Κάθε φορά που έρχεται η άνοιξη, φεύγω εγώ! Όχι εγώ δηλαδή, ολόκληρος. Σαν σώμα, σαν οντότητα, σαν άνθρωπος… Εννοώ πως φεύγει το μυαλό μου και η ψυχή μου. Είμαι αλλού… Θέλω να είμαι αλλού…
Άνοιξη του 2014. 14 Μαϊου. Κι ακόμη θυμάμαι εκείνη την ημέρα… Ή καλύτερα, για να είμαι ακριβής, θυμάμαι ακόμη εκείνη την ώρα. Εκείνο το λεπτό! Φοράω την μπλε ζακέτα μου και φτιάχνω τα μαλλιά μου. Είμαι πολύ όμορφος και το ξέρω! Αχ, Θεέ μου. Μακάρι να αρέσω το ίδιο και στην Ελένη, σκέφτομαι από μέσα μου. Το πρώτο μου ραντεβού φάνταζε κάτι το τεράστιο τότε για εμένα…
Βρίσκομαι στο δωμάτιο μου. Με κλειστή την πόρτα. Η μαμά και ο μπαμπάς μέσα μιλούν. Τους ακούω. Μιλούν και γελάνε. Βγαίνω χαρούμενος και πάω στην παρέα τους… Τους λέω πως θα φύγω και χαίρομαι ακόμη πιο πολύ καθώς η ώρα της συνάντησής μου με την Ελενίτσα πλησιάζει.
Δεν έχω προλάβει να κάτσω μια ώρα με την κοπέλα στην καφετέρια. Το κινητό μου χτυπάει απότομα και τρομάζω. Είναι η μαμά. Να γυρίσω γρήγορα στο σπίτι, λέει. Μα έχω βγει βόλτα, λέω. Να τσακιστώ, ξαναλέει. Φεύγω φανερά εκνευρισμένος. Το πρώτο ραντεβού της ζωής μου έχει καταστραφεί.
Φτάνω στο σπίτι θυμωμένος. Θέλω να τσακωθώ με τη μαμά μου, ναι. Θέλω να της φωνάξω που μου τα έκανε μαντάρα. Αλλά δεν το κάνω… Γιατί όταν μου λέει πως η Κατερίνα είχε τροχαίο με μηχανάκι και πως έφυγε από τη ζωή, δε θέλω να τσακωθώ μαζί της πια. Ούτε να της φωνάξω. Την κλείνω στην αγκαλιά μου και κλαίω μαζί της. Η αδερφή μου ήταν τότε μόνο δεκαοχτώ χρονών…
Άνοιξη του 2016. 28 Μαϊου Δεν μπορώ να περιγράψω με λόγια το πως ένιωθα εκείνη τη στιγμή. Ειλικρινά. Βρίσκομαι στο προαύλιο, κοντά στην εξώπορτα, και ουρλιάζω από τη χαρά μου… Σηκώνω το πόδι μου ψηλά και κάνω ένα έντονο πήδημα για να προσγειωθώ έξω από το σχολείο. Και ξαναουρλιάζω. Έχω τελειώσει τις πανελλαδικές. Πηγαίνω βόλτα με τα παιδιά και ξεχνώ να καλέσω στο τηλέφωνο τους γονείς μου, για να τους πω τα ευχάριστα νέα. Αλλά η μαμά με θυμάται. Και καλεί εκείνη. Αλλά για να μου πει κάτι άλλο από αυτό που περιμένω… Ίδιος διάλογος με τότε… Να πάω σπίτι, να τσακιστώ, να μην αργήσω, να τρέξω, να φανώ δυνατός… Ο μπαμπάς, λέει. Πριν από λίγο… και σταματά να μιλά.
Ο μπαμπάς που ήταν μόνο σαρανταπέντε χρονών. Και δεν είχε ποτέ άλλοτε προβλήματα με την καρδιά του…
Άνοιξη του 2018. Φοβάμαι! Κάθε χρόνο, κάθε φορά που μπαίνει η άνοιξη, φοβάμαι πως θα χάσω και κάποιο αγαπημένο μου πρόσωπο. Φοβάμαι πως θα χτυπήσει το τηλέφωνο μια μέρα, κάπου μεταξύ 14 και 28 Μαϊου και θα είναι η μαμά. Για να μου πει να τρέξω σπίτι, για την ακρίβεια να τσακιστώ, να μου πει πως πρέπει να δείξω δύναμη…
Την άνοιξη διώχνω μακριά τις σκέψεις μου… Φέρνω στο νου μου άλλα πράγματα. Και πάντα με γυρνά πίσω ο ήχος του τηλεφώνου. Ακόμη κι αν αυτό δε χτυπά ποτέ…