Μια φορά και έναν καιρό σε ένα μέρος, σαν αυτό, που ζω εγώ κι εσείς, ζούσε ένα κοριτσάκι, η Καλλιόπη μαζί με τη μαμά της, τον μπαμπά της και τον αδερφό της… Όμως, για σταθείτε! Η Καλλιόπη θέλει να σας πει μόνη της την ιστορία της…
Εγώ είμαι η Καλλιόπη. Σήμερα θα πάμε επίσκεψη στη γιαγιά μας, την Καλλιόπη. Έχουμε το ίδιο όνομα. Μένει σε ένα σπίτι πολύ πιο μακριά από το δικό μας. Εκεί μεγάλωσε η μαμά μου. Μας το έχει πει αυτό τόσες πολλές φορές, που εγώ και ο αδερφός μου έχουμε βαρεθεί να την ακούμε.
- Παιδιά ελάτε στο αυτοκίνητο φεύγουμε. Η γιαγιά μας περιμένει. Έχουμε δρόμο μπροστά μας.
Έκατσα πίσω και δίπλα μου έβαλα την κούκλα μου, τη Ντέπυ. Αποφάσισα ότι έπρεπε και αυτή να έρθει εκδρομή μαζί μας, μιας και τόσο καιρό, επειδή έβρεχε, ούτε μια βόλτα δεν την πήγα! Ο Γιάννης γκρίνιαζε ότι έτσι δεν χωράει να κάτσει. Μα χωράει…δεν είναι δα και τόσο χοντρός. Εγώ του είπα να κάτσει δίπλα στη Ντέπυ και να σταματήσει να φωνάζει.
- Ησυχία! Καλλιόπη κάνε την κούκλα σου στην άκρη και άσε να κάτσει ο αδερφός σου.
- Μα μαμά…
- Είπα κάτι!
Εγώ θύμωσα εκείνη τη στιγμή! Το ίδιο και η Ντέπυ, που αναγκάστηκε να κάτσει αγκαλιά μου. Η μαμά όλο τον αδερφό μου υποστηρίζει. Ξέρω γιατί…Νομίζω φταίει που έσπασα πέρσι εκείνο το βάζο, που είχε πάνω στο τραπέζι. Ήταν αντίκα είχε πει. Αντίκα; Ε και; Μάλλον και το βάζο θα είχε όνομα, όπως η Ντέπυ. Αλλά αφού τη μαμά δεν τη νοιάζει πού θα κάτσει η Ντέπυ, έτσι δε με νοιάζει και εμένα, που είχα σπάσει την αντίκα της.
Φτάσαμε στη γιαγιά. Εκείνη έτρεξε να μας αγκαλιάσει. Εμένα που είμαι πιο μικρή μπορούσε να με σηκώσει, τον Γιάννη όχι. Έτσι, εμένα με σήκωσε στον αέρα. Έλα, όμως, που έτσι όπως με σήκωσε, δεν είδε τη Ντέπυ και τσουπ! εκείνη γλίστρησε από το χέρι μου και έπεσε κάτω.
«Γιαγιά κοίτα τι έκανες!» είπα και έβαλα τα κλάματα. Ευτυχώς δεν έπαθε τίποτα παρά μόνο μια γρατσουνιά στο χεράκι της. Βέβαια, πρέπει να πόνεσε πολύ η καημένη…
Όμως, η γιαγιά αντί να ζητήσει συγγνώμη στη Ντέπυ, αγκάλιασε τον Γιάννη και του είπε: «Πως μεγάλωσες έτσι εσύ; Δυο μέτρα άνδρας έγινες!».
Δυο μέτρα άνδρας; Έ όχι και έτσι. Παιδί είναι και αυτός, όπως και εγώ. Μόνο που αυτός με περνάει 4 χρόνια. Εγώ είμαι 5 και αυτός 9.
Αχ η γιαγιά μάλλον δε ξέρει να ξεχωρίζει τα παιδιά από τους άνδρες… Μπορεί να φταίει που γερνάει. Έτσι έλεγε ο μπαμπάς στη μαμά χτες και η μαμά είπε πως πρέπει να την πάει στον γιατρό, αφού ζει μόνη της. Άρα η μαμά θα την πάει σε έναν γιατρό, που βοηθάει τους ανθρώπους να μη ξεχνάνε…καλά κατάλαβα.
