Στις αρχές του 1922, η Ελλάδα είχε πολύ σοβαρά οικονομικά προβλήματα. Η ελληνική οικονομία περνούσε δύσκολες ώρες. Η Μικρασιατική Εκστρατεία βρισκόταν σε κρίσιμη κατάσταση και η έκβαση της ήταν αβέβαιη για στρατιωτικούς και οικονομικούς λόγους. Η αύξηση των εσόδων του κράτους, μέσω της φορολογίας και της επιβολής δασμών, δεν ήταν η καλύτερη λύση καθώς μια τέτοια πολιτική απαιτούσε πολύ περισσότερο χρόνο από ότι είχε η ελληνική κυβέρνηση στη διάθεση της. Η περιοδεία του πρωθυπουργού Δημητρίου Γούναρη και του Υπουργού Εξωτερικών Γεωργίου Μπαλτατζή στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες για τη σύναψη δανείου δεν καρποφόρησε. Καμία από τις μεγάλες δυνάμεις δεν φαινόταν διατεθειμένη να βοηθήσει το χρεωμένο ελληνικό κράτος. Για να συνεχίσει, όμως η εκστρατεία χρειάζονταν χρήματα τα οποία δεν υπήρχαν. Δάνεια από το εξωτερικό, δεν είχε κανείς διάθεση να δώσει. Σε μία ύστατη προσπάθεια, στις 11 Φεβρουαρίου 1922 ο Γούναρης συμφώνησε με ομάδα Άγγλων κεφαλαιούχων για δάνειο ύψους 15.000.000, που όμως δεν εκταμιεύτηκε ποτέ. Πως, τελικά, ήρθε η διχοτόμηση της δραχμής;
‘Οταν το κατοστάρικο κόπηκε στη μέση
Με την επιστροφή τους στην Αθήνα την 21η Φεβρουαρίου 1922, ο Δ. Γούναρης, λίγο πριν από την ενημέρωση του Υπουργικού Συμβουλίου, εξέθεσε σε στενό κύκλο φίλων τη λύπη του για την αδυναμία σύναψης του εξωτερικού δανείου. Ο υπουργός Οικονομικών και επισιτισμού Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης εν τούτοις έμοιαζε ήρεμος, κρατούσε μια στάση αντίθετη με το κλίμα που επικρατούσε και έπαιζε την αλυσίδα των κλειδιών του. Ο Δημήτρης Γούναρης παραξενεύτηκε και τον ρώτησε προς τι η ευφορία. «Δημητράκη, τα ηύρα τα λεπτά» του απάντησε ο Πρωτοπαπαδάκης και έβγαλε από το πορτοφόλι του ένα χαρτονόμισμα των 100 δραχμών και το έκοψε στα δύο μπροστά στον κατάπληκτο πρωθυπουργό. Αποφάσισε, λοιπόν, να εξηγήσει το σχέδιό του, ήταν κυριολεκτικά η διχοτόμηση της δραχμής, ένα είδος δηλαδή εσωτερικού αναγκαστικού δανείου. Το πρωτότυπο αυτό μέτρο λειτουργούσε με τον εξής τρόπο: οι κάτοχοι των χαρτονομισμάτων θα κρατούσαν το αριστερό κομμάτι των χαρτονομισμάτων στο οποίο απεικονίζονταν ο Γεώργιος Σταύρου Έλληνας ευεργέτης, μέλος της Φιλικής Εταιρίας και τραπεζίτης), και θα είχε αξία ίση με την μισή αξία του αρχικού χαρτονομίσματος. Για παράδειγμα, στην περίπτωση των 100 δραχμων θα είχε αξία ίση με 50 δραχμες, ενώ το δεξιό κομμάτι που ονομάστηκε «στέμμα» (καθώς απεικονίζονταν το βασιλικό στέμμα) θα ανταλλασσόταν με έντοκη ομολογία στη μισή αξία του ακεραίου χαρτονομίσματος.
Το επιτόκιο των ομολόγων ανέρχονταν στο 7% και ήταν πολύ υψηλό σε σύγκριση με το επιτόκιο ταμιευτηρίου που ανέρχονταν στα 4.5%. Στη συνέχεια, το επιτόκιο μειώθηκε στα 6.5% ώστε να μοιράζονταν μέσω κλήρωσης τα χρήματα που θα εξοικονομούνταν μετρό που είχε μεγάλη απήχηση στις λαϊκές μάζες καθώς την εποχή εκείνη δεν υπήρχαν τυχερά παιχνίδια ή οτιδήποτε άλλο που θα τους έδινε την δυνατότητα κερδοφορίας με τέτοιο τρόπο. Το αναγκαστικό δάνειο ψηφίστηκε από την συμπολίτευση στις 25 Μαρτίου 1922, αφού πρώτα είχε υποβληθεί σε αρκετές τροποποιήσεις. Πέρα από την παράταξη του Δ. Γούναρη (Λαϊκό Κόμμα), το δάνειο αυτό είχε και την έμμεση υποστήριξη των Φιλελευθέρων. Το ποσό που απέφερε ανερχόταν στα 1300 με 1500 εκατομμύρια δραχμές και παρά τη αναστάτωση που είχε προκαλέσει δεν δημιούργησε προβλήματα στην λειτουργία των τραπεζών όπως ήταν αναμενόμενο.
