Το παγωμένο τείχος της Rōnin

Το παγωμένο τείχος

Ο Ντέρρυ είδε τον παππού να κάθεται πάνω στον κόκκινο φράχτη και να αγναντεύει τη θάλασσα. Τελευταία τον έβρισκε συχνά εκεί. Του έλειπε η γιαγιά Φιντέλμα. Θυμόταν παλιά τον παππού και τη γιαγιά να κάθονται μαζί πάνω στο φράχτη. Τώρα καθόταν μόνος του. Στην αρχή, όταν έχασαν τη γιαγιά, περνούσε πολλές ώρες εκεί και γύριζε στην οικογένεια με μάτια κατακόκκινα. Καθώς ο καιρός περνούσε, συνήθισε την απουσία της. Συνέχιζε όμως να περνάει ώρες εκεί. Ίσως γιατί εκεί την ένιωθε ακόμη κοντά του.

Ο μικρός πέταξε και κάθισε δίπλα του. Παλιά πετούσαν μαζί και έβλεπαν τον κόσμο των ξωτικών από ψηλά. Τώρα ο παππούς κουραζόταν εύκολα. Τώρα αγαπούσε να μαζεύει τα εγγόνια γύρω του και να λέει ιστορίες. Χαιρόταν το παιδικό, γεμάτο απορίες βλέμμα τους, ίδιο με το βλέμμα του Ντέρρυ, του αγαπημένου του εγγονού, που είχε πάρει το όνομά του. Έτσι τον κοίταζε παλιά και ο Ντέρρυ. Τώρα το βλέμμα του είχε αλλάξει. Δεν είχε πια απορία, αλλά ήταν γεμάτο ζεστασιά και αγάπη για τον παππού του και τα κουρασμένα του φτερά.

«Ξέρεις, καλό μου», είπε ο παππούς, «τα ξωτικά του βουνού και τα ξωτικά της θάλασσας δε ζούσαν πάντα χωριστά. Πριν πολλά χρόνια ήταν ένας κόσμος, ένας και αχώριστος. Ζούσαν κοντά στη θάλασσα από αυτή την πλευρά του φράχτη, πριν ακόμα υπάρξει φράχτης». Ο Ντέρρυ παρακολουθούσε αφοσιωμένος. Ο παππούς ήξερε να αφηγείται όμορφες ιστορίες. Είτε μιλούσε για τη γιαγιά Φιντέλμα, είτε για τους ανθρώπους και την πλεονεξία τους, είτε για τη ζωή των ξωτικών πριν αιώνες, δε χόρταινε να τον ακούει.

Advertising

Advertisements
Ad 14

«Ήταν όμορφα, έλεγαν οι παλιότεροι». Ο εγγονός του χαμογέλασε. «Ναι, καλό μου, υπάρχουν και παλιότεροι από μένα. Ακόμη κι όταν υπήρχαν άνθρωποι στην περιοχή, σπάνια έμεναν για πολύ καιρό. Οι περισσότεροι ήταν ταξιδιώτες, δεν προλάβαιναν να μας ενοχλήσουν. Άσε που οι άνθρωποι δε μας βλέπουν. Έχουν άλλα στο μυαλό τους. Μόνο τα μικρά παιδιά μπορούν. Μετά, όταν μεγαλώνουν, γεμίζει το μυαλό τους με τόσα πράγματα και βαραίνει. Οι παιδικές μνήμες σβήνουν, δεν υπάρχει χώρος για αυτές. Και όταν ακούν ιστορίες για εμάς, δεν είμαστε πια κάτι που είδαν, αλλά κάτι που φαντάστηκαν.

