που έφτανε τα κλαδιά των δέντρων. Ολόκληρη η τακτική του βασιζόταν σε ελιγμούς για να ξεφύγει απ’ την οργή, μιας και το ύψος το έτρωγε αυτή με το μέγεθός της. Άμα την ξυπνήσεις, τρέξε πουλάκι να κρυφτείς του φώναζαν οι συνάδελφοι κι αυτός παρακαλούσε την αμάρα[2] του να κρατηθεί, να μην τον ντροπιάσει.

-Τί θέλεις; Φωνή και θέριευε, πέρασε τις στέγες των σπιτιών και ταρακουνούσε τα πλακόστρωτα σα στεριανό σαλάχι. Άπλωνε χέρια να τον πιάσει κι αυτός, λαχανιασμένος, έφευγε μπροστά, μια ανάσα, λίγο ακόμα.

Advertising

Όπου περνούσε τσακιζόταν η άσφαλτος και ξεφύτρωναν χορτάρια, σεισμός διαπερνούσε τις κατασκευές των ανθρώπων και ράγιζαν. Οι πούλιες που στολίζανε το γιλέκο της άστραφταν και βροντούσαν με πολλά χρώματα και τα δέντρα έσκαγαν τα φύλλα τους μπροστά της με εκκωφαντικό θόρυβο. Είχε γίνει μεγαλύτερη από την πόλη και πάλι τεντωνόταν και όλο άπλωνε τα χέρια της να τον πιάσει.

Διαβάστε επίσης  Το βαλιτσάκι της Πόπης Δαμιανίδου

-ΤΙ ΘΕΛΕΙΣ; Βροντούσε η φωνή της και τον ζάλιζε.

Με όσο θάρρος του είχε απομείνει έστριψε το κορμί του και σταμάτησε μια στιγμή στον αέρα με τα φτερά απλωμένα. Μια μόνο στιγμή την κοίταξε καταπρόσωπο κι έγειρε το κεφάλι στα πλάγια, όπως τότε που έπαιζε τοκ-τοκ. Εκείνη τον άρπαξε μέσα στα δάχτυλά της προτού καταρρεύσει.

-Τίποτα, της είπε στέλνοντας μια κουτσουλιά να ζεστάνει το διαλυμένο οδόστρωμα. Την κομψοσύνη μη την κλαις…

Advertising

-ΤΙΠΟΤΑ; Χαμογέλασε.

Το πουλάκι ένοιωσε ένα κύμα ζέστης στη ράχη του. Δεν τόλμησε όμως να γυρίσει το κεφάλι και να κοιτάξει πίσω. Παραήταν κότα για να καταστρέψει τη στιγμή.

Οι ντούμπλες[3] που φορούσε στο λαιμό της στραφτάλισαν από τον ξαφνικό ήλιο. Ο ουρανός είχε ανοίξει.

-Να φανερωθείς, ομολόγησε και βρέθηκε ελεύθερος στον αέρα. Το γέλιο της αντηχούσε ολόγυρά του καθώς πετούσε.

Advertising

Η επόμενη μέρα βρήκε τον κομψούλη πάνω σε μια παλιά κληματαριά ν’ ανακατεύει τα κλαδιά με το ράμφος του. Ήταν και πάλι κεφάτος, ένας καινούριος κόσμος ανακαλύψεων και δυνατών συγκινήσεων απλώνονταν μπροστά του. Ούτε που έδωσε σημασία στην κλαψιάρα που προσγειώθηκε για λίγο δίπλα του γκρινιάζοντας «συναγερμός, βροχή, μπουμπουνητό, τρέξτε να καλυφθείτε». Δεν πτοήθηκε καν από το μαύρο σύννεφο που έσβησε το φως. Τις σταγόνες που άρχισαν να πέφτουν πάνω του τις υποδέχτηκε σαν παλιές φιλενάδες, λίγο βαρετές βέβαια αλλά αγαπημένες. Όσο για το κουστούμι, ε, τι να κάνουμε, θα βρέχεται και θα στεγνώνει, για τα ρούχα θα στεναχωριόμαστε τώρα; Κομμάτια να γίνει…

Αυτή να είναι εδώ!

[1] Καπούδι: αμάνικο λεπτό μαύρο ρούχο που φοριέται πάνω από το «πκάμισο» στην παραδοσιακή θρακιώτικη φορεσιά των γυναικών.

[2] Αμάρα: η κοινή έξοδος για το πεπτικό, το ουροποιητικό και το αναπαραγωγικό σύστημα στα αμφίβια, ερπετά και πτηνά.

Advertising

[3] Ντούμπλες: φλουριά.

Αρθρα απο την ιδια κατηγορια

Η αναπτυξιακή δυσλεξία και το κριτήριο του IQ

Η γλώσσα και η επικοινωνία αναγνωρίζονται ως βασικές δεξιότητες στην

Παράγοντες κινδύνου και προστατευτικοί παράγοντες των αναγνωστικών διαταραχών

Το παρόν άρθρο, με τίτλο Παράγοντες κινδύνου και προστατευτικοί