Η απόφαση για αναγκαστικό δάνειο έπεσε σαν βόμβα στην αγορά. Οι έμποροι δέχθηκαν χωρίς μεγάλη δυσαρέσκεια το μέτρο, μια και τους έδινε τη δυνατότητα κερδοσκοπίας, κρύβοντας εμπορεύματα και εμφανίζοντάς τα αργότερα υπερτιμημένα. Ωφελήθηκαν, επίσης, από την προτίμηση των λαϊκών μαζών να μετατρέψουν τα χρήματά τους σε εμπόρευμα. Κάποιοι καταθέτες έτρεξαν στην τράπεζα να αναλάβουν τις καταθέσεις τους, αλλά το ποσοστό δεν ήταν μεγάλο, τόσο που να κινδυνεύει η τραπεζική αγορά.
Το αναγκαστικό δάνειο κατέλαβε εξαπίνης τα μέσα ενημέρωσης, τα οποία δεν ήξεραν πώς να το χειριστούν. Ενδεικτικά, οι φιλοκυβερνητικές εφημερίδες, όπως το «Σκριπ», η «Πρωτεύουσα» και η «Καθημερινή», είναι μουδιασμένες και αποφεύγουν να το σχολιάσουν. Οι δε βενιζελικές, όπως το «Εμπρός», η «Εστία» και το «Ελεύθερον Βήμα», αμφισβητούν την αποτελεσματικότητα του εγχειρήματος. Αντίθετος και εντελώς αρνητικός εμφανίζεται ο «Ριζοσπάστης», επισημαίνοντας ότι είναι ένα μέτρο εναντίον φτωχών και πλουσίων χωρίς διάκριση. Επιχειρηματολογία που βρήκε απήχηση και στους βενιζελικούς. Αναφέρεται ότι η κυβέρνηση ξόδεψε πολλά χρήματα, δωροδοκώντας εφημερίδες ώστε να υποστηρίξουν το αναγκαστικό δάνειο.
Δεν πρέπει να παραγνωρίζεται το γεγονός ότι η υποτίμηση της δραχμής ήταν ένας μηχανισμός που αφενός επέτρεπε στο κράτος να θέτει σε εφαρμογή την παρεμβατική πολιτική του και αφετέρου προστάτευε και ενθάρρυνε την εγχώρια παραγωγή. Η υποτίμηση σήμαινε στην ουσία την αναδιανομή του εθνικού πλούτου υπέρ των κρατικών πρωτοβουλιών αφενός και των αστών επιχειρηματιών αφετέρου. Γι’ αυτό, παρά το δημιουργούμενο νομισματικό και δημοσιονομικό χάος, η υποτίμηση ευνοούσε τη δημιουργία και την ανάπτυξη των βιομηχανικών επιχειρήσεων. Όμως, από τη διεθνή σκοπιά, η υποτίμηση ήταν μια διαρκής αιτία διεθνούς καχυποψίας εις βάρος της Ελλάδας και διεθνούς απομονώσεώς της.
Το αναγκαστικό δάνειο του 1922 αν και βοήθησε στην αντιμετώπιση των αναγκών του ελληνικού κράτους που έπρεπε άμεσα να ικανοποιηθούν, δεν κατάφερε εν τέλει να λύσει το οικονομικό πρόβλημα της χώρα, όπου η μικρασιατική καταστροφή και η μαζική άφιξη προσφύγων διόγκωσε και κατέστησε απαραίτητο τον περεταίρω δανεισμό. Ο Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης, ως γνωστόν, παραπέμφθηκε μαζί με άλλους πέντε σε δίκη και καταδικάστηκε σε θάνατο ως ένας από τους υπευθύνους της καταστροφής στη Μικρά Ασία. Το 2010 παύτηκε οριστικά από τον Άρειο Πάγο η δίωξη των Εξι (ανάμεσά τους και του Γεωργίου Μπαλτατζή) λόγω παραγραφής.
Το μέτρο αυτό επαναλήφθηκε το 1926. Η χώρα, ωστόσο, δεν γλίτωσε την πτώχευση το 1932, με την κήρυξη παύσης πληρωμών από την κυβέρνηση Βενιζέλου.
Πηγές που χρησιμοποιήθηκαν για τη δημιουργία του άρθρου:
Διχοτόμηση της δραχμής (25-3-1922). Ανακτήθηκε από: genius.com
‘Οταν το κατοστάρικο κόπηκε στη μέση. Ανακτήθηκε από: www.tovima.gr
Η-διχοτόμηση-της-δραχμής-του-1922. Ανακτήθηκε από: inefan.gr