Δεν μπορούσαν να φανταστούν ο Ευτύχης και η Ηλέκτρα τι θα ακολουθούσε όταν δέχτηκαν την πρόταση των γονιών τους να πάνε για πεζοπορία στα νορβηγικά δάση. Ο Ευτύχης έλεγε συνεχώς στην αδελφή του ‘Λες να δούμε τρολ;’ ενώ η Ηλέκτρα τού έλεγε πως λέει ανοησίες και πως είναι απλώς τοπικά παραμύθια. Οι γονείς τους, τους άκουσαν και κοίταξαν ο ένας τον άλλον. ‘Ηλέκτρα, δες, ένα τρολ.’, της είπε ξαφνικά γεμάτος ενθουσιασμό ο αδελφός της δείχνοντας ένα ξυλόγλυπτο. ‘Ευτύχη, ηρέμησε’ του απάντησε, ‘είναι ψεύτικο, απλά για τους τουρίστες’. Εκείνος απογοητεύτηκε. Εκεί όμως που πήγε να γυρίσει το βλέμμα του, ξαφνικά του φάνηκε πως είδε το τρολ να κουνιέται. Ξανακοίταξε. Ναι, όντως. Δεν ήταν ψευδαίσθηση. Μετακινήθηκε από την βάση του και άρχισε να προχωράει προς ένα μονοπάτι του πυκνού δάσους ενώ τού έκανε νόημα με το χέρι του να έρθει μαζί του. Ο Ευτύχης αφού το σκέφτηκε για μία στιγμή, αποφάσισε να μην πει στην Ηλέκτρα αυτό που συνέβη καθώς ήξερε πως δεν θα τον πίστευε. Οπότε, απομακρύνθηκε σταδιακά από τους υπόλοιπους και ακολούθησε το τρολ. Σκέφτηκε πως θα πάρει μόνο μία στιγμή και θα επιστρέψει έγκαιρα αφού ήθελε μόνο να δει την κατοικία του. Δεν ήθελε να χάσει την ευκαιρία να ανακαλύψει αυτό που συνέβαινε μπροστά στα μάτια του, κάτι που δεν είχε φανταστεί ούτε στα πιο τρελά του όνειρα. Εκεί όμως που άρχισε να διασχίζει το μονοπάτι που χάραζε το τρολ, η Ηλέκτρα τον είδε και τρομαγμένη έτρεξε για να τον προλάβει και να τον φέρει πίσω. Οι γονείς τους δεν παρατήρησαν τι συνέβαινε τριγύρω τους επειδή λίγα δευτερόλεπτα νωρίτερα έγινε ένα επείγον τηλεφώνημα από την δουλειά του μπαμπά τους. Η Ηλέκτρα τον ακολουθούσε τρέχοντας και όταν τον έφτασε του είπε βαριανασαίνοντας ‘Μην μου το ξανακάνεις αυτό. Τρόμαξα πάρα πολύ.’. ‘Συγγνώμη, αλλά ήθελα να ακολουθήσω το τρολ’, της απάντησε νιώθοντας άσχημα που την ανησύχησε. Ο Ευτύχης την είχε οδηγήσει μπροστά σε μία σπηλιά. ‘Το τρολ; Ποιο τρολ;’.’Αυτό που είδαμε πριν. Ζωντάνεψε και ήθελε να με οδηγήσει κάπου.’ ‘Ωχ, Ευτύχη. Η φαντασία σου δεν έχει όρια’ τού είπε η Ηλέκτρα αγανακτισμένη. ‘Έλα, πάμε στη μαμά και στον μπαμπά. Θα έχουν κατατρομάξει που δεν είμαστε μαζί τους’ τού είπε ενώ τον έπιανε από το χέρι και έκαναν μεταβολή για να γυρίσουν πίσω. ‘Φεύγετε κιόλας; Δεν ξέρετε πως είναι αγένεια να φεύγετε χωρίς να αποχαιρετήσετε;’ είπε ξαφνικά μία ανατριχιαστική φωνή. Ο Ευτύχης γύρισε αμέσως και μόλις είδε ποιος ή μάλλον τι ήταν ενθουσιάστηκε. Όντας εφτά χρονών δεν μπορούσε να πάει το μυαλό του στο χειρότερο. ‘Ηλέκτρα, δες. Το τρολ που σου έλεγα. Είδες που δεν με πίστευες;’. Η άγνωστη για εκείνη φωνή και τα λεγόμενα του αδελφού της ήταν υπεραρκετά για να την κάνουν να παγώσει από τον φόβο της. Μόλις βρήκε το θάρρος να κοιτάξει πίσω της, διέκρινε πράγματι αυτό που της έλεγε ο Ευτύχης. Ένα τρολ δύο μέτρων με μία μακριά σουβλερή μύτη, μυτερά αυτιά, ένα τεράστιο σατανικό χαμόγελο που πρόδιδε τα μυτερά κίτρινα δόντια του και τεράστια μάτια που είχαν στυλωθεί επάνω τους. Πήρε μία στιγμή