΄Οταν το δάκρυ θα γίνει ένα με την βροχή (3ο μέρος)

΄Οταν το δάκρυ θα γίνει ένα με την βροχή (3ο μέρος)

Οι γονείς   του Πέτρου είχαν  ένα μικρό αλλά όμορφο σπίτι στην παραλία του Μαραθώνα. Με έναν πανέμορφο  κήπο γεμάτο πολύχρωμα λουλούδια, που φρόντιζε με πολύ αγάπη η μητέρα του. Της άρεσαν πολύ τα λουλούδια! Τα λάτρευε και τα περιποιόταν με πολύ μεράκι! Ώρες ολόκληρες περνούσε κλαδεύοντας, ποτίζοντας και καθαρίζοντας τα παρτέρια, αλλά και τις γλάστρες που ήταν αρκετές! Πολλές φορές, όταν ξεχνιόταν, ο άντρας της τη μάλωνε! «Άντε χριστιανή μου έχεις και οικογένεια, πότε θα μαγειρέψεις;», της έλεγε αγανακτισμένος! Ο Πάνος από την πρώτη στιγμή ενθουσιάστηκε με το όμορφο σπιτάκι, κυρίως όμως με τον κήπο! Και φυσικά δεν παρέλειψε να πει τον καλό του λόγο στην μητέρα του φίλου του!

Οι δυο νεαροί φίλοι, από την πρώτη μέρα που βρέθηκαν εκεί τα ξέχασαν όλα! Οι διακοπές είχαν ξεκινήσει καλά και, η κάθε μέρα ήταν καλύτερη από την προηγούμενη! Τέλειες για τα δυο παιδιά . Ξένοιαστες, όπως τις περίμεναν. Όπως ακριβώς τις χρειάζονταν.

Το βιαστικό πρωινό ξύπνημα δεν υπήρχε! οι μηχανές από το εργοστάσιο δεν ακούγονταν στα αυτιά τους σαν σειρήνες. Το μεσημέρι δεν σήκωναν τον γιακά τους να προφυλαχτούν από το κρύο, ούτε έτρωγαν στο πόδι. Ήταν καλοκαίρι! Ζέστη, ξεγνοιασιά, θάλασσα, κολύμπι, παρέες και κορίτσια! Το πρωί κολύμπι στην καταγάλανη θάλασσα, κάτω από τον καυτό ήλιο και το απόγευμα, μέχρι αργά το βράδυ βόλτες ατέλειωτες στην παραλία κάτω από το πανέμορφο φεγγάρι.

Advertising

Advertisements
Διαβάστε επίσης  Το 2ο Countdown των χειρότερων βιβλίων που έχεις διαβάσει!
Ad 14

Η στρογγυλή πλατεία στη παραλία, δίπλα από την εκκλησία του Άγιου Παντελεήμονα, τα βράδια ήταν γεμάτη από παρέες παιδιών αλλά και μεγάλων.

Η αποψινή βραδιά ήταν υπέροχη! Είχε κάτι το ξεχωριστό! Το ολόγιομο φεγγάρι, σαν ένα πρόσωπο λαμπερό που  σε κοιτάζει από ψηλά, σε ακολουθούσε σε κάθε σου βήμα!  Φώτιζε την σκούρα μπλε θάλασσα σαν ουράνια δάδα χωρίζοντάς την στα δύο σαν χτυπημένη λες απ’ το ραβδί του Μωυσή!

Ο Πάνος, είχε απομακρυνθεί από την παρέα εκείνο το βράδυ. Ήθελε να μείνει μόνος, δίχως να ξέρει ούτε ο ίδιος το γιατί.

Περπατούσε αφηρημένος στην άκρη της παραλίας, ξυπόλυτος, κρατώντας τα παπούτσια του στο χέρι. Κάποια στιγμή στάθηκε και κάρφωσε το βλέμμα  του  στη  θάλασσα. «Ούτε αρχή ούτε τέλος δεν έχεις θάλασσά μου» μονολόγησε.

Advertising

Έσκυψε και πήρε στα χέρια του μικρά βότσαλα και άρχισε να της τα πετάει . Ο ήχος από τα βότσαλα που έπεφταν στο νερό και ο παφλασμός από τα μικρά κυματάκια που έσκαγαν, τον έκαναν να ξεχαστεί για λίγο. Έγινε ξανά παιδί, που έπαιζε στην ακροθαλασσιά με τα βότσαλα και τα κύματα. Τα μάτια του βούρκωσαν. Ύψωσε το βλέμμα στον ουρανό!  «Περίεργη ετούτη η βραδιά. Μάλλον θα φταίει το φεγγάρι, με επηρεάζει», σκέφτηκε.

