Καλοκαιράκι στην θάλασσα παρέα με την σκυλίτσα μου, την Νταβίνα, σε ένα από αυτά τα ξεχασμένα ελληνικά νησιά σε μια γωνιά του Αιγαίου. Κάπου μεταξύ Ικαρίας και Σάμου, σ’ ένα νησάκι με σαράντα κατοίκους, που, σαν ξεθωριασμένο καρτ ποστάλ, ξεπηδά από το παρελθόν. Μοιάζει σαν ένα κοχύλι που το ξεβράζει η θάλασσα στην ακτή κι ύστερα τα κύματα γυρεύουν να το παρασύρουν ξανά στον βυθό, ενώ εκείνο έχει γραπωθεί στην άμμο και αντιστέκεται στον άσπρο αφρό που σβήνει υποχωρώντας προς την θάλασσα. Έτσι αφήνουν πίσω το νησί τα αφρισμένα κύματα ραντίζοντας τα βράχια του με αλισάχνη.
Ασβεστωμένα τα λιγοστά σπιτάκια, μοιάζουν με λευκές κουκίδες που απέθεσε ένας ζωγράφος με την άκρη του πινέλου του πάνω στο πέλαγος. Εικόνες μιας άλλης εποχής βάφουν το καμβά της φαντασίας μου, καθώς βυθίζω νωχελικά τα πέλματά μου στην ζεστή άμμο παρέα με την Νταβίνα.
Φτάνω σε ένα αφράτο αρμυρίκι και στρώνω από κάτω την πετσέτα. Βγάζω το βιβλίο μου από την τσάντα. Η Νταβίνα ξαπλώνει στην άμμο και γυρίζει παιχνιδιάρικα ανάσκελα απλώνοντας την γούνα της στην αμμουδιά. Τίποτα δεν μπορεί να ταράξει αυτή την ησυχία. Μερικές απαλές νότες από τζαζ το σκάνε από το παράθυρο ενός μικρού ψαρόσπιτου, φτάνουν μέχρι την ακτή και αναμειγνύονται, σε μία νοσταλγική συγχορδία, με τον ήχο των κυμάτων. Αισθάνομαι πως είμαι ο τελευταίος άνθρωπος πάνω στην Γη. Σχεδόν νιώθω ενοχές που βρίσκομαι εκεί, εγώ ένα παιδί της πόλης. Στέκω σαν παράξενη παραφωνία μέσα στην λεπτή ισορροπία της φύσης. Όλα κινούνται σε ημιτόνια. Απολαμβάνω τους ήχους, τον ζεστό ήλιο, την μυρωδιά του αντηλιακού. Πετάω το ρολόι μου στην τσάντα θαλάσσης. Με ενοχλεί ακόμη και το τικ τακ.
Σε λίγο, πλησιάζει μία γυναίκα με ένα κοριτσάκι. Απλώνει την ψάθα της σε μικρή απόσταση. Μου ρίχνει κλέφτες ματιές κάτω από τα γυαλιά της. Το κοριτσάκι σκορπίζει τα κουβαδάκια του στην άμμο. Έρχεται κοντά μου και μου δίνει το φτυάρι του για να φτιάξουμε μαζί ένα πυργάκι. Χαμογελώ και δέχομαι την πρόσκληση. Η γυναίκα γνέφει συγκαταβατικά. Έπειτα, βγάζει από την τσάντα της ένα μήλο και το καθαρίζει. Κόβει ένα κομμάτι και το δίνει στο κοριτσάκι. Η Νταβίνα πλησιάζει το παιδάκι και κάθεται στα δυο της πόδια κοντά του σε στάση υπακοής κοιτάζοντας πότε το μήλο και πότε την γυναίκα. Ζητάει με τον τρόπο της κι εκείνη λίγο μήλο. Η μητέρα δίνει κι άλλο κομμάτι μήλου στο κοριτσάκι αγνοώντας την Νταβίνα. Έπειτα του δίνει μία φρυγανιά, αγνοώντας και πάλι την ικετευτική στάση της Νταβίνας. “Λόλα, να ένα μήλο” θυμήθηκα από το σχολικό εγχειρίδιο των παιδικών μας χρόνων. Τότε κάποιος έδωσε στην Λόλα ένα ολόκληρο μήλο. Τώρα δεν δίνουμε ούτε ένα κομμάτι. Κάνεις δεν δίνει στην Λόλα το μήλο του πια.
