Το ιστορικό και γλωσσικό σύστημα των αλφαβήτων είναι ένα ζήτημα συνειδητοποίησης της μακράς παρουσίας των Ελλήνων στον χώρο που προσδιορίζεται σήμερα ως Ελλάδα. Προτού, επιχειρηθεί μία χρονολογική ταξινόμηση των γραφικών συστημάτων ανά τους προ Χριστού αιώνες, ίσως είναι χρήσιμης σημασίας μία σύντομη νύξη στην πρώιμη αξία της γλώσσας που, όπως αποτυπώνεται ερευνητικά, δημιουργήθηκε στην Εγγύς Ανατολή.
Η πρώτη γραφή είναι σχεδόν αδύνατο να συγκεκριμενοποιηθεί, εφόσον δύο γλωσσικά συστήματα εμφανίζονται την ίδια περίπου εποχή, περίπου από τα μέσα της 4ης χιλιετίας, στην Μεσοποταμία και την Αίγυπτο. Η ιδέα της γραφής, πιθανότατα καθιερώθηκε από την μία εκ των δύο και υιοθετήθηκε και από την άλλη, με μακράν διαφορετική και αποκλίνουσα συν-εξέλιξη. Στα πλαίσια ανάπτυξης της κοινωνικής οργάνωσης, ο γραπτός λόγος θεωρήθηκε ένα μέσο καταγραφής που θα εξυπηρετούσε μία ισονομία στην αποθήκευση και κατανομή των γεωργικών προϊόντων. Σύντομα, ωστόσο, θα υιοθετούταν για πιο ιδιοτελείς πολιτικές σκοπιμότητες υστεροφημίας.
Αμφίδρομες διαπολιτισμικές και εμπορικές σχέσεις μεταξύ της Αιγύπτου και της Κρήτης, αν και παραδίδονται αποσπασματικά σε ελάχιστο αριθμό πηγών, θεωρούνται σχεδόν ασφαλείς. Έτσι, λοιπόν, δεν είναι απίθανη μία σχετική αιγυπτιακή επιρροή της ιερογλυφικής γραφής που βρέθηκε από τον Evans στην Κνωσό και χρονολογείται περίπου στα 2.000 με 1.750 π.Χ. Για ένα μικρό χρονικό διάστημα τον 18ο αι. π.Χ., φαίνεται ότι χρησιμοποιήθηκε παράλληλα στην Κρήτη (κυρίως στην Αγία Τριάδα) και η Γραμμική Α’, η οποία όπως είναι γνωστό ακόμη μένει να αποκρυπτογραφηθεί. Μετά την Μυκηναϊκή κατάκτηση της Κνωσού, παραδίδεται ένας μεγάλος αριθμός 3.000 περίπου πινακίδων γραμμένων σε μία γλώσσα που αποτελεί την λογική εξέλιξη της Γραμμικής Α’. Η εικασία, ωστόσο, ότι η Γραμμική Β’ ίσως να αποτέλεσε ένα διαδοχικό σύστημα γραφής είναι εν μέρει προβληματική. Εκτός από το αρχείο της Κνωσού, πινακίδες με Γραμμική Β’ βρέθηκαν εκτεταμένα στην Πύλο, στην Θήβα και τις Μυκήνες.
Η κατάρρευση των Μυκηναϊκών ανακτόρων, είχε ως αποτέλεσμα τη σταδιακή εξαφάνιση της Γραμμικής Β’. Η μετέπειτα εποχή θα χαρακτηριστεί από ένα σχετικό σκοταδισμό, εφόσον μας διαφεύγουν λίγο πολύ γύρω στα 200 χρόνια ιστορικών εξελίξεων στον Ελλαδικό χώρο. Μία επιγραφή πάνω σε οινοχόη που βρέθηκε στο Δίπυλο του Κεραμεικού και χρονολογείται γύρω στον όψιμο 8ο αι., ‘’εισάγει’’ πλέον την αρχή της ελληνικού αλφαβήτου. Το φοινικικό αλφάβητο πρέπει να υιοθετήθηκε κάπου ενδιάμεσα, ίσως μεταξύ του 10ου και 9ου αιώνα και πρέπει να τέθηκε ήδη σε ισχύ τον 8ο, εφόσον η γλώσσα της επιγραφής που σώζεται είναι ήδη σε αναπτυγμένη μορφή.
Έκτοτε, τα είδη του αλφαβήτου στην Ελλάδα διαχωρίζονται λίγο πολύ σε τέσσερα, το αττικό με τις ύστερες μετεξελίξεις του, το ιωνικό, το κορινθιακό και το χαλκιδικό. Είναι σημειωτέο, ότι η αρχαία κειμενική παραγωγή διακρίνεται σε έντεχνο και μη λογοτεχνικό λόγο. Στην περίπτωση του λογοτεχνικού, υιοθετούνται οι τοπικοί διάλεκτοι (ιωνική ή αττική, αχαϊκή και βορειοδυτική ή δωρική), οι οποίες χρησιμοποιούνται βάσει του εκάστοτε λογοτεχνικού είδους. Μια ιδιάζουσα γλωσσολογική περίπτωση, φυσικά, αποτελούν τα ομηρικά έπη, στα οποία συναντάται μία γλωσσική στρωματογραφία ενδεικτικής των διαφορετικών χρονολογικών επεξεργασιών τους, ξεκινώντας από την χρήση της αιολικής διαλέκτου και καταλήγοντας με την παρείσφρηση αττικών νεωτερισμών.
Η ελληνική γλώσσα επρόκειτο να βιώσει ακόμα μία πολυετή σειρά γλωσσικών ζυμώσεων. Η Αλεξανδρινή Κοινή των ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων θα αποτελέσει μία απλοποιημένη μορφή της αττικής διαλέκτου, την οποία θα διαδεχθεί εξελικτικά η μεσαιωνική με τις υπο-περιόδους της. Ο 19ος και 20ος θα αποτελέσουν τους αιώνες καθιέρωσης της νεοελληνικής γλώσσας και κύριας φάσης του εμφύλιου γλωσσικού διχασμού (γλωσσικό ζήτημα) με την επίσημη τελική αποδοχή της δημοτικής σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης από την κυβέρνηση Καραμανλή (1976-1977).