To 1897 στην Κρήτη επικρατούσε εθνικός αναβρασμός, διότι την περίοδο εκείνη το νησί ήταν ακόμα υποδουλωμένο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η επανένωση με την Ελλάδα ήταν ο κύριος σκοπός των χριστιανών κατοίκων και η εξέγερση ήταν κοντά. Επιπλέον, η ελληνική κοινή γνώμη είχε ταχθεί υπέρ των κρητικών και μαζί με την «Εθνική Εταιρία» (μια μεγαλοϊδεατική οργάνωση, με βαθιές ρίζες στην ελίτ της αθηναϊκής κοινωνίας και της ελληνικής διασποράς), πίεζαν την κυβέρνηση Δηλιγιάννη να αναλάβει δράση. Πλέον, ο Δηλιγιάννης πέρα από τα μεγάλα οικονομικά προβλήματα που αντιμετώπιζε, είχε να αντιμετωπίσει και την κατάσταση που επικρατούσε στην Κρήτη. Ένας ακόμα ελληνοτουρκικός πόλεμος φαινόταν αναπόφευκτος.
Υπόβαθρο
Στην Κρήτη, παρά τις συνεχόμενες αλλαγές της διοίκησης και πέρα από το γεγονός ότι κάποια στιγμή ανέλαβε ο χριστιανός Γεώργιος Βέροβιτς, η κατάσταση εξακολουθούσε να είναι έκρυθμη. Οι χριστιανοί Έλληνες, που αποτελούσαν το 80% των κατοίκων της Κρήτης, είχαν ξεσηκωθεί και ζητούσαν αυτονομία για το νησί τους. Ο Σουλτάνος Αμπντούλ Χαμίτ, δέχθηκε να τηρήσει ορισμένα προνόμια για την Κρήτη με προτροπή των Μεγάλων Δυνάμεων, όπως για παράδειγμα ο κυβερνήτης να είναι πάντα χριστιανός, αλλά παράλληλα κινητοποιούσε τους Τουρκοκρητικούς να αντιδράσουν. Στις 24 Ιανουαρίου 1897 οι μουσουλμάνοι προέβησαν σε σφαγές χριστιανών στα Χανιά. Ο Δηλιγιάννης, επειδή βρέθηκε σε δύσκολη θέση και υπό την πίεση της κοινής γνώμης έστειλε στρατιωτικό απόσπασμα στην Κρήτη, ενώ παράλληλα υποκίνησε εξεγέρσεις στην Θεσσαλία και στην Ήπειρο για αντιπερισπασμό. Η Τουρκία απαίτησε την αποχώρηση του ελληνικού στρατού από την Κρήτη και την παύση των εξεγέρσεων με απειλή την κήρυξη του πολέμου κατά της Ελλάδος. Παρά τις απειλές, η ελληνική κυβέρνηση δεν πτοήθηκε και συνέχισε ακάθεκτη το έργο της.
Η Τουρκία κηρύττει τον πόλεμο και ταπεινώνει την Ελλάδα
Τότε, η Τουρκία κήρυξε τον πόλεμο στις 5 Απριλίου 1897. Ο ελληνικός λαός, ενθουσιασμένος με την αποφασιστικότητα του στρατού και της ελληνικής κυβέρνησης, αλλά και με την ελπίδα της βοήθειας των Μεγάλων Δυνάμεων, έδινε την ευχή του. Η αισιοδοξία ήταν τόσο μεγάλη, που μια μερίδα του λαού ευελπιστούσε πως ο ελληνικός στρατός θα γυρίσει νικητής από τον πόλεμο και θα έχει προσαρτήσει στην Ελλάδα ακόμα και την Κωνσταντινούπολη. Δεν θα μπορούσαν όμως να γνωρίζουν την έκβαση του πολέμου και πως σε ένα μήνα θα ήλπιζαν ο τούρκικος στρατός να μην εισβάλει στην Αθήνα.
Ο τούρκικος στρατός, σαφώς πιο οργανωμένος από τον ελληνικό και εκπαιδευμένος από Γερμανούς εκπαιδευτές, αλλά και αριθμητικά ανώτερος, ξεκίνησε την νικητήρια πορεία του. Οι Οθωμανοί συγκέντρωσαν στρατιωτική δύναμη, αποτελούμενη από 121.500 άνδρες και 1.300 ιππείς, με αρχηγό τον Ετέμ Πασά και Γερμανούς συμβούλους. Οι ελληνικές δυνάμεις παρέταξαν 54.000 άνδρες και 500 ιππείς, με επικεφαλής τον διάδοχο Κωνσταντίνο.
Αρχικά, οι τούρκικες δυνάμεις διέσπασαν σχετικά εύκολα την ελληνική άμυνα στην Θεσσαλία στην περιοχή της Μελούνας. Η συνέχεια ήταν ακόμα πιο εύκολη, καθώς κατέλαβαν τον Τύρναβο και τη Λάρισα χωρίς να συναντήσουν ιδιαίτερη αντίσταση. Η προέλαση τους συνεχίστηκε και μετά τη μάχη στο Βελεστίνο, όπου αντιμετώπισαν και εκεί νικηφόρα τον πλέον αποδιοργανωμένο και αποθαρρυμένο ελληνικό στρατό, κατέλαβαν τον Βόλο και τον Δομοκό στις 26 Απριλίου και στις 5 Μαΐου αντίστοιχα και έφτασαν στα σύνορα της Λαμίας. Η νικηφόρα εκστρατεία του τούρκικου στρατού θα είχε συνεχιστεί, αν δεν παρέμβαινε ο τσάρος Νικόλαος ο Β’ που έπεισε τον σουλτάνο να σταματήσει τον πόλεμο. Η ιδέα της Μεγάλης Ελλάδας πλέον είχε εξαφανιστεί από το μυαλό του ελληνικού λαού, όπου ήλπιζε να μην περάσει μια δεύτερη οθωμανική κατοχή, μετά από τόσους αγώνες για την ελευθερία. Η Ελλάδα είχε πλέον καταστραφεί στρατιωτικά και οικονομικά. Στις 8 Μαΐου, στο χωριό Ταράτσα της Λαμίας, υπογράφτηκε πρωτόκολλο για κατάπαυση του πυρός.
Χρεοκοπία και οικονομική «υποδούλωση»
Το ηθικό πλέον των Ελλήνων είχε καταρρακωθεί και θα ακολουθούσαν πρόστιμα τα οποία δύσκολα θα μπορούσε η ελληνική κυβέρνηση να αποπληρώσει. Αρχικά, η Ελλάδα κλήθηκε να πληρώσει πολεμική αποζημίωση στην Τουρκία 4.000.000 λιρών. Η τούρκικη κυβέρνηση δικαιολόγησε το ποσό αυτό, με την δικαιολογία πως είχε ξοδέψει πολλά χρήματα για να οργανώσει και να κινητοποιήσει το στρατό κατά της Ελλάδας αλλά και για τις ζημιές που είχε προκαλέσει ο ελληνικός στρατός. Η αλήθεια είναι πως, μόλις πέρασαν τα ελληνοτουρκικά σύνορα, οι Έλληνες στρατιώτες πρόλαβαν να καταστρέψουν μόνο μερικές καλύβες.
Επιπρόσθετα, η τουρκική κυβέρνηση, επέμενε σε γρήγορη αποπληρωμή του χρέους, πράγμα που δεν είχε την δυνατότητα να πραγματοποιήσει η Ελλάδα, που ήταν είδη χρεοκοπημένη από το 1893 με την κυβέρνηση του Τρικούπη. Τότε, ανέλαβαν τον έλεγχο οι ξένοι πιστωτές της. Η νέα κυβέρνηση του Αλέξανδρου Ζαΐμη, ξεκίνησε τις διαπραγματεύσεις με τους ξένους πιστωτές και υποχρεώθηκε σε νέο δανεισμό, γεγονός που λογικά ήταν αναπόφευκτο αφού πριν λίγα χρόνια η τότε ελληνική κυβέρνηση είχε δηλώσει πως αδυνατούσε να πληρώσει τα δάνεια της. Η μόνη λύση ήταν πλέον η επιβολή του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου με την ελπίδα ότι θα εξασφάλιζε την αποπληρωμή των παλιότερων και νεότερων δανείων.