στην Ηλέκτρα για να ξεπεράσει τον τρόμο ο οποίος την είχε καθηλώσει καθιστώντας την ανήμπορη να κουνηθεί, αλλά μόλις διαισθάνθηκε το χέρι του Ευτύχη να γλιστρά από το δικό της και τον είδε να προχωρά προς το μέρος του τρολ, τον άρπαξε και άρχισαν να τρέχουν. ‘Νομίζετε πως μπορείτε να μου ξεφύγετε;’ είπε το τρολ με μία αίσθηση σιγουριάς. ‘Αυτή είναι η δική μου περιοχή’. Τους άρπαξε με το τεράστιο χέρι του. ”Ασε μας να φύγουμε, άσε μας. Τί θέλεις;’ ‘Τί θέλω;’ είπε το τρολ με ένα σατανικό γέλιο ενώ κρατώντας τα δύο αδέλφια κατευθυνόταν προς την σπηλιά του. ‘Δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσο απίστευτα πεινάω. Έχει να περάσει άνθρωπος από αυτό το σημείο εδώ και μήνες. Μόλις μπήκαν στην σπηλιά τούς έδεσε σφιχτά για να μην ξεφύγουν. ‘Σε παρακαλούμε. Άφησέ μας. Σε τί φταίμε; φώναξε η Ηλέκτρα κλαίγοντας με λυγμούς. ‘Σε παρακαλούμε’. ‘Ωραία, λοιπόν’, αποκρίθηκε το τρολ. ‘Αφού θέλετε να ξέρετε θα σας πω. Θα πεθάνετε ούτως ή άλλως, οπότε ας πεθάνετε έστω ξέροντας τον λόγο. Είκοσι πέντε χρόνια πριν μία ομάδα προσκόπων περνούσε από την περιοχή. Ένα δεκάχρονο κοριτσάκι όμως ξεστράτισε. Την έφερα σε αυτό ακριβώς το σημείο. Σαν και εσάς. Με παρακαλούσε να την αφήσω να φύγει. Κάθε φορά η ίδια ιστορία. Εκεί που ετοιμαζόμουν να την φάω μού λέει, θα κάνω ό,τι θέλεις. Αρχικά δεν έδωσα μεγάλη σημασία αφού όλα τα παιδιά
το ίδιο λένε. Μετά όμως το σκέφτηκα. Βλέπετε, εδώ είναι μία περιοχή απομονωμένη και άγνωστη στους περισσότερους. Είμαι τυχερός αν φάω μία φορά τον χρόνο, στην καλύτερη δύο. Οπότε κάναμε μία συμφωνία. Της πρότεινα να ανταλλάξει την δική της ζωή με εκείνη των μελλοντικών παιδιών της. Μπορεί εκείνη την στιγμή να άφηνα την μοναδική τροφή που είχα διαθέσιμη, αλλά θα είχα εξασφαλισμένη περισσότερη έστω και μερικά χρόνια αργότερα.’ Η Ηλέκτρα έτρεμε για το τι θα ακούσει στη συνέχεια. Ήταν σίγουρη για την απάντηση αλλά έπρεπε να ρωτήσει. ‘Είμαστε εμείς τα παιδιά; Έτσι δεν είναι;’ ‘Ακριβώς’ απάντησε το τρολ. ‘Και τώρα είναι η ώρα να εισπράξω την οφειλή της μητέρας σας. Να πω την αλήθεια, ήλπιζα πως θα είστε περισσότερα. Πριν την αφήσω να φύγει της είχα πει να κάνει όσα περισσότερα παιδιά γίνεται. Αλλά, δεν βαριέσαι. Και δύο καλύτερα από ένα. Άξιζε τον κόπο.’ Ενώ το τρολ μιλούσε, ο Ευτύχης έσπρωξε με το πόδι του ένα μαχαίρι, που υπήρχε στο πάτωμα, προς το μέρος της αδελφής του. Εκείνη το έπιασε και μέχρι να τελειώσει τον μονόλογό του, είχε ήδη κόψει τα σχοινιά που τους κρατούσαν. ‘Άκου’ ψιθύρισε η Ηλέκτρα στον Ευτύχη. ‘Μόλις σου πω θα τρέξεις όσο πιο γρήγορα μπορείς. Θα είμαι ακριβώς από πίσω σου’. ‘Μα θα μας πιάσει πάλι’ αποκρίθηκε διστακτικά ο Ευτύχης. ‘Δεν ξέρω τι θα γίνει. Και εγώ φοβάμαι. Αλλά είναι η μόνη μας ευκαιρία. Με εμπιστεύεσαι;’ Ο Ευτύχης έγνεψε καταφατικά. Ενώ το τρολ μιλούσε ακατάπαυστα κοιτώντας σε αντίθετη κατεύθυνση, τα δύο αδέλφια βρήκαν την ευκαιρία. ‘Τώρα’ είπε η Ηλέκτρα και άρχισαν να τρέχουν τόσο γρήγορα όσο δεν έχουν ξανατρέξει ποτέ. Ενώ είχαν απομακρυνθεί από την σπηλιά, ο