Μια μικρή χριστουγεννιάτικη ιστορία

Χριστουγεννιάτικη ιστορία στην Κύπρο του 2018. Στην παλιά πολυκατοικία όπου ζούσαμε, χρόνια πολλά πριν πεθάνει ο πατέρας, ζούσε μια ευσεβής γυναίκα, γεροντοκόρη, η Αλκμήνη, γύρω στα εξήντα, η οποία είχε ταλαιπωρηθεί πολύ στη ζωή της. Όταν ήταν νεαρή δούλευε σαν αεροσυνοδός, μια πολύ όμορφη κοπέλα, με φωτεινό πρόσωπο και ακόμα πιο φωτεινό χαμόγελο. Αυτή την ομορφιά την διέκρινες ακόμα, έσκιζε το πέπλο του χρόνου αλλά και του πόνου και την έβλεπες: ομορφιά στην αυθεντική της μορφή. Δυστυχώς στα εικοσιεφτά της είχε ένα φρικτό αυτοκινητιστικό δυστύχημα το οποίο την παρεμόρφωσε. Μετά από αλλεπάλληλες εγχειρήσεις και πλαστικές επεμβάσεις φτιάχτηκε το πρόσωπό της όχι όμως και τα σημάδια στο υπόλοιπο κορμί της, τα οποία έκρυβαν επιμελώς τα απαλά λινά ρούχα της. Για χρόνια πολλά έμενε με τους γονείς της, ύστερα πέρασαν τα χρόνια πέθαναν κι αυτοί και έτσι βρέθηκε να νοικιάζει στον τρίτο όροφο της παλιάς πολυκατοικίας.

Τώρα σε αυτή την ηλικία και αφού στερήθηκε την οικογένεια, τόσο αυτή που είχε όσο και αυτή που θα έφτιαχνε αν δεν συνέβαινε το φρικτό ατύχημα, νέα δοκιμασία ήρθε να την κλονίσει. Είχε εδώ και λίγους μήνες διεγνωστεί με καρκίνο του ήπατος και είχε αρχίσει έναν μεγάλο κύκλο χημειοθεραπείας. Με μια μικρή σύνταξη ανικανότητας πλήρωνε το ενοίκιο και τα έβγαζε πέρα αλλά όχι άνετα. Τις περισσότερες φορές το φαγητό της ήταν βραστά μακαρόνια χωριάτικου τύπου τα οποία έτρωγε μια φορά και για μεσημεριανό και για βραδινό. Είχα δοκιμάσει κι εγώ μια-δυο φορές και ομολογουμένως μέχρι σήμερα είναι τα καλύτερα που έχω φάει. Γιατί; Γιατί ήταν καμωμένα με τόση αγάπη και τόση μεράκι, που ήταν λες και αυτή η αγάπη περνούσε μέσα στο φαγητό και το ευλογούσε με ένα μυστηριώδη τρόπο. Αποκαλούσα το φαγητό της «μοναστηριακό» επειδή μου θύμιζε το φαγητό που έφτιαχναν οι πατέρες στα μοναστήρια, τόσο απλό και απέριττο αλλά πεντανόστιμο.

Διαβάστε επίσης  Αγγελική Λυριάννα Χατζηρήγα: Ποιητική συλλογή Αέναη Πτώση

Αυτές τις γιορτές την θυμήθηκα και παραμονές Χριστουγέννων ξεκίνησα κατά τις οχτώ η ώρα το βράδυ με δύο τσάντες γεμάτες για να την επισκεφθώ. Έστριψα λοιπόν από την γωνία πάνω στην οποία βρισκόταν η πολυκατοικία και βλέπω από μακριά την κυρά-Αλκμήνη μπροστά από την είσοδο της πολυκατοικίας να στέκει και να περιμένει. Είχε περίσσια χάρη και αξιοπρέπεια αυτή η γυναίκα, τόση πολλή που κοιτάζοντάς την δεν μπορούσες με τίποτα να πιστέψεις τι δοκιμασίες πέρασε και περνάει ακόμη.