Πόσο κρίμα… Πόσο κρίμα να ζουν τόσο λίγα χρόνια και να τα ξοδεύουν σε τόσο λάθος πράγματα. Ανόητα πλάσματα τους έλεγε, όσο ζούσε, ο μάγος μας ο Ελάιντορ. Ανόητα, γιατί όσο ζουν, κυνηγούν να βρουν λαμπερά πετράδια, που τα λεν πολύτιμα και όταν κάνουν παιδιά, τα μαθαίνουν να κάνουν το ίδιο. Ανάξιοι να χαρούν ο,τιδήποτε, ανάξιοι να δουν τον κόσμο των ξωτικών ∙ ούτε τον κόσμο γύρω τους δε βλέπουν. Και πώς να προλάβουν, όταν οι πιο τυχεροί από αυτούς ζουν γύρω στα εκατό χρόνια… Όταν ζεις τουλάχιστον χίλια χρόνια, βλέπεις ανθρώπους να έρχονται και να φεύγουν, χωρίς να παίρνουν μαζί τους τη δυστυχία τους. Όχι, έπρεπε να τη φορτώσουν στα παιδιά τους. Ώσπου ένας τη φόρτωσε σε εμάς. Χωρίς να του φταίμε, χωρίς καν να μας ξέρει».

Διαβάστε επίσης  Η Καλομοίρα σώζει την χώρα της Αγάπης της Κατερίνας Αγγελή

Ο Ντέρρυ αδημονούσε να ακούσει τη συνέχεια. Πώς ήταν δυνατόν να μπλεχτούν οι άνθρωποι στις ζωές των ξωτικών; Αφού όσο θυμόταν από τις ιστορίες του παππού, ο κόσμος των ξωτικών είναι αόρατος στους ανθρώπους. Ακόμη κι αν πλησίασαν τον κόσμο τους κάποιοι, δε θα τους επιτρεπόταν να δουν, αν δεν είχαν καθαρή καρδιά. Ο παππούς κατάλαβε την απορία του και συνέχισε να αφηγείται:

«Μια μέρα, ένα ξωτικό, ο Έγουιν, είδε να λαμπυρίζει μέσα στο γρασίδι κάτι κόκκινο. Γεμάτος περιέργεια, το έπιασε να δει τι είναι. Μαγεύτηκε, δεν είχε ξαναδεί πέτρα με τέτοιο χρώμα. Το κρατούσε ψηλά στον ήλιο και αυτό έλαμπε περισσότερο. Ένιωθε τόσο τυχερός, που δεν ήθελε να μοιραστεί το μυστικό του με κανέναν. Το έκρυψε μέσα στο δέντρο που κρυβόταν κι αυτός, όποτε ήθελε να μείνει μόνος του.

Advertising

Λογάριαζε, όμως, χωρίς τον Κέλβαν, ένα ατίθασο ξωτικό, που καλόβλεπε τον κόσμο των ανθρώπων. Η απλότητά μας του φαινόταν βαρετή. Όταν πρόσεξε ότι ο
Έγουιν ήθελε να μένει μόνος του όλο και πιο συχνά, τον παρακολούθησε. Μια μέρα, που είχε την ευκαιρία, μπήκε στο δέντρο του Έγουιν και άρχισε να ψάχνει. Το είδε. Ήξερε ότι ήταν από τον κόσμο των ανθρώπων. Χωρίς πολλή σκέψη, το έκλεψε και πήγε να το χαρίσει στην κόρη του Ελάιντορ. Εκείνη τον έδιωξε. Ο πατέρας της της είχε μάθει καλά τους νόμους των ξωτικών: «Ο ανθρώπινος κόσμος είναι μακριά από εμάς. Εμείς μόνο τον βλέπουμε, δεν παίρνουμε τίποτα δικό τους. Εμείς έχουμε ό,τι χρειαζόμαστε. Αυτοί μας έχουν ανάγκη, όχι εμείς αυτούς».

Ο Κέλβαν θυμωμένος γύρισε πίσω και είδε τον Έγουιν να ψάχνει. «Πάρ’το», φώναξε και του το πέταξε. «Πάρ’το, δεν αξίζει τίποτα». Ο Έγουιν κοίταξε ξαφνιασμένος. Δεν πίστευε αυτό που άκουγε. Ο Κέλβαν είχε μπει στο δέντρο του και τον έκλεψε. Ο κόσμος των ανθρώπων είχε μπει στον δικό τους. Όσο κι αν προσπάθησε να το κρατήσει μυστικό, το κακό έγινε και μαθεύτηκε. Λάθος μεγάλο. Πρώτα δικό του – έτσι ένιωθε – και μετά του Κέλβαν.