Γιατί άραγε δεν διαθέτουμε εύκολα κάτι από τον εαυτό μας για τους άλλους; Γιατί δεν είμαστε γενναιόδωροι; Υπάρχει μια όμορφη ιστορία που αναφέρει ότι κάποτε ένας άνθρωπος έδινε κάθε μέρα ένα μήλο στον γείτονά του. Κι ο γείτονας το έπαιρνε, χωρίς να νιώσει ποτέ την ανάγκη να δώσει κι εκείνος κάτι, έστω για μία φορά. Μάλιστα, μία μέρα που ο γείτονας δεν έλαβε το καθιερωμένο μήλο, παρεξήγησε τον άνθρωπο, που για μία και μόνη φορά, δεν του έδωσε το μήλο, ενώ για χρόνια ολόκληρα ο άνθρωπος τού το προσέφερε χωρίς αντάλλαγμα!
Στο μεταξύ, η μητέρα σηκώνεται και πηγαίνει μέχρι το αυτοκίνητο για να φέρει κάτι και τότε το κοριτσάκι βρίσκει την ευκαιρία και δίνει κρυφά και συνωμοτικά το υπόλοιπο μήλο στην Νταβίνα, η οποία το παίρνει αμέσως στο στόμα της και το φέρνει καταχαρούμενη σ’ εμένα! Σάστισα! Το μήλο γίνεται ξαφνικά ο…πειρασμός… Ένας πειρασμός όμως που προσφέρεται απλόχερα από ένα παιδί σε ένα σκυλάκι και κατόπιν από το σκυλάκι σε έναν άνθρωπο… Έπειτα έρχεται η μητέρα και μαλώνει το κοριτσάκι που έδωσε το μήλο στο σκυλάκι κι έτσι το μήλο μετατρέπεται τώρα στο… “μήλον της έριδος”. Πλην όμως! Χωρίς την αίγλη της Αφροδίτης και την γοητεία της ωραίας Ελένης του παλιού μύθου. Τότε η Νταβίνα, επειδή ίσως κάτι κατάλαβε, παίρνει ξανά το μήλο στο στόμα της και πηγαίνει και το αφήνει στα πόδια του κοριτσιού. “Λόλα, πάμε να φύγουμε” είπε η μητέρα. “Λόλα;” σκέφτηκα. Μάζεψε τα πράγματά τους όπως όπως, πήρε τα κουβαδάκια, έπιασε το κοριτσάκι άτσαλα από το χέρι και προχώρησαν παρακάτω. Η Νταβίνα έμεινε να τους κοιτάζει, καθώς απομακρύνονταν. Η Λόλα και η μητέρα της. Κι εγώ έμεινα να κοιτώ το μισοτελειωμένο πυργάκι στην άμμο. Κι η Λόλα έμεινε μια πυργοδέσποινα χωρίς τον πύργο της, μία πριγκίπισσα χωρίς παραμύθι.
Έπεσα όμως έξω σε κάτι. “Λόλα, να ένα μήλο”. Κάποιος βρέθηκε τελικά να δώσει ακόμη και σήμερα στην Λόλα ένα μήλο. Κι ας ήταν δαγκωμένο. Η Νταβίνα τής έδωσε το μήλο της. Θα μου πείτε ότι η Νταβίνα δεν είναι άνθρωπος. Τόσο το χειρότερο για τους ανθρώπους. “Νταβίνα, πήραν τα κουβαδάκια τους και σ’ άλλη παραλία. Ούτε εδώ μπορέσαμε να χτίσουμε τα παλάτια μας στην άμμο”…