Νόμιζα ότι πάντα θα υπάρχει διαφορετικό τέλος. Νόμιζα πως μπορούσα να τα αλλάξω όλα. Νόμιζα πως ήθελα να τα αλλάξω όλα. Κατά βάθος όμως δεν ήθελα. Μου άρεσε η ζωή μου ακριβώς όπως ήταν. Με τα σκαμπανεβάσματα της. Δεν με ενοχλούσε καθόλου. Ήθελα απλά να ζήσω. Έχανα και συνέχιζα να χάνω ότι αγαπούσα. Τίποτα δεν έμενε. Όλα έφευγαν σα να μην υπήρξαν ποτέ. Έτσι χάνονταν όλα από όταν ήμουν παιδί. Γεννήθηκα χωρίς να το θέλω, θεωρούσα δεδομένη τη ζωή. Αργότερα εκτίμησα αυτό που μου δόθηκε και έτσι έζησα. Αγάπησα, με αγάπησα, αγάπησα τη ζωή μου, τους ανθρώπους κι ας μην το άξιζαν όλοι.
Στην αρχή όταν έχανα κάτι που αγαπούσα, νόμιζα πως η ζωή δεν έχει νόημα, πως μια μέρα θα χάσουμε όσους αγαπάμε, πως θα χαθούμε και εμείς οι ίδιοι. Νόμιζα πως η ζωή ήταν μια ευθεία η οποία μόλις τελειώσει θα χαθούμε σα να μην υπήρξαμε ποτέ. Ήθελα να πιστεύω στην θεωρία πως οι ψυχές μας ανακυκλώνονται. Μου άρεσε αυτή η ιδέα. Αργότερα συμβιβάστηκα με την απώλεια, με τον πόνο που σου προκαλεί όταν κάποιος φεύγει οριστικά από την ζωή σου, τον θάνατο. Δεν μου πήρε καιρό αφότου έφυγε από την ζωή ένας πολύ κοντινός μου συγγενής, η γιαγιά μου. Έχασα έναν παππού που δεν γνώρισα ποτέ και μία γιαγιά που αγαπούσα. Αυτή ήταν η πρώτη μου απώλεια, ο πρώτος μου πόνος,η πρώτη μου επαφή με το θάνατο,η αρχή της ζωής μου όσο δύσκολη κι αν έμοιαζε στα μάτια μου. Η ζωή όμως όταν σου παίρνει κάτι σου δίνει πίσω κάτι άλλο. Μπορεί όχι τόσο σημαντικό αλλά σχεδόν εξίσου απαραίτητο όσο αυτό που σου πήρε.
Γεννήθηκα λοιπόν, μεγάλωσα, αγάπησα, αγαπήθηκα, πόνεσα αλλά πάντα υπήρχε κάτι ακόμα. Σαν χαρακτήρας ήμουν αδιόρθωτη για πολλούς λόγους. Όσο ήρεμη κι αν φαινόμουν τόσο αντιδραστική γινόμουν σε δευτερόλεπτα. Δεν προκαλούσα φασαρία, ήμουν ένας απλός παρατηρητής των πραγμάτων. Μου άρεσε να βλέπω, να ακούω, να ανακαλύπτω πράγματα και κυρίως να νιώθω. Νόμιζα πως ήμουν αδύναμη ψυχικά επειδή δεν μου άρεσε να μου φωνάζουν γιατί πάντα μου προκαλούσαν ή γέλια ή κλάματα. Από την άλλη, εξωτερικά έμοιαζα δυνατή. Ήξερα πως είχα δύναμη αλλά ποτέ δεν την χρησιμοποίησα. Δεν είχα χτυπήσει κανέναν ποτέ μου, είτε επειδή είμαι κορίτσι είτε επειδή μεγάλωσα σε μία οικογένεια όπου θεωρούσαν πως με την βία δεν λύνεις κανένα πρόβλημα μόνο το δημιουργείς. Όπως καταλαβαίνεις δεν είχα φάει ποτέ μου ξύλο. Τις περισσότερες φορές ήμουν χαρούμενη, σπάνια έκλαιγα όταν ήμουν μόνη. Θεωρούσα αδυναμία μου το να με βλέπουν οι άλλοι να κλαίω γι’αυτό πάντα ήμουν μόνη. Ήθελα να περνάει πάντα το δικό μου, αν δε γινόταν έπαυα να το θέλω. Σαν παιδί στερήθηκα πολλά όχι όμως την αγάπη. Από αυτήν πήρα μπόλικη. Αγαπούσα την οικογένεια μου και από την άλλη υπήρχαν συγγενείς που ήθελα να βλέπω. Είτε επειδή κάποιοι φέρθηκαν άσχημα είτε επειδή έβλεπα το πραγματικό τους πρόσωπο.