Ξαφνικά, πριν προλάβω να κάνω ένα βήμα, να σου καταφθάνει μια παλιά θορυβώδη μοτοσικλέτα πάνω στην οποία καθόντουσαν μία κοπέλα και ένας άντρας, προφανώς ασιατικής καταγωγής, συγκεκριμένα μουσουλμάνοι από το Μπανγκλαντές όπως πληροφορήθηκα αργότερα. Η κοπέλα που καθόταν πίσω, Τζαμίκα το όνομά της, κρατούσε ένα μεγάλο δίσκο σκεπασμένο με αλουμινόχαρτο και με δυσκολία προσπαθούσε από τη μια να κρατηθεί από τον οδηγό και από την άλλη να κρατήσει την ισορροπία της. Η Τζαμίκα  έναντι ενός πενιχρού μισθού καθάριζε κατά περίσταση τις σκάλες της παλιάς πολυκατοικίας για λογαριασμό των ιδιοκτήτων. Έτσι είχε γνωριστεί με την κυρά-Αλκμήνη. Ο σύντροφος λοιπόν της κοπέλας αυτής δούλευε σε μια μεγάλη ψησταριά της Λεμεσού και σήμερα λόγω εορτών είχαν μείνει αρκετά νόστιμα γιορτινά φαγητά τα οποία στη συνέχεια μοίρασαν στους υπαλλήλους. Η Τζαμίκα  σκέφτηκε να γεμίσει ένα δίσκο με αυτά τα τρόφιμα και να τον πάρει στην κυρά-Αλκμήνη, επειδή γνώριζε την μοναξιά της κυράς-Αλκμήνης και ένιωθε ότι υπάρχει η ανάγκη. Η «ξένη» και «μετανάστης» Τζαμίκα καταλάβαινε ότι η κυρά-Αλκμήνη, αν και γηγενής σε αυτή τη χώρα, ήταν για την κοινωνία εξίσου «ξένη» και «μετανάστης» αφού η ανάγκη και η θλίψη είναι μια τεράστια πατρίδα στην οποία χωράνε όλοι οι άνθρωποι.

Διαβάστε επίσης  Δυστυχής Σωκράτης ή ευτυχισμένος φιλόσοφος;
Advertising

Advertisements
Ad 14

Εγώ παρέμενα ακίνητος σαν άγαλμα πίσω από τον γωνιακό τοίχο.  – Μάνταμ, φορ γιου, της λέει η Τζαμίκα και της προσφέρει ταπεινά τον σκεπασμένο δίσκο. Η κυρά-Αλκμήνη χωρίς να μιλήσει, σκορπώντας ένα πλατύ χαμόγελο την πήρε και την αγκάλιασε. Και τότε αγκαλιασμένες και οι δυο σαν να ήταν μάνα και κόρη άρχισαν να κλαίνε από συγκίνηση και βέβαια άρχισα κι εγώ να κλαίω, ίσως περισσότερο από αυτές. Οι γείτονες και οι περαστικοί, ευτυχώς λίγοι, θα με πέρασαν σίγουρα για κανένα περίεργο τύπο αν όχι και αλαφροΐσκιωτο.

Έτσι όπως τις κοίταζα μου φαίνονταν και οι δύο λουσμένες στο Φως, σε ένα φως άχρωμο που φώτιζε και τα πιο βαθιά σκοτάδια της ύπαρξης μου. Εκεί σε αυτή την απλή αναπάντεχη σκηνή αντίκρισα τον Θεό και τον άνθρωπο στην ολότητά του. Θεάνθρωπος.. Τι είναι αυτό το φως Θεέ μου, έλεγα. Λες να είναι αυτό το άστρο το φωτεινό της Βηθλεέμ; Γεννήθηκες τελικά Χριστέ μου στην παλιά φάτνη; Ναι, τώρα το βλέπω… Αν εσύ ο Θεός ευδόκησες και έγινες άνθρωπος, τον άνθρωπο Θεέ μου πότε θα τον εκάμεις Άνθρωπο; Κάθισα κατάχαμα και βυθισμένος στον μονολόγιστο συνειρμό μου, δεν ξέρω πόση ώρα πέρασε. Λεπτά ή ώρες; Ούτε που με ένοιαζε πια. Κοίταξα ξανά είχαν φύγει όλοι. Σηκώθηκα πάνω νιώθωντας μια ελπίδα  αυτή την φορά  στην καρδιά μου να με οδηