Το We Happy Few είναι ένα παιχνίδι που από καιρό είχε τραβήξει τη προσοχή μου από τότε που το είδα ως early access στο πρόγραμμα του Xbox One. Μου είχε δώσει γενικότερα πολύ Bioshock αίσθηση, και όντας το Bioshock μια από τις αγαπημένες μου σειρές, είχα αρκετή ανυπομονησία για το τελικό προϊόν. Ας δούμε λοιπόν μαζί, εξετάζοντας γραφικά, story, gameplay και μουσική αν το We Happy Few παραδίδει αυτά που περιμέναμε.
Αρχικά, όσο αφορά το story, το We happy Few τίθεται στη δεκαετία του 1960, σε ένα εναλλακτικό μέλλον όπου οι Γερμανοί κατέλαβαν τη Μεγάλη Βρετανία επειδή η Αμερική αρνήθηκε να συμμετέχει στις συμμαχικές δυνάμεις. Κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια της Γερμανικής κατοχής οι κάτοικοι του Wellington Wells ενεπλάκησαν σε ένα γεγονός που ναι μεν τους απελευθέρωσε από τη Γερμανική κατοχή, αλλά τους άφησε σε μια συνεχή κατάσταση πόνου και οδύνης και μόνο στην ανάμνηση του γεγονότος αυτού, το οποίο θεωρείται ως κάτι ¨πολύ κακό¨. Για να αποφύγουν αυτή την οδυνηρή κατάσταση λοιπόν, και όντας πλέον αποκομμένοι από τον υπόλοιπο κόσμο, αποφάσισαν να παίρνουν ένα φάρμακο χαράς, το “Joy”, το οποίο τους παρέχεται και με τη μορφή χαπιού και διαλυμένο μέσα στη παροχή του νερού. Το συγκεκριμένο φάρμακο καταστέλλει τις κακές αναμνήσεις, ώστε οι κάτοικοι να μη θυμούνται ¨αυτό¨, και επίσης επιφέρει μια συνεχή αίσθηση χαράς. (παρόμοιο με κάποιο ναρκωτικό όπως δίνεται εδώ δηλαδή). Οι παρενέργειες είναι πως ο χρήστης μπορεί πολύ εύκολα να χειραγωγηθεί, εθίζεται σε υπερβολικό βαθμό και μια χαλασμένη δόση του φαρμάκου τον οδηγεί στη τρέλα.
Το gameplay του We Happy Few μας δίνει τον έλεγχο του Arthur αρχικά, ο οποίος εργάζεται ως λογοκριτής άρθρων, και μια μέρα πέφτοντας πάνω σε μια εικόνα του αδερφού του από το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο αρνείται να πάρει το “Joy” του, και εκδιώκεται από τηn αστυνομία. Το όλο παιχνίδι εκτυλίσσεται σε πρώτο πρόσωπο, όπου χειριζόμενοι αρχικά τον Arthur κι έπειτα αν θέλουμε τη Sally ή τον Ollie, πρέπει να επιβιώσουμε τόσο από τις περιβαλλοντικές κακουχίες όσο και από όσους μας επιτίθενται. Το We Happy Few χρησιμοποιεί procedural generation ώστε σε κάθε playthrough ο παίκτης να αντιμετωπίζει ένα τελείως διαφορετικό περιβάλλον. Και αυτό παίζει σημαντικό ρόλο εδώ, καθώς στη μεγαλύτερη δυσκολία υπάρχει permadeath, δηλαδή μόλις πεθάνεις πρέπει να αρχίσεις το παιχνίδι από την αρχή. Άρα πρόκειται για ένα survival horror παιχνίδι που χρησιμοποιώντας crafting και τις ξεχωριστές ικανότητες του καθενός από τους τρεις χαρακτήρες, σε βάζει σε έναν αγώνα επιβίωσης. Αν το επιλέξεις, μπορείς κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού να χρησιμοποιήσεις χάπι “Joy”, που σε κάνει να κινείσαι ανενόχλητος σε ορισμένες περιοχές, αλλά δε μπορείς να χρησιμοποιήσεις αρκετές από τις ικανότητές σου σε αυτό το διάστημα.