Διαβάστε επίσης  Η πριγκίπισσα Μυρτιά και ο αυλικός της της Μερσίνης Μαυρελη

Ο Έγουιν και η οικογένειά του έφυγαν για το βουνό. Κάποιες οικογένειες ακολούθησαν. Ο Ελάιντορ δεν μπορούσε παρά να ακολουθήσει κι αυτός. Ο κόσμος των ξωτικών χωρίστηκε στα δύο. Ο μάγος έδωσε φτερά στα ξωτικά του βουνού για να ανεβαίνουν ψηλά χωρίς να κουράζονται. Ύψωσε και ένα παγωμένο τείχος για να χωρίζει τους δυο κόσμους.

Και τα χρόνια περνούσαν και γεννιούνταν άλλα ξωτικά. Ο κόσμος των ανθρώπων έπρεπε να μείνει μακριά μας. Και για τα ξωτικά της θάλασσας περνούσε ο καιρός και ξεχάστηκε το κόκκινο πετράδι. Ο ίδιος ο Κέλβαν το άφησε κοντά στη θάλασσα και κρύφτηκε μέχρι να δει ότι κάποιος άνθρωπος το πήρε».

Advertising

Ο Ντέρρυ άκουγε σκεφτικός. Γιατί να είναι έτσι οι άνθρωποι; Γιατί να χωριστούν τα ξωτικά; Ανόητος του φαινόταν ο λόγος. Δε μισούσε τους ανθρώπους, τους λυπόταν. Και ένιωθε τόσο τυχερός, που ήταν ξωτικό!

«Καμιά φορά όμως», συνέχισε ο παππούς, «νοσταλγούσαμε τον κόσμο της θάλασσας, θέλαμε να τον δούμε ξανά. Κάποιοι πηγαίναμε στο τείχος και κοιτάζαμε κρυφά μέσα από τις ρωγμές του. Πρέπει να ήμουν το πιο τυχερό ξωτικό την ημέρα που κοίταξα και είδα την καλή μου Φιντέλμα. Από τότε έψαχνα ευκαιρίες να πηγαίνω στο τείχος μήπως την ξαναδώ. Μέχρι που τα κατάφερα. Τότε αποφάσισα να πετάξω πάνω από το τείχος. Κανείς δεν το είχε τολμήσει ως τότε, αλλά τι πείραζε; Αρκετά δεν είχαν μείνει χωριστά οι δύο κόσμοι;

Η μικρή μου Φιντέλμα ξαφνιάστηκε. Δεν είχε ξαναδεί κανέναν να περνά το τείχος. Δεν ήξερε καν ότι γίνεται. Αρχίσαμε να βρισκόμαστε όποτε δε μας έβλεπε κανείς. Κι όταν με εμπιστεύτηκε, την πήρα αγκαλιά και πετάξαμε. Στην αρχή φοβόταν, αλλά μετά της άρεσε που πετούσαμε αγκαλιά. Κι αφού είδε το δικό μου κόσμο από ψηλά, μου ζήτησε να δω και το δικό της κόσμο, τη θάλασσα. Μια νύχτα λοιπόν, όταν όλοι κοιμούνταν, συναντηθήκαμε στο παγωμένο τείχος και πετάξαμε προς τα εκεί. Κολυμπήσαμε μαζί για ώρες, όνειρο ήταν.

Γύρισα στα μέρη μου με βαριά καρδιά. Και βαριά φτερά. Είχαν βαρύνει από το νερό της θάλασσας. Δεν είχαν στεγνώσει ούτε το άλλο πρωί», είπε ο παππούς χαμογελώντας. «Οι γονείς μου το είδαν. Δε μου φώναξαν, δεν είπαν τίποτα. Ο πατέρας μου άναψε φωτιά να ζεσταθώ. Η μητέρα μου έφυγε και γύρισε μαζί με τον Ελάιντορ. Ο μάγος με κοίταξε ήρεμος, σαν να ήξερε. Πήρε τους γονείς μου πιο πέρα για να τους μιλήσει.