Κάτσαμε στο τραπέζι. Η γιαγιά είχε μαγειρέψει πολλά φαγητά και παστίτσιο, το αγαπημένο μου! Στο τραπέζι είχαμε κάτσει μόνο εγώ, ο Γιάννης, η μαμά και η γιαγιά. Θα καθόταν και ο μπαμπάς, αλλά αυτή τη φορά δούλευε. Δουλεύει στο λιμάνι. Φοράει στολή…αλλά δεν είναι καπετάνιος σε καράβι. Λιμενικός λέει είναι. Δεν έχω καταλάβει τι κάνει ακριβώς, όμως, νομίζω πως είναι διευθυντής στο λιμάνι, δηλαδή, στο λιμάνι γίνεται ό,τι πει αυτός. Όπως, για παράδειγμα, ο διευθυντής στο σχολείο. Έχω ακούσει από τον αδερφό μου ότι στο δημοτικό, που πάει αυτός, κάνει κουμάντο ένας καραφλός διευθυντής και όλοι πρέπει να τον ακούνε. Άρα κάτι τέτοιο θα είναι και ο μπαμπάς μου. Σήμερα τον είχαν καλέσει από τη δουλειά και έτσι πήγαμε οι 3 μας στη γιαγιά.
Εγώ περίμενα πως στη θέση του μπαμπά θα κάτσει η Ντέπυ. Αλλά η γιαγιά δεν ήξερε πως θα τη φέρω μαζί μου και έτσι δεν είχε στρώσει και για πέμπτο άτομο. Εντάξει! Δεν ήθελα να κουράσω τη γιαγιά, που είναι και άρρωστη και πρέπει να πάει στον γιατρό, γι’ αυτό δεν είπα τίποτα. Θα τάιζα τη Ντέπυ μετά μόνη μου. Τρελαίνεται και αυτή για παστίτσιο, όπως και εγώ.
Όταν τελειώσαμε το φαγητό, βγήκαμε στην αυλή. Ο Γιάννης έκανε ποδήλατο και εγώ καθόμουν και διάβαζα ένα βιβλίο στη Ντέπυ για να της μάθω τους αριθμούς. Έμαθε ως το 5. Εγώ ξέρω ως το 20, αλλά δεν ήθελα να την κουράσω. Η κυρία Αντιγόνη στο σχολείο δε μας κουράζει ποτέ και όλο λέει «Φτάνουν αυτά για σήμερα. Επειδή βλέπω πως κουραστήκατε, θα κάνουμε τα υπόλοιπα αύριο.». Άρα, και η Ντέπυ θα μάθει τα υπόλοιπα αύριο.
Η μαμά και η γιαγιά με κοίταζαν που διάβαζα στην Ντέπυ και χαμογελούσαν. Η γιαγιά έλεγε στη μαμά:
- Το κορίτσι μας κάνει πως διαβάζει! Αχ θα τρελαθώ, κοίτα την!
Και η μαμά γελούσε.
Η γιαγιά θα τρελαθεί; Ωχ! τι έκανα; Θα τρελαθεί και θα πρέπει να πάει και σε άλλον γιατρό; Δε μας έφτανε ο ένας…!
Έτσι, αποφάσισα να πω στη μαμά να την πάει γρήγορα στο γιατρό για να μην προλάβει να τρελαθεί.
- Μαμά πρέπει να πας τη γιαγιά στον γιατρό γρήγορα!
- Γιατί αγάπη μου;
- Μα γιατί ξεχνάει. Είπε τον Γιάννη άνδρα, ενώ είναι παιδί, μαμά! Και την άκουσα που είπε πως θα τρελαθεί!
Η μαμά άρχισε να γελάει και δε μπορούσε να σταματήσει. Εγώ σταύρωσα τα χέρια μου και την κοίταζα νευριασμένα.
- Καλλιόπη μου, η γιαγιά δεν έχει τίποτα. Τι είναι αυτά που λες; Στον γιατρό θα πάμε για μια επίσκεψη ρουτίνας.
