Μια μπάλα φωτιάς της Demmynell

Ήταν βράδυ και όλο το χωριό ήταν συγκεντρωμένο στο ετήσιο πανηγύρι. Μικροί, μεγάλοι διασκέδαζαν τραγουδώντας και χορεύοντας με τόση ζωντάνια και χαρά, σαν να είχαν ξεχάσει κάθε πρόβλημα που επικρατούσε στον πλανήτη. Τα πάντα θύμιζαν όμορφη μέρα καλοκαιριού και ας ήταν Δεκέμβρης. Στον περίγυρο η νύχτα δε φωτιζόταν μόνο από το φεγγάρι αλλά και από τα πολλά ιδιαίτερα πολύχρωμα φωτάκια που στόλιζαν την περιοχή. Βέβαια, τη μεγαλύτερη λάμψη την πρoσέφεραν τα θερμά χαμόγελα των ανθρώπων, καλοσχηματισμένα στα κρύα τους πρόσωπα. Η ατμόσφαιρα που είχε αναπτυχθεί ήταν ιδιαίτερα ζεστή. Η  γιορτή διέθετε από όλα τα «καλούδια» και όλοι συμπεριφέρονταν σαν να ήταν μέλη μιας μεγάλης οικογενείας.

«Μα πώς γίνεται να είναι όλα τόσα όμορφα;»

Αυτό σκέφτηκαν μερικοί και μερικές αμφιβολίες χώθηκαν στο κεφάλι τους. Λίγα δευτερόλεπτα χρειάστηκαν για να ξεχαστούν και να συνεχίσουν το γλέντι! Η ώρα κυλούσε και όλοι πια κουρασμένοι κάθησαν συζητώντας για κοσμοθεωρητικά ερωτήματα.

Όλα όμως -σιγά σιγά- άλλαζαν. Τα αναμμένα κεριά στο μεγάλο τραπέζι είχαν αρχίσει να σβήνουν ένα-ένα και ο καιρός γινόταν όλο και πιο κρύος. Ένα απότομο αεράκι και ένα ρεύμα παγωνιάς κυβερνούσε τα κορμιά των ανθρώπων. Μόνο τα παιδιά ήταν ακόμα όρθια. Έτρεχαν και φώναζαν δίνοντας  ακόμα ζωή στη γιορτή.

Advertising

Advertisements
Ad 14

Ξαφνικά όμως, ένα ξανθό αγοράκι με δύο μικρά αθώα ματάκια σκόνταψε και έριξε στο έδαφος το τελευταίο κερί που έλαμπε. Κανείς δεν το κατάλαβε.., μα η μικρή φλόγα έτρεχε πάνω στο πράσινο γρασίδι και έφτασε μέχρι το ψηλό δέντρο που βρισκόταν δίπλα στο τραπέζι. Η φλόγα έγινε φωτιά και η φωτιά πυρκαγιά. Οι χωρικοί πανικοβλήθηκαν καθώς είδαν την πρώτη σπίθα να αναπηδά στις φυλλωσιές των δέντρων. Τεράστια σύγχυση και θλίψη σκέπασε τις ψυχές των ανθρώπων. Όλοι σηκώθηκαν και κατευθύνθηκαν  στο ποτάμι με κουβάδες έχοντας ως σκοπό  να σβήσουν τον πανικό. Προσπαθούσαν μέχρι το πρωί μα τίποτα δεν άλλαζε. Κάτι περίεργο συνέβη καθώς η φωτιά έγινε μια μπάλα και τινάχτηκε στα χάη του σύμπαντος. Έκαιγε, αφού γεννήθηκε από μια πελώρια φωτιά και φώτιζε από ‘κει ψηλά σαν ένας μικρός ήλιος. Το χωριό καθησυχάστηκε για λίγες μέρες αλλά τα προβλήματα που δημιουργούνταν ήταν πολλά και αφόρητα. Υπερβολική ζέστη και ξηρασία χαρακτήριζαν πλέον την περιοχή. Προσπαθούσαν να μάθουν πώς ακριβώς έγινε όλο αυτό, μα τίποτα δεν έβγαζε νόημα …

Διαβάστε επίσης  Η Αρέλια και το καινούργιο μωρό της Διαμαντία Αρβανίτη

-Μάγια!- έλεγαν μερικοί.

Από την άλλη πλευρά ο ήλιος πρόσεχε την μικρή μπάλα φωτιάς ,που τόσο του έμοιαζε, σαν να ήταν κάτι τόσο δικό του. Μίλαγαν μέχρι να έρθει η βάρδια του φεγγαριού και από τα χαράματα ήταν ξανά μαζί, κάθε μέρα ξανά και ξανά, σαν την πιο όμορφη ρουτίνα. Ο ήλιος αγάπησε τη φωτιά και η φωτιά αγάπησε τον ήλιο, μα δυστυχώς αυτό αποτελούσε για τον κόσμο την απόλυτη καταστροφή. Πρώτη φορά ο ήλιος δεν ένιωθε μοναξιά, αλλά το χωριό έψαχνε ήδη λύση για την διάλυση της μπάλας που τους τυραννούσε.

