Η θρησκεία μέχρι και σήμερα αποτελεί μία σημαντική πτυχή της ζωής του ανθρώπου. Μία συνισταμένη της κοινωνικής του ύπαρξης που καθορίζει κατ’ επέκταση όλες τις εκφάνσεις της ζωής του ατόμου. Η γενέτειρα των αρχαίων και νέων θρησκειών που βρήκαν έρεισμα και στην Δύση αποτελεί η Ανατολή. Τα σωζόμενα αρχαιολογικά κατάλοιπα ανάγουν την γέννηση της θρησκείας ήδη από την Νεολιθική Εποχή (αν εξαιρέσουμε το φαινόμενο των ταφών που καταδεικνύει μία σημαντική πολιτισμική εξέλιξη με μεταφυσική υπόσταση και διαμορφώθηκε με την ανάγκη των ανθρώπων να τιμούν τα αγαπημένα τους πρόσωπα, αρχής γενομένης στην Μέση Παλαιολιθική Εποχή).
Χαρακτηριστικές ενδείξεις για τις θρησκευτικές συμβολιστικές τάσεις απεικόνισης των διάφορων θεοτήτων αποτελούν σε πρώτο πλάνο τα ειδώλια, αντικείμενα χωρίς κάποια χρηστική αξία. Τα αρκετά πολυπληθέστερα γυναικεία ειδώλια (τουλάχιστον στην περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης και Ασίας) αποτελούν αφαιρετικές, σχηματικές απεικονίσεις μιας γυναικείας οντότητας που έχει ερμηνευθεί ως ”Θεά”. Η Θεά, σε πολιτισμούς όπως αυτός στο Τσατάλ Χουγιούκ την 7η χιλιετία πολλές φορές, με ανοιχτά τα πάνω και τα κάτω άκρα της γεννά ταύρους, των οποίων τα εντοιχισμένα κρανία τοποθετούνται κάτωθεν της. Εφόσον έχει συντελεστεί η γεωργική επανάσταση ( πριν από 15.000 χρόνια περίπου ), η οποία θα ακολουθηθεί από την εισαγωγή της κτηνοτροφίας, ο προσανατολισμός των απεικονίσεων γίνεται ζωοκεντρικός με στόχο την ανάδειξη της γονιμότητας και της θεογονικής της παρουσίας. Η Θεά με τους ανοιχτούς μηρούς (ένδειξη της γονιμότητας) πολλές φορές φέρει ως συνοδεία ή γεννά άγρια ζώα. Ανάλογα σχηματικά, ανεικονικά ειδώλια μετέρχονται στις Κυκλάδες με άγνωστες τις χρήσεις τους -λόγω της εκτεταμένης καπηλείας των αρχαιοτήτων-, τα οποία κατά τύπους θα αναπτυχθούν σε επιμήκη,ραδινά ειδώλια με διαφοροποιημένα μέλη, προσωπογραφικά χαρακτηριστικά (μύτη,μάτια,αυτιά μέχρι και ηβικό τρίγωνο) και γραπτή ή εγχάρακτη κόσμηση.
Ένα δεύτερο σύμβολο θεϊκής παρουσίας που διοχετεύθηκε και αποτέλεσε ένα από τα κατ’ εξοχήν ιερά σύμβολα του μινωικού πολιτισμού με ανατολική, ωστόσο, την αρχική προέλευση του αποτελεί ο ταύρος. Ο ταύρος αποτελούσε από την αρχαιότητα ένα επικίνδυνο ζώο που σίγουρα δεν καταδιωκόταν για διατροφικούς, θηρευτικούς λόγους εφόσον το κυνήγι του ήταν παρακινδυνευμένο την εποχή που ο άνθρωπος δεν είχε εφεύρει ακόμα τα πιο αξιόπιστα τεχνολογικά μέσα για την καταδίωξη των μεγάλων ζώων και θηλαστικών. Τα βουκράνια τόσο σε σχέση με την θεά, όσο και ως ‘’ανεξάρτητο’’ τμήμα θρησκειών, θαμμένα εντός του τοίχου σε οικίες, έφεραν αδιαμφισβήτητα μία κάποια λατρευτική αξία.
Τα δύο αυτά σύμβολα θα εμπλουτίσουν λίγο πολύ όλες τις θρησκείες της Νεολιθικής εποχής- τουλάχιστον στον Ελλαδικό χώρο. Η μινωική Κρήτη θα χαρακτηριστεί από την λατρεία του ταύρου με την εκδήλωση των ταυροκαθαψίων και θα αποτελέσει ένα εξέχον σύμβολο στη φορητή και μη τέχνη. Η παρουσία της θεάς της γονιμότητας που περιβάλλεται από τα άγρια τμήματα του ζωικού βασιλείου πιθανότατα να επηρέασε τις σχετικές μινωικές θεότητες όπως λ.χ. την γυμνόστηθη θεά των όφεων που απεικονίζεται σε σχετικό ειδώλιο του ανακτόρου της Κνωσού. Ωστόσο, το συμπέρασμα αυτό αποτελεί μία παρακινδυνευμένη ερμηνεία των σχέσεων της Κρήτης με τμήματα της Ανατολίας. Πιο αξιόπιστη θεωρείται η υπόθεση της ‘’μεταφοράς’’ θρησκευτικών συμβόλων λόγω της επιβεβαιωμένης (τουλάχιστον εμπορικής) σχέσης μεταξύ Κρήτης και Αιγύπτου.
Η παράδοση της θεάς και του ταύρου θα διοχετευθεί ακολούθως και στις Μυκήνες, κυρίως μετά την κατάληψη της Κρήτης από τους Αχαιούς. Πλούσια ευρήματα έχουν βρεθεί και σωθεί εκτεταμένα από μυκηναϊκά κέντρα που εξαπλώθηκαν κατά μήκος της Πελοποννήσου και από τα κέντρα που αποτέλεσαν τους συνεχιστές της μυκηναϊκής παράδοσης μετά την καταστροφή των ανακτόρων και την προέλαση των Δωριέων τον 12ο αι. Η σκυτάλη της λατρείας στους Ολύμπειους θεούς θα δοθεί ήδη από την μυκηναϊκή εποχή με εκτεταμένες αναφορές στα ομηρικά έπη και θα συνεχιστεί λίγο πολύ μέχρι και την ολοκληρωτική αντικατάσταση της από τον χριστιανισμό που ιδρύεται τον 1ο αι. και αποκτά συγκεκριμένη δομή (όπως ιεραρχείο, δόγμα κλπ.) πρώτα με την Α’ Οικουμενική Σύνοδο το 325 μ.Χ. και τις ακόλουθές της.