Διαβάστε επίσης  Ο γελωτοποιός και ο δράκος της Κρίστυ Όσιμα
Advertising

Ήμουν κουρασμένος. Όμως δεν ήθελα να μείνω ούτε να ακούσω τι θα μου έλεγαν. Μάζεψα ό,τι δυνάμεις μου είχαν απομείνει και πέταξα όσο πιο ψηλά μπορούσα. Κάποια δέντρα ήταν πολύ ψηλά και με τραυμάτισαν. Δε σταμάτησα όμως. Μέχρι που περνώντας πάνω από το τείχος, ένιωσα να χάνω αίμα από τα φτερά. Γύρισα και κοίταξα. Το αίμα μου είχε πέσει πάνω στο τείχος. Όσο απλωνόταν, το τείχος κοκκίνιζε και σιγά σιγά, το ύψος του λιγόστευε. Έμοιαζε σαν να έλιωνε. Κατέβηκα στη γη και κοίταζα, μέχρι το μόνο που απέμεινε από αυτό ήταν ένας κατακόκκινος φράχτης. Μέσα στα κενά του έβλεπα τον Ελάιντορ και τους γονείς μου. Με είχαν ακολουθήσει. Δε με ένοιαζε τι θα έλεγαν, εγώ θα έμενα με τη Φιντέλμα.

«Μπράβο, μικρέ, ένωσες δυο κόσμους ξανά», είπε ο Ελάιντορ, καθώς πλησίαζε μαζί με τους γονείς μου. «Ο φράχτης θα μείνει. Όχι για να χωρίζει, αλλά για να θυμίζει. Το κόκκινο πετράδι και τον κόσμο των ανθρώπων».

Ο μικρός Ντέρρυ κοίταζε πότε τον παππού και πότε τον φράχτη. Πόσες μνήμες μέσα σε μια ιστορία! «Θέλεις να πετάξουμε ψηλά;» ρώτησε ο παππούς. Ο εγγονός του δεν του χάλασε χατίρι. Ανέβηκαν ψηλά και πέταξαν για ώρα πολλή. Μέχρι που ο παππούς κουράστηκε. Ο μικρός το κατάλαβε και τον βοήθησε να κατέβει στη γη. Πήγαν μέσα στο δέντρο που ζούσε η οικογένεια και τον έβαλε να ξαπλώσει. «Την Κορντέλια και τα μάτια σου», είπε ο παππούς στον εγγονό πριν έρθουν οι γονείς του Ντέρρυ. Ο μικρός έγνεψε ναι και πέρασε όλη τη νύχτα στο προσκέφαλο του παππού του. Την αυγή ο παππούς είχε σβήσει. Η οικογένεια πήγε το σώμα του στη θάλασσα και το άφησε στο νερό να το πάρουν οι νεράιδες του βυθού. Αυτές θα τον πήγαιναν στη Φιντέλμα.

Ο Ντέρρυ κράτησε την τελευταία συμβουλή του παππού και πήγε στο δέντρο της Κορντέλια. «Καλημέρα», της είπε. «Θέλεις να πετάξουμε ψηλά;» Η Κορντέλια χαμογέλασε και τον ακολούθησε.

Advertising

Αρθρα απο την ιδια κατηγορια

Προβλεπτικοί παράγοντες της ανάγνωσης και της ορθογραφίας

Το παρόν άρθρο, με τίτλο Προβλεπτικοί παράγοντες της ανάγνωσης και της

Προγεννητική έκθεση στον καπνό: Δυσμενείς επιπτώσεις στα παιδιά

Το παρόν άρθρο, με τίτλο Προγεννητική έκθεση στον καπνό: Δυσμενείς