“Ο εφιάλτης” του Οδυσσέα Νασιόπουλου

Ο εφιάλτης

ταν μια πλ σημεριν μέρα, στάθηκε στν πλατεία και τους κοιτοσε τους διαβάτες, νας κάποιος, πλός σαν λους τους λλους, ξεχώριστος. Νέος γέρος δεν χει σημασία, φερμένος χι π πρώτερο ρχαίο χρόνο, λλωστε τι λλαξε μόνο τ ρούχα, τ κτίρια. Και ο ξουσίες πάντα τυρρανιές μα κι ο προδοσίες, λίγοι κ τν στέρων πως πάντοτε ο ληθινοί. Στον ατ τόπο, λλην πολίτης φιλόσοφος, ποιητής, τεχνίτης τν χεριν, τν λόγων.  Κι εδε, σαν πς το νιωθε, πς τούτη ποχ κουβαλ λες τις λήθειες τν αώνων τ’ νθρώπου και τις ξεβγάζει λες μαζί σε κοιν θέα. Κι ποιος ξέρει κι ληθινός λογιέται, καθάρη τν σκέψη χει κα διακρίνει μεσ’ την πολύ μς πλάνη τν τρομερή μς λήθειας. Κι εδε, τους γέρους ν παλεύουν, ρθια πτώματα, στην ορ τς πόγνωσης στην τράπεζα για να λειψ ξεροκόματο, για μι σύνταξη πείνας. Τους μυριάδες νέους, μεσήλικες νηστικοί δοιπόροι σ’ λλότριους δρόμους, ν στήνονται λημερίς μπρός π ψυχρές θόνες τν ψευδαίσθηση ετυχία, τν πλάνη εκόνα το κόσμου, ζωνταμο νεκροί, διάφοροι διαβαίνουν νώ βία περισεύει δίπλα τους. Ν ρωτον τις κολόνες μέχρι πο φτάνει κούραση τους, για ν φτάσουν πιτέλους στν τόπο τς θέλητης πομονς τους.

Κι εδε, τον ρχαίο χθρό στις φημερίδες τς προπαγάνδας ν κάνει βόλτες στις προαίώνιες θάλασσες μας, κι μες χαρούμενοι ατόχειρες, ν σφυρίζουμε τν σκοπ το μεθυσμένου τραγουδιο. νώ ο πρόδοτες κάθε ποχς μς δίνουν τον δεύτε τελυταίο σπασμό. Τον ρχαίο χθρό τ’ νθρώπου, παράμερα να τρίβει τ χέρια του στο πλάνο κόσμο του, κι  να κπληρώνει κατ γράμματα τ χιλοετεί σχέδια του, ξολοθρεμό μας. Ν μς ροκανίζει λίγο λίγο την ζωή, μέχρι ν μς ρπάξει μ μις τον σκόπο του την ψυχή μας, σφραγισμένοι δούλοι, σ γκρίζες πολιτείες. ν σω μολύνουν θάλασσα κι ορανό τς ποχαύνωσης τ δηλητήριο, ν μη ξεχωρίζεις πια πο νδρας κι που γυναίκα. ν συνεχεί βομβαρδισμό ψεύτικα λόγια, κι νοθευμένη σκέψη βία και θάνατο. Κι λιος ν στέκει παράμερα, ν κλαίει. Την φωτιά ν’ νάβει σ’ λα τ μήκη κα πλάτη τς γς. Ν θέλουν ν κρυφτον ο μέρες λλο ν μη βλέπουν. Και ταν τότε πο σήκωσες τ χέρια ψηλά κι επες μ στεντόρια φωνή «Θεέ μου, Χριστέ μου, το λέος σου. Σώσον μς». Κάποιο χέρι παιδικό, σ ταρακούνησε, σ ξύπνησε μ μις, κε στν πλατεία που παίζαν κα γελούσαν παιδιά. νειρο ταν, φιάλτης τόσο μα τόσο ληθινός. Επε, κι ξεκίνησε για το σπίτι του.

 

Advertising

Advertisements
Ad 14

Οδυσσέας Νασιόπουλος

 

 

Περισσότερα από τη στήλη: Διαγωνισμός Διηγήματος

Διαγωνισμός Διηγήματος

Οι νικητές του διαγωνισμού

Οι «κάλπες» έκλεισαν και το κοινό ψήφησε! Ο διαγωνισμός διηγήματος του MAXMAG και των Εκδόσεων…

Διαγωνισμός Διηγήματος

Ψηφοφορία: Διάλεξε το αγαπημένο σου διήγημα

Ένας μήνας για να γράψεις το διήγημα. Είναι αρκετό όμως; Θα σε φτάσει; Και το…

Διαγωνισμός Διηγήματος

“ΤΟ ΦΙΛΤΡΟ ΤΗΣ ΕΛΠΙΔΑΣ” της ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΜΕΤΑΞΙΩΤΗ

Στρίβοντας στην γωνιά του δρόμου, το θέαμα με παραξένευσε. Είδα παντού μικροπωλητές  να διαλαλούν την…

Διαγωνισμός Διηγήματος

Κι όμως μπορεί! της Ε.Χ.

Στα καταγάλανα νερά της θάλασσας έχτισα ολόκληρη τη ζωή μου. Δεν είμαι απ’ τους ανθρώπους…

Διαγωνισμός Διηγήματος

“Το αντίο” της Σοφίας Σαμιωτάκη

Ήξερα ότι εκείνη η Κυριακή θα ήταν δύσκολη. Δεν μου αρέσουν τα ‘αντίο’. Άνοιξα τα…

Διαγωνισμός Διηγήματος

“Μικρές Κυκλάδες” του Θανάση Τσιλιγγούδη

Παντού πόρτες. Ξύλινες ή σιδερένιες, σκουριασμένα απομεινάρια μιας εποχής που πέρασε και χάθηκε για πάντα…

Διαγωνισμός Διηγήματος

“Δεν το ‘κανα εγώ” του Θανάση Τσιλιγγούδη

Ο Ηλίας ήταν ένα χρόνο μικρότερός μου, πήγαινε βλέπεις στην Πέμπτη τάξη και μάλιστα σε…