
Μία πολύ καλή ερώτηση, για να γίνει φανερό αν ανήκουμε ή όχι σε μία ομάδα, οποιαδήποτε μορφή και αν έχει αυτή, είναι αν τελικά συντονιζόμαστε με τα ήδη υπάρχοντα μέλη της ή αν συντονιζόμαστε με το πνεύμα που αποπνέει η ίδια. Αν καθίσουμε και παρατηρήσουμε, ως απλοί επόπτες της πραγματικότητας, το πώς η ελληνική κοινωνία συντονίζεται σε έναν κύκλο αέναων επαναλήψεων, θα διαπιστώσουμε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της τα οποία για αιώνες έπαιζαν και συνεχίζουν να παίζουν έναν κυρίαρχο ρόλο για τη διάκρισή της από άλλους όμορους λαούς ή κοινωνίες. Πότε, όμως, μας δίνεται αυτή η ευκαιρία; Πότε, τελικά, συντονιζόμαστε σε έναν εξαιρετικά μεγάλο βαθμό, με αποτέλεσμα να γίνεται φανερό το πνεύμα της ομάδας; Και, επίσης, εμείς ανήκουμε στην ομάδα ή με τον μανδύα του απλού παρατηρητή θέτουμε τους εαυτούς μας έξω από αυτήν;
Ένα μεγάλο κεφάλαιο της ζωής μας, που μας κάνει να συντονιζόμαστε σε έναν ύψιστο βαθμό, είναι τα ίδια τα έθιμα. Άγραφα, άχρονα, αδιαβάθμητα και αναλλοίωτα στο πέρασμα των αιώνων συνεχίζουν να παίζουν τον ρόλο του συντονιστή, καθορίζοντας και διαμορφώνοντας με τον δικό τους πάντα τρόπο την καθημερινότητά μας. Τα έθιμα συνδέονται με όλες σχεδόν τις πτυχές του βίου των ανθρώπων. Από τη γέννηση έως τον θάνατο, από την Πρωτοχρονιά έως την επόμενη Πρωτοχρονιά. Είναι ο σιωπηρός ενορχηστρωτής και η πύλη που μας συνδέει με τη σοφία και το πνεύμα των προγόνων μας. Τα έθιμα μετατρέπουν την ανιαρή καθημερινότητα σε ένα τελετουργικό στο οποίο όλοι λαμβάνουμε μέρος χωρίς να το επιδιώξουμε και να το συνειδητοποιήσουμε.
Αυτό, όμως, που δίνει μία αξεπέραστη δύναμη στα έθιμα είναι ότι συνδέονται κατά κύριο λόγο με το θρησκευτικό συναίσθημα και με τη θρησκευτική ζωή. Η σύνδεση αυτή τα κάνει ακατανίκητα και αναλλοίωτα στον χρόνο. Ας σκεφτούμε, τώρα, πόσο χρονών είμαστε και πόσα Πάσχα έχουμε γιορτάσει. Με το που τελειώσει αυτή η σκέψη, θα καταλάβουμε ότι κάθε χρόνο κάναμε την ίδια ακριβώς διαδικασία και ασυναίσθητα συντονιστήκαμε με το πνεύμα της συγκεκριμένης ημέρας και με τους απανταχού ομοεθνείς. Το μυστηριακό σε όλο αυτό, ωστόσο, είναι ότι αφήνουμε για έναν ανεξήγητο, ή και όχι, λόγο τους εαυτούς μας να το βιώνουν αυτό ξανά και ξανά δίχως να μας σταματάει κάτι. Ας σκεφτούμε, πάλι, το πώς ακολουθούμε όλοι τον μεγάλο συντονιστή και μετέχουμε σε όλα τα έθιμα του Πάσχα. Ας δώσουμε χρόνο στη σκέψη μας αυτή και ας συνειδητοποιήσουμε τη συγκεκριμένη κοινωνική ενοποίηση. Να δώσω ένα παράδειγμα, όλοι οι νοικοκύρηδες και όλες οι νοικοκυρές τη Μεγάλη Πέμπτη βάφουν τα αβγά, χωρίς απαραίτητα κάποιος να τους το έχει πει και χωρίς να συνεννοούνται από πριν για αυτή τους ενέργεια, ο συντονισμός είναι αυτόματος και άδηλος. Κατόπιν, οι ίδιοι νοικοκύρηδες και οι ίδιες νοικοκυρές φτιάχνουν τη μαγειρίτσα με τον ίδιο πάλι συντονισμό. Εκείνη την ημέρα από όλα τα ελληνικά σπίτια αναδύεται αυτή η μυρωδιά, η μυρωδιά του εθίμου και της παράδοσης. Ενώ, για να αναλογιστούμε και το άλλο, ολόκληρο το πρόγραμμα του
Αυγούστου σχεδιάζεται γύρω από τη φράση «Της Παναγίας» και χωρίζει τον μήνα αυτό σε δύο μέρη. Ο Δεκαπενταύγουστος, ακόμα και η ελληνική γλώσσα συντονίζεται, κατέχει μία δεσπόζουσα θέση στις διακοπές του καλοκαιριού και είναι μία μέρα που πάντα την περιμένεις με ανυπομονησία.
Τα έθιμα, από την άλλη, βέβαια, δείχνουν τον συντονιστικό τους ρόλο και μέσω του κοινωνικού ελέγχου. Μετατρέπονται σε ένα άτυπο μέτρο κρίσης της καλής ή κακής διαγωγής. Αν ακολουθούμε τα έθιμα, που συνοδεύουν μία πτυχή της κοινωνικής ζωής, τότε είμαστε πλήρως ενταγμένοι και προσαρμοσμένοι. Αν δεν τα ακολουθούμε, διότι τα θεωρούμε απαρχαιωμένα και ξεπερασμένα, ξαφνικά γινόμαστε ο αποδιοπομπαίος τράγος πάνω στον οποίο μία ολόκληρη κοινωνία βρίσκει την ευκαιρία να κάνει την αυτοκάθαρσή της. Τελικά, όποιον δρόμο και να επιλέξουμε, θα καταλήξουμε πάλι στη δύνη των εθίμων, του συντονιστή της ελληνικής κοινωνίας.
Βιβλιογραφία
Giddens, A., Sutton, P. W., Βασιλείου, Θ. Α., & Κουγιουμουτζάκη, Φ. (2020). Κοινωνιολογία. Gutenberg: Αθήνα.