Όσον αφορά τα γραφικά, το ανέφερα και πριν, θυμίζουν αρκετά τα Bioshock, τόσο σε αίσθηση όσο και στη γενικότερη ατμόσφαιρα που σου δίνουν. Οι αντιθέσεις μεταξύ των καταστάσεων πριν και μετά τη χρήση του “Joy” είναι αρκετά καλοφτιαγμένες, και ο κόσμος γενικότερα είναι φτιαγμένος ώστε να δίνει την αίσθηση μιας dystopian Βρετανίας. Τα animations των χαρακτήρων είναι προσεγμένα σε όσους έχουν κάποιο κύριο ρόλο, αλλά γενικότερα πολλά πράγματα επαναλαμβάνονται.
Η μουσική του παιχνιδιού, ενώ δεν αποτελεί κάτι το απόλυτα ιδιαίτερο, με την έννοια ότι θα σου μείνει στο μυαλό για αρκετό καιρό, είναι ακριβώς αυτό που πρέπει να είναι: μια μίξη pop-rock με αρκετά στοιχεία ‘60s, που για όποιον έχει ακούσει έστω και λίγο μουσική της περιόδου θα του φανούν σίγουρα οικεία. Είναι λίγο σαν οι Beatles να έπαιζαν σε μια dystopian εποχή.
Γενικότερα, αν και πρόκειται για διασκεδαστικό παιχνίδι, έχω τη γνώμη πως δε παρέδωσε αυτό που περίμενα κι εγώ και όλοι οι υπόλοιποι. Το story τις περισσότερες φορές μπαίνει σε δεύτερη ή και τρίτη μοίρα, ώστε να δοθεί έμφαση στα survival στοιχεία, στο ψάξιμο δηλαδή νερού και τροφής, το οποίο θα ήταν αποδεκτό αν δεν ήταν full-priced παιχνίδι. Το θέμα είναι ότι το στούντιο που το ανέπτυξε πέρασε αρκετά μέχρι να το τελειώσει, και τελείωσε με τη βοήθεια της Microsoft, που έβαλε λίγο τις πρακτικές που ακολουθούνται σε μεγάλα παιχνίδια σε ένα ξεκάθαρα indie παιχνίδι. Και σίγουρα ήδη ξέρουν πως δεν παρέδωσαν αυτό που περιμέναμε, διότι υπάρχει season pass που υπόσχεται τρείς ακόμα ιστορίες που θα έρθουν. Πάντως, στη παρούσα κατάσταση, με τόσα bugs και με το περιεχόμενο που δίνει, όχι, σε μια καλή έκπτωση, ίσως. Happy gaming…..
Πληροφορίες:
Developer(s): Compulsion Games
Publisher(s): Gearbox Publishing
Director(s): Guillaume Provost
Producer(s): Sam Abbott
Designer(s): David Sears
Programmer(s): Matt Robinson
Artist(s): Whitney Clayton
Writer(s): Alex Epstein, Lisa Hunter
Composer(s): Nicolas Marquis
Engine: Unreal Engine 4
SYSTEM REQUIREMENTS (σύμφωνα με το Steam)
MINIMUM:
Requires a 64-bit processor and operating system
OS: 64 bit, Windows 7 and above
Processor: Triple-core Intel or AMD, 2.0 GHz or faster
Memory: 8 GB RAM
Graphics: NVIDIA GeForce 460 GTX or AMD Radeon 5870 HD series or higher Mobile: NVIDIA GeForce GTX 580M or higher.
DirectX: Version 11
Storage: 6 GB available space
RECOMMENDED:
Requires a 64-bit processor and operating system
OS: 64 bit, Windows 7 and above
Processor: Quad-core Intel or AMD, 2.5 GHz or faster
Memory: 8 GB RAM
Graphics: NVIDIA GeForce 660 GTX or AMD Radeon 7870 HD series or higher
DirectX: Version 11
Storage: 6 GB available space
Τιμή (τη στιγμή συγγραφής)
PC: 59.99€ (Steam), 59.99€ (GOG)
PS4: 69.99€ (Store), 43.50€ (Retail)
Xbox One: 69.99€ (Store), 43.50€ (Retail)