Από μακριά ακουγόταν μουσική και οι φωνές των  παιδιών. Ο Μιχάλης, ένα παιδί από την  παρέα έπαιζε κιθάρα και οι υπόλοιποι τραγουδούσαν. Γύρω στα δέκα παιδιά αγόρια και κορίτσια μαζεμένα κύκλο κάθονταν στην αμμουδιά, γύρω από μια φωτιά που  είχαν ανάψει! Οι φλόγες της, έτσι όπως «χόρευαν» φώτιζαν περίεργα τα πρόσωπα των παιδιών και τους άλλαζαν τα χαρακτηριστικά! Τα έκανε να μοιάζουν με μάσκες,  πότε αστείες και πότε σοβαρές, ακόμα και τρομακτικές! Τα παιδιά σχολίαζαν το κάθε πρόσωπο-μάσκα και ξεκαρδίζονταν στα γέλια! Πέρναγαν υπέροχα τη βραδιά τους.

Διαβάστε επίσης  Όταν το δάκρυ θα γίνει ένα με την βροχή (8ο μέρος)

«Ρε παιδιά που είναι ο Πάνος;», ρώτησε ο Μιχάλης και άφησε την κιθάρα του κάτω.

«Βόλτα θα κάνει στην παραλία», απάντησε ο Αντρέας.

Advertising

Ο Πέτρος σηκώθηκε τρομοκρατημένος και κοίταζε γύρω του φωνάζοντας το όνομά του.

«Πάω να τον βρω. Γιατί έφυγε; Τι έχει;», είπε ανήσυχος.

Τον βρήκε καθισμένο στην αμμουδιά, με τη χούφτα του γεμάτη μικρά βοτσαλάκια, έτοιμος να τα πετάξει στη θάλασσα και του φώναξε με δυνατή φωνή γεμάτη αγωνία.

«Πάνο, πού είσαι; Γιατί έφυγες;»

Advertising

«Όμορφα είναι εδώ. Μ’ αρέσει! Είχες δίκιο τελικά, ξεφεύγει το μυαλό σου», απάντησε με ηρεμία.

«Τι τρέχει; Τι  συμβαίνει φίλε μου, δεν είσαι καλά. Σε νιώθω. Έγινε κάτι;»

«Όχι Πέτρο, απλά είχα πολύ καιρό να νιώσω τόσο όμορφα και το είχα πραγματικά ανάγκη. Το χρειαζόμουν και σ’ ευχαριστώ  γι’ αυτό. Έλα πάμε τώρα.  Συγνώμη αν σ’ έκανα να ανησυχήσεις, αλλά την αγαπώ πολύ τη θάλασσα και όταν βρίσκομαι μαζί της νιώθω  ότι έχω   τόσα πολλά να της πω…», απάντησε με ύφος ονειροπόλο.

«Άσε τους ρομαντισμούς και πάμε. Μας περιμένουν. Και μια συμβουλή από το φίλο σου το Πέτρο, δες τη ζωή αλλιώς γιατί θα τη πατήσεις με αυτά τα μυαλά και θα τη πατήσεις άσχημα. Ειδικά από γυναίκα να το ξέρεις. Γίνε ποιο σκληρός, άκουσέ με». Τον χτύπησε φιλικά στη πλάτη κι έφυγαν.

Advertising

Μπορείς να διαβάσεις ολόκληρο το διήγημα εδώ

Διαβάστε επίσης  Μάριος Καρακατσάνης: "Δεν βάζω ποτέ όρια στον εαυτό μου. Η δυσλεξία ήταν απλά ένα εμπόδιο"

Αρθρα απο την ιδια κατηγορια

Κολλημένοι στη ζάλη, χαμένοι...

Κολλημένοι στη ζάλη, χαμένοι…

Κολλημένοι στη ζάλη. Σε μια φούσκα με εμάς να κοιτάμε
Ροδώπις: Η πρώτη εκδοχή της Σταχτοπούτας

Ροδώπις: Η πρώτη εκδοχή της Σταχτοπούτας

Η ιστορία μιας φημισμένης γυναίκας που οι αρχαίοι συγγραφείς προδίδουν