Στις 28 Απριλίου 1898, μια διεθνής εξαμελής επιτροπή ανέλαβε την οικονομική διοίκηση της χρεωκοπημένης Ελλάδας. Η συγκεκριμένη επιτροπή, αποτελούνταν από εκπροσώπους ξένων τραπεζών. Η πρώτη ενέργεια τους ήταν να δεσμεύσουν τις βασικότερες πλουτοπαραγωγικές πηγές, με σκοπό την εξόφληση του χρέους. Ακόμα, διέθετε κυρίαρχη γνώμη για όλα τα δημοσιονομικά θέματα, όπως η έκδοση του χρήματος. Παράλληλα, η Διεθνής Επιτροπή Ελέγχου, έθεσε υπό τον έλεγχο της ακόμα και τον δημόσιο τομέα, για παράδειγμα σχετικά με τις προσλήψεις και τις προαγωγές των δημοσίων υπαλλήλων. Το αποτέλεσμα ήταν απλά η ελληνική κυβέρνηση να λειτουργεί ως εντολοδόχος της επιτροπής.
Οι Μεγάλες Δυνάμεις, που ο ελληνικός λαός ευελπιστούσε πριν λίγο καιρό στη βοήθεια κατά τη διάρκεια του πολέμου, βοήθησε την Ελλάδα με ένα δάνειο ύψους 170.000.000 φράγκων, για να εξοφλήσει τις πολεμικές αποζημιώσεις και το χρέος της. Από τη στιγμή εκείνη, η Ελλάδα αποτελεί ουσιαστικά υποχείριο των δανειστών της.
Θα μπορούσε να θεωρηθεί πως η ιστορία επαναλαμβάνεται στον οικονομικό τομέα, λαμβάνοντας υπόψιν τα σημερινά γεγονότα. Όσο αναφορά την στρατιωτική αποτυχία και την εθνική ντροπή, οι βασικότερες αιτίες ήταν η ανικανότητα του ελληνικού στρατού και της ελληνικής κυβέρνησης που είχε έλλειψη διορατικότητας. Επιπλέον, ο κομματισμός βασίλευε στον ελληνικό στρατό, προάγοντας ανίκανους αξιωματικούς.
Ο τότε στρατηγός και αργότερα δικτάτορας Θεόδωρος Πάγκαλος, αναφέρει στα απομνημονεύματα του για τον συγκεκριμένο πόλεμο: «Η κατάστασις του στρατού μας ήτο οικτρά… Τα στελέχη του πεζικού, εκτός ολίγων, ήσαν τελείως αμαθή και ανίκανα. Η μεγίστη πλειοψηφία των ανωτέρων αξιωματικών απετελείτο από αγαθούς τύπους, των οποίων η στρατιωτική μόρφωσις περιωρίζετο εις την τακτικήν της καταδιώξεως, ληστών, φυγοδίκων και ζωοκλεπτών… Αυτός ήτο στρατός, διά του οποίου η ανεκδιήγητος εκείνη κυβέρνησις ενόμιζεν ότι θα νικήση την Τουρκική Αυτοκρατορία…».
Πηγές και προτεινόμενη βιβλιογραφία:
- Μηχανή του χρόνου:”Η ταπεινωτική ήττα από τους Τούρκους το 1897. Στην συνέχεια η Ελλάδα αναγκάστηκε να πάρει υπέρογκα και εξαντλητικά δάνεια. Σας θυμίζει κάτι;”
- Ο άτυχος ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897 / Ιωσήφ Γ. Κασσεσιάν.
- “Η ευγενής μας τύφλωσις” : εξωτερική πολιτική και “εθνικά μας θέματα” από την ήττα του 1897 έως τη Μικρασιατική Καταστροφή / Γιάννης Ν. Γιανουλόπουλος.