Ο σοφότερος και ο πιο γέρος του χωριού ζούσε σε μια μικρή καλύβα, όχι επειδή δεν του άρεσαν τα χρήματα αλλά του άρεσε η φύση. Του άρεσε να παρατηρεί τη λάμψη των αστεριών, τα παιχνίδια των συννέφων, την αλλαγή των χρωμάτων κατά τα διάρκεια της ημέρας και οτιδήποτε άλλο σχετίζεται με τα φυσικά στοιχεία. Αυτός λοιπόν γνώριζε τα πάντα, μα δεν πολυμίλαγε. Όλο το χωριό βρισκόταν σε αμείλικτο αγώνα για να βρουν λύση  και ο γέρος, ως μοναδική εξαίρεση, έβλεπε τις μέρες πιο φωτεινές από ποτέ!

Advertising

Τα προβλήματα του χωριού όμως πολλαπλασιάζονταν και ο κόσμος απογοητευόταν με το πέρασμα του χρόνου. Τα παιδιά δεν έβγαιναν στις αυλές και στα στενά της γειτονιάς να παίξουν, ο καύσωνας τα αποδυνάμωνε και δεν άντεχαν πια τόση ζέστη. Ο χειμώνας είχε γίνει ένα θερμό ανυπόφορο καλοκαίρι και κανένα από τα φαινόμενα δεν ήταν φυσιολογικό.  Κανείς δεν ήξερε τί να κάνει εκτός από εκείνον τον περίεργο σοφό γεράκο. Περνούσε πολλές ώρες μόνος του και όλοι τον απέφευγαν έχοντας την πεποίθηση πως έχει δόσεις τρέλας. Ο Γεράσιμος ,όπως τον έλεγαν, μιλούσε σπάνια και ας παρατηρούσε καθετί  που γινόταν στο χωριό.

-Τι μυστήριος!-  έλεγαν όλοι.

Όλοι βέβαια ήξεραν πως έκρυβε πολλά μυστικά, μα κανένας δεν γνώριζε κάτι παραπάνω και ούτε ενδιαφέρθηκε ποτέ κανείς. Ο ηλικιωμένος πια άνδρας ποτέ δεν ήταν πραγματικά μόνος.. Είχε για συντροφιά τα ζώα, τα λουλούδια, το νερό της βροχής και όσα περιλαμβάνει η φύση. Δεν τα «έβρισκε» με τους ανθρώπους, γι΄ αυτό και έδωσε προτεραιότητα εκεί που ο ίδιος ήθελε και θεωρούσε σπίτι του. Με τις λίμνες, τους κύκνους και τα άγρια πουλιά συζητούσαν για το  πρόβλημα και δυστυχώς η λύση θα πονούσε πολύ τον ήλιο.. Την επόμενη μέρα λίγη ώρα πριν τη δύση ο Γεράσιμος γεμάτος θάρρος πέρασε από την γέφυρα του χωριού και έφτασε μέχρι τον γκρεμό. Γύρω υπήρχαν γκρίζα βράχια και δέντρα καταπράσινα, δίνοντας λίγη ζωή πριν το απότομο κενό. Έφτασε στην ακρούλα και φώναξε τον ήλιο.

Διαβάστε επίσης  Ο θρύλος του Άνακιν της Little Hope Flags

-Ήλιε μου, τί κάνεις, πώς περνάς;

Advertising

-Μικρέ μου φίλε, για πρώτη φορά νιώθω πως είναι να έχεις δίπλα σου κάποιον. Λάμπω περισσότερο από όσο συνήθως αλλά πώς να αντέξω τέτοια ευτυχία;

– Ήλιε μου.. καλέ μου ήλιε.. παραμυθένια και μαγικά ακούγονται όλα αυτά αλλά συμφορά ξέσπασε στην γη. Δεν τα ξέρεις; Όλα άλλαξαν και εμείς δυστυχώς δεν μπορούμε να αλλάξουμε την κατάσταση..

-Τί μου κρύβεις μικρό μου πλάσμα; Γιατί μου τα λες όλα αυτά; Μπορώ εγώ να σας εξυπηρετήσω κάπως;

-Συγνώμη ήλιε μου, μα μόνο εσύ μπορείς να βοηθήσεις.. οι άνθρωποι είχαν ως μοναδική σκέψη να κατασκευάσουν ένα ουράνιο τόξο, σαν σκάλα, να το διαβούν και να σβήσουν τη μπάλα της φωτιάς.

Advertising

-Θα την σκοτώσουν!!

– Έπρεπε να σου μεταδώσω το μήνυμα και αυτό έκανα. Η επιλογή είναι δική σου.. πριν δύσεις μίλα στην αγαπημένη σου και αναλογιστείτε.