Εγώ της είπα πως δεν την πιστεύω και έβαλα τα κλάματα. Και αφού έκλαιγα εγώ, έκλαιγε και η Ντέπυ δίπλα μου.
Ήρθε η γιαγιά και με πήρε αγκαλιά.
- Μην κλαις μικρή μου. Τίποτα δεν έχω. Θα πάμε στον γιατρό με τη μαμά σου για να μου γράψει τα χάπια μου.
Η μαμά ακόμα γελούσε.
Χμμμ… επίσκεψη ρουτίνας. Ρουτίνας; Τι να’ ναι αυτό; Ίσως κάποιο φάρμακο για τη γιαγιά. Ναι αυτό θα είναι! Το είπε και μόνη της πως παίρνει χάπια. Εγώ ξέρω πως χάπια παίρνουν οι άρρωστοι. Τουλάχιστον το ότι η γιαγιά ξεχνάει και τρελαίνεται μπορεί να της περάσει με τα χάπια. Πάλι καλά.
Ήρθε η ώρα να φύγουμε. Πριν μπούμε στο αυτοκίνητο, η γιαγιά μας αγκάλιασε και μας έδωσε και από μια σοκολάτα στον καθένα. Σε μένα και στον Γιάννη, δηλαδή. Η μαμά δεν τρώει γλυκά, αφού είναι μεγάλη. Αν και εγώ ξέρω από τον μπαμπά πως και οι μεγάλοι τρώνε γλυκά και μάλιστα πολλά. Η μαμά είπε κάτι στη γιαγιά- δεν άκουσα τι-, τη φίλησε και μπήκε στη θέση του οδηγού. Είχα μπει και εγώ και ο αδερφός μου και η Ντέπυ μέσα στο αυτοκίνητο.
- Βάλτε τις ζώνες σας παιδιά.
Εγώ σκεφτόμουν ότι η γιαγιά θα μείνει μόνη της και ότι δε θα έχει κάποιον να την προσέχει. Ξαφνικά μου ήρθε μια πολύ καλή ιδέα!
- Μαμά ξέχασα κάτι…!
- Αχ βρε Καλλιόπη! Κατέβα να το πάρεις γρήγορα, για να φύγουμε.
Πήρα τη Ντέπυ, κατέβηκα από το αυτοκίνητο και πλησίασα τη γιαγιά, που ακόμα ήταν έξω και μας χαιρετούσε.
- Τι έγινε Καλλιόπη μου; Ξέχασες κάτι;
Έδωσα ένα φιλί στη Ντέπυ, άπλωσα το χέρι μου και την έδωσα στη γιαγιά.
«Την αφήνω εδώ για να σε προσέχει.», της είπα.
Η γιαγιά χαμογέλασε, αν και μου φάνηκε ότι ήταν έτοιμη να κλάψει.
- Θα τη δω όταν ξανάρθουμε! Όμως, γιαγιά αύριο μη ξεχάσεις να της μάθεις ως το 10! Γιατί σήμερα έμαθε ως το 5 και κουράστηκε!
- Να είσαι ήσυχη παιδί μου!
Τις χαιρέτησα και τις 2 και έτρεξα στο αυτοκίνητο. Τώρα ο Γιάννης δε θα λέει ότι δε χωράει στο κάθισμα και, αφού η μαμά δεν ανησυχεί τόσο για τη γιαγιά, άφησα την Ντέπυ να την προσέχει! Η Ντέπυ από εδώ και πέρα θα φροντίζει τη γιαγιά, όπως εγώ αυτήν!
Εδώ, λοιπόν, τελειώνει η ιστορία της Καλλιόπης και της Ντέπυς. Η Καλλιόπη γύρισε στο σπίτι της και έπαιζε με τα καινούρια της παιχνίδια, όσο η Ντέπυ κρατούσε συντροφιά στην αγαπημένη της γιαγιά. Όμως, αν και είχε τόσα μα τόσα παιχνίδια, πάντα είχε στο μυαλό της την Ντέπυ, που της είχε αναθέσει αυτή τη τόσο σημαντική και ξεχωριστή «αποστολή». Και ποιος ξέρει; Ίσως και η Ντέπυ να είχε πάντα στο μυαλό της τη μικρή Καλλιόπη…