Ζούσα σε μία σχετικά μικρή κοινωνία. Δεν είχα την ιδανική ζωή αλλά ούτε και την άσχημη. Κυλούσε όμορφα η ζωή, τους ήξερες όλους και σε ήξεραν όλοι. Ζούσα στην εποχή όπου όλοι είχαν Facebook ή Instagram, άρα ήξερες τα ονόματα των περισσότερων. Ήξερες όμως λίγα πράγματα για τις ζωές τους. Ήξερα λίγα πράγματα για τις ζωές τους, δεν με ενδιέφερε να μάθω. Με ενδιέφερε μονάχα η ζωή μου, η οικογένεια μου, οι φίλοι μου. Δεν ήθελα να ξέρουν για μένα, έτσι δεν ήθελα να ξέρω γι’ αυτούς. Μέσα σε αυτή τη μικρή κοινωνία δεν μπορούσες να έχεις ερωτικές σχέσεις με κάποιον διότι θα το μάθαιναν όλοι μέχρι και η οικογένεια σου. Επίσης αν είχες σχέση με κάποιον σίγουρα θα ήξερε πρώην ή νυν σου. Οι σχέσεις όμως δεν μένουν για πάντα,δεν αντέχουν στο χρόνο, όχι όλες όμως. Είναι και κάποιες που μένουν χαραγμένες μέσα σου. Γεννήθηκα με ένα ελάττωμα ή ένα προτέρημα. Εγώ το θεωρούσα προτέρημα. Ήμουν πάντα ερωτευμένη με το ανδρικό φύλο, το θαύμαζα, το αγαπούσα. Ίσως γι’ αυτό να πληγώθηκα και τόσο, επειδή το λάτρεψα. Μου άρεσε να ερωτεύομαι, σπάνια συνέβαινε όμως. Ένας έρωτας άντεξε στο χρόνο, έναν άνθρωπο αγάπησα αληθινά. Ήταν κάποιος που λίγοι του μιλούσαν και δεν του άρεσε να μιλάει για τους άλλους.
Όταν τον γνώρισα ήξερα πως ότι έμοιαζε με τέλος ήταν η αρχή μιας νέας ιστορίας μας. Δεν πάλευε για τίποτα. Είχε μεγαλώσει σε δύσκολους δρόμους. Είχε γνωρίσει καλά τον πόνο. Γνώριζε καλά την ζωή, την έπαιζε στα δάχτυλα. Άντεχε τον πόνο, προκαλούσε πόνο. Άντεχε όμως. Πάλευε κάθε μέρα για να καταφέρει να ζήσει. Να καταφέρει να είναι ελεύθερος ανάμεσα σε τόσους φυλακισμένους. Να είναι ειλικρινής ανάμεσα σε τόσους ψεύτες. Να είναι αληθινός ανάμεσα σε τόσους υποκριτές. Πάλευε για να είναι ο εαυτός του σε ότι συνθήκες και αν είχε να αντιμετωπίσει. Ήταν δυνατός, αγέρωχος. Φαινόταν ευτυχισμένος με τις επιλογές και τη μοναχικότητα του. Έδειχνε πως τίποτα δεν τον τρομάζει, πως τίποτα δεν τον πληγώνει. Τον κοιτούσα και έβλεπα έναν άνθρωπο που ότι και να γινόταν δεν θα έπαυα να θαυμάζω. Που ποτέ δεν θα με εμπιστευόταν, ούτε εμένα ούτε κανέναν άλλον. Έβλεπα έναν άνθρωπο που ήθελα να γνωρίσω όσο τίποτα άλλο. Να μου μάθαινε να ζω. Να μου μάθαινε να μην πληγώνομαι από τους τυχαίους ανθρώπους που γνωρίζω. Έμοιαζε διαφορετικός, ήταν.
Παρ’όλο τον δυνατό του χαρακτήρα ήταν όμορφος. Ίσως η εσωτερική του δύναμη να τον έκανε τόσο όμορφο. Ίσως να ήταν πραγματικά όμορφος. Ψηλός, μελαχρινός, με καστανά λαμπερά μάτια, όχι πολύ αδύνατος αλλά γυμνασμένος. Είχε κάτι που οι άλλοι δεν είχαν, είχε πάντα ένα μόνιμο βλέμμα πως όλα έμοιαζαν αδιάφορα. Είχε όμορφο χαμόγελο. Σπάνια χαμογελούσε όμως. Έμοιαζε προδομένος, πληγωμένος, αλλά δεν τα παρατούσε ποτέ. Θύμωνε με το παραμικρό, δεν του άρεσε να τον σχολιάζουν, να τον κοιτάζουν, να μιλούν γι’ αυτόν. Μάλωνε με όσους τον κοιτούσαν παραπάνω από δέκα δευτερόλεπτα. Ήμουν μπροστά σε πολλούς τσακωμούς του.
Θυμάμαι πηγαίναμε στο ίδιο σχολείο, καθόταν πάντα κοντά στις σκάλες εγώ λίγο πιο μακριά κάποιοι τον κοιτούσαν σαν να συνέβαινε κάτι, δεν ήξερα τι. Εκείνος τους κοιτούσε αλλά δεν έκανε κάτι γιατί θα είχε ξανά μπλεξίματα με τον διευθυντή. Τον κοιτούσα, με κοίταξε, φοβήθηκα αλλά δεν πήρα τα μάτια μου από πάνω του. Εκείνος κοίταξε κάτω, κούνησε το κεφάλι και σηκώθηκε με φόρα και χτύπησε το ένα αγόρι από εκείνα που τον κοιτούσαν. Η αλήθεια είναι πως το ευχαριστήθηκα. Τα μάτια του έμοιαζαν κλαμένα. Λίγο μετά άκουσα πως εκείνα τα αγόρια τον άκουσαν να κλαίει. Αλλά και πάλι αυτός δεν είναι λόγος για να προσβάλλεις κάποιον. Όλοι οι άνθρωποι κλαίμε. Πλήρωσε που τον χτύπησε αλλά δεν έμοιαζε μετανιωμένος. Τον θαύμαζα γι’ αυτό. Λίγες μέρες μετά περπατούσα στο διάδρομο και άκουσα έναν ήχο που έμοιαζε με κλάμα. Πλησίασα και άνοιξα την πόρτα και ήταν εκείνος, έμοιαζε μόνος, χαμένος, πληγωμένος. Άνοιξα την πόρτα, μπήκα, γύρισε,, με κοίταξε. Κάθισα δίπλα του χωρίς να του πω τίποτα. Εκείνος με ρώτησε γιατί δεν γελάω που κλαίει. Τι να του πω; Πως να του εξηγήσω; Τον κοίταξα και του είπα πως όλοι έχουν αδυναμίες ακόμα και οι δυνατοί. Κοίταξε λίγο στο πάτωμα και χαμογέλασε ήρεμα. Μείναμε εκεί για λίγο, αυτός να κλαίει και εγώ απλά να περιμένω να ξεσπάσει. Σηκώθηκε να φύγει, σηκώθηκα και τον αγκάλιασα. Δεν το περίμενε αλλά για κάποιο λόγο με έσφιξε στην αγκαλιά του και έκλαψε ξανά. Τον άφησα να ξεσπάσει. Του είπα πως πρέπει να πλύνει το πρόσωπο του αλλιώς θα έχει ξανά μπλεξίματα. Χαμογέλασε, το ένιωσα. Απομακρύνθηκε από την αγκαλιά μου. Τον κοίταξα και του είπα πως ότι χρειαστεί μπορώ να τον βοηθήσω εκείνος με κοίταξε και μου είπε για να μου το χτυπάς μετά; Χαμογέλασα και του είπα πως οι άνθρωποι δεν είναι όλοι ίδιοι. Του άρεσε η απάντηση μου. Μου έπιασε το χέρι και μου λέει έλα μαζί μου. Τον ακολούθησα, δεν είχα να χάσω κάτι. Πήγαμε, έπλυνε το πρόσωπο του και μου είπε πως κανείς δεν τον καταλαβαίνει. Κανείς δεν καταλαβαίνει κανέναν. Πως δεν εμπιστεύεται κανέναν και πως δεν ξέρει καν γιατί μου τα λέει αυτά. Τι να του πω; Το μόνο που είπα ήταν πως δεν είναι απαραίτητο να σε καταλάβουν αρκεί να σε ακούν. Μιλούσαμε αρκετή ώρα. Μέχρι που έφτασε η ώρα να φύγω. Μου είπε πως όλοι φεύγουν από τη ζωή του. Τον κοίταξα και του είπα πως κάποιοι φεύγουν από επιλογή και κάποιοι επειδή είναι αναγκασμένοι. Μου είπε στην δική σου περίπτωση τι ισχύει; Χαμογέλασα και του είπα θες να έρθεις μαζί μου; Με ακολούθησε εκείνη τη μέρα, ήταν δίπλα μου χαμογελαστός, όμορφος, αδιάφορος. Με ακολούθησε εκείνη την μέρα και την επόμενη και την επομένη και την επόμενη…
Κάθε μέρα ήμασταν μαζί, περνούσαμε καλά μαζί. Δεν είχαμε προβλήματα όσο ήμασταν μαζί. Όταν, όμως έφτανε το βράδυ και έπρεπε να χωρίσουμε, τότε βρισκόμασταν αντιμέτωποι με όσα είχαμε αφήσει τη μέρα. Πέρασαν οι μέρες, οι εβδομάδες, οι μήνες και έφτασε ο χρόνος που δεν μας χώριζε η νύχτα. Έφτασε ο χρόνος που δεν αντιμετωπίζαμε τους δαίμονες μας ούτε το πρωί ούτε το βράδυ. Μείναμε μαζί γιατί έτσι μπορούσαμε. Δίναμε δύναμη ο ένας στον άλλον.
Ήμουν η αδυναμία του και εκείνος η δύναμη μου…!