Αυτά είπανε και πλήρης από μαύρη σκόνη απελπισίας έφυγαν.. Ο ήλιος έδυσε και ο γέρος έφτασε εξουθενωμένος σπίτι. Ξημέρωσε και το χωριό είχε ετοιμάσει τα πάντα. Θα έδιναν τέλος στο μαρτύριο που τους βρήκε τόσο ξαφνικά. Σε παιδιά, νέους και γέρους είχε ανατεθεί από μια εργασία ώστε τα πράγματα να πάρουν την γρηγορότερη ροή. Ο ήλιος κοίταζε από ψηλά και πήγε να μιλήσει στην μικρή του φωτιά.

-Θέλω να σου μιλήσω.. της είπε. Και ήταν τόσο λυπημένος που δεν έβρισκε λέξεις να χρησιμοποιήσει

Advertising

-Πάλι θες να δεις ποιος λάμπει πιο πολύ;; (είπε παιχνιδιάρικα και ο ήλιος χαμογέλασε)

– Οι άνθρωποι θα σε πάρουν από εμένα και … (τον διακόπτει και γεμάτη οργή λέει)

– Τί;; Εγώ εδώ ανήκω.. Τους προσφέρω φως και ζέστη.

Διαβάστε επίσης  Χαμένος χρόνος της Στελα Σάββα

-Ηρέμησε γλυκιά μου και απάντησέ μου.. Θες να γίνουμε ένα;

Advertising

-Να γίνουμε ένα;;

-Ναι, εσύ θα ‘σαι εγώ και εγώ εσύ.. στο ίδιο σώμα θα μοιραζόμαστε την λάμψη μας και τη ζεστασιά

Δεν πρόλαβαν να τελειώσουν και το ουράνιο τόξο φτιάχτηκε. Ο χρόνος ήταν ελάχιστος και η μπάλα είχε απορρίψει την πρόταση του ήλιου επειδή πίστευε πως θα γινόταν βάρος. Εν τω μεταξύ περισσότεροι από τους μισούς χωρικούς πήδαγαν στα σύννεφα για να φτάσουν και να ρίξουν την μπάλα στο γαλαζοπράσινο ποτάμι που βρισκόταν ακριβώς από κάτω. Μόνο ο Γεράσιμος ξέμεινε, έχοντας ως δικαιολογία την κόπωση που είχε εξασθενίσει το σώμα του. Ο ήλιος βλέποντας όλα όσα γίνονταν έχασε λίγη από την λάμψη του και η μπάλα τρόμαξε.

-ΜΗ!!!  Χάνομαι χωρίς εσένα, του είπε.

Advertising

Και τα ανθρώπινα πλάσματα την πλησίαζαν όλο και πιο πολύ. Ηλιαχτίδες τότε χορεύοντας έτρεξαν να βοηθήσουν τη μπάλα. Ασταμάτητους κύκλους έκαναν γύρω της, μέχρι που την έφεραν κοντά στον ήλιο. Πρώτη φορά τον πλησίασε τόσο κάποιος μα ένα κομμάτι του ακόμα δεν έλαμπε. Η μπάλα δεν το άντεχε αυτό και απαίτησε κραυγαλέα να την πάρει μια σφιχτή αγκαλιά….

-Σε αγαπώ, είπαν και οι δύο ταυτόχρονα για πρώτη φορά.

Οι άνθρωποι με μια τους κίνηση θα την έριχναν, μα τότε χώθηκε στην αγκαλιά του ήλιου. Εκείνος δυνάμωσε κατευθείαν  και τύφλωσε τους πάντες με το φως που δημιουργήθηκε. Όλα άλλαξαν απότομα. Ένας ήλιος πλέον,  όχι δύο.

Πού είναι η μπάλα αναρωτήθηκαν όλοι, κανείς δεν ήξερε. Όλα έγιναν τόσο γρήγορα και εκείνο το εκτυφλωτικό φως θάμπωσε το μυαλό του κόσμου και κανείς δεν θυμόταν τίποτα. Γύρισαν πίσω νομίζοντας πως τα κατάφεραν μα.. μόνο ο ήλιος ήξερε.. ο ήλιος  και ο Γεράσιμος. Το κενό του ήλιου γέμισε και έλαμπε για πάντα. Το είχε πει ο Γεράσιμος:

Advertising

«Ό,τι αγαπάμε ζει μέσα μας».

Όπως και η γλυκιά ξεχωριστή μπάλας της φωτιάς που έμεινε για πάντα στην καρδιά του ήλιου.

 

Υ.Γ: Κάποιοι άνθρωποι θα ζουν για πάντα μέσα μας όσο μακριά μας και αν βρίσκονται. Δεν ξεχνάμε, απλά προχωράμε. Να είσαι χαρούμενος να λάμπεις σαν ήλιος.

Αρθρα απο την ιδια κατηγορια

Προβλεπτικοί παράγοντες της ανάγνωσης και της ορθογραφίας

Το παρόν άρθρο, με τίτλο Προβλεπτικοί παράγοντες της ανάγνωσης και της

Προγεννητική έκθεση στον καπνό: Δυσμενείς επιπτώσεις στα παιδιά

Το παρόν άρθρο, με τίτλο Προγεννητική έκθεση στον καπνό: Δυσμενείς