Ευτύχης γυρνάει στιγμιαία το κεφάλι του να βεβαιωθεί πως η αδελφή του βρίσκεται ακόμα πίσω του. Τρομάζει όμως βλέποντας πως το εξαγριωμένο πια τρολ κάνοντας τεράστια βήματα προς το μέρος τους, την έχει σχεδόν φτάσει. ‘Ηλέκτρα, πρόσεχε’ της φωνάζει. Μια ηλιαχτίδα σχίζει τις πυκνές φυλλωσιές του δάσους και αγγίζει το τρολ. Εκείνο πετρώνει στιγμιαία. Η Ηλέκτρα κοιτάει τρομαγμένη πίσω της και βλέπει το τρολ πετρωμένο με το τεράστιο χέρι του να βρίσκεται μόλις ένα εκατοστό πριν την ακουμπήσει. ‘Μα φυσικά’ φωνάζει ο Ευτύχης. ‘Τα τρολ πετρώνουν μόλις βρεθούν στον ήλιο.’ Η Ηλέκτρα έτρεξε προς το μέρος του αδελφού της και τον αγκάλιασε σφιχτά λέγοντάς του ‘τελείωσε πια,’. ‘Συγγνώμη, δεν θα ξαναφύγω έτσι’ της είπε. ‘Δεν πειράζει Ευτύχη. Το μόνο που μετράει είναι ότι είμαστε καλά.’ ‘Και με την μαμά και τον μπαμπά τί θα κάνουμε;’ Πριν προλάβει να ολοκληρώσει την πρότασή του, είδαν τους γονείς τους να εμφανίζονται ανάμεσα από τα δέντρα. ‘Παιδιά, είστε καλά!’ ξεκίνησε ο πατέρας και πλησίασε για να τα αγκαλιάσει αλλά εκείνα έκαναν πίσω. ‘Το τρολ…’ συνέχισε η μητέρα με δέος κοιτώντας το άψυχο πλάσμα. ‘Ήξερα για τον θρύλο αλλά δεν ήμουν σίγουρη ότι καταπολεμείται έτσι. Ξέρετε τον λόγο που συνέβη αυτό, έτσι;’ Τα παιδιά έγνεψαν καταφατικά με δάκρυα στα μάτια τους. ‘Πριν ξεκινήσετε, ζητάμε και οι δύο συγγνώμη. Αλλά δεν είναι όπως φαίνεται. Το τρολ με είχε προειδοποιήσει πως αν δεν τηρήσω την υπόσχεσή μου θα με βρει και θα σκοτώσει όλη την οικογένειά μου. Δεν ήμουν σίγουρη αν μπορούσε όντως να αφήσει την περιοχή του, αλλά δεν μπορούσα να το ρισκάρω. Είχαμε σχεδιάσει να σας φέρουμε στο δάσος και μόλις εμφανιστεί να του ζητήσουμε να πάρει εμάς αντί για εσάς. Δεν ξέραμε εάν θα πετύχαινε, αλλά δεν είχαμε και άλλη επιλογή. Όμως όλα έγιναν τόσο γρήγορα’ έλεγε η μητέρα κλαίγοντας με λυγμούς και μην μπορώντας να κοιτάξει στα μάτια τα παιδιά της. Την στιγμή που εξαφανιστήκατε, τρομοκρατήθηκαμε όσο ποτέ άλλοτε. Να ξέρετε ότι σας αγαπάμε πιο πολύ και από την ίδια μας την ζωή και δεν πρόκειται ποτέ να σας ξαναφήσουμε από τα μάτια μας.’ ‘Αλήθεια θα θυσιαζόσασταν για εμάς;’ ρώτησε η Ηλέκτρα. ‘Χωρίς δεύτερη σκέψη.’ απάντησε ο πατέρας με τρεμάμενη φωνή. Η Ηλέκτρα ήταν ακόμα θυμωμένη μαζί τους για όσα πέρασαν. Παρ’ όλα αυτά ήθελε πάρα πολύ να τους αγκαλιάσει, να τους πει ότι τους αγαπάει και να γυρίσουν όλοι μαζί σπίτι. ‘Και εμείς σας αγαπάμε’ εξομολογήθηκε η Ηλέκτρα και ένιωσε αμέσως να ηρεμεί. Τα τέσσερα μέλη της οικογένειας πλησίασαν και έγιναν ένα σε μία σφιχτή αγκαλιά που τους φάνηκε να κράτησε αιώνες ενώ όλοι έκλαιγαν από την χαρά τους που τελείωσε αυτός ο εφιάλτης. Τα λόγια ήταν περιττά για να πει ο ένας στον άλλον τι νιώθουν.
Όλοι μας γνωρίζουμε μία τέτοια οικογένεια.’Ολοι μας ανήκουμε σε μία οικογένεια που οι γονείς μας θα θυσιάζονταν για μας. Ας μην ξεγελιόμαστε. Τα τρολ δεν είναι φανταστικά. Παντού γύρω μας υπάρχουν επικίνδυνοι άνθρωποι που θέλουν να μας κάνουν κακό, να μας κατασπαράξουν. ‘Όμως η οικογένεια είναι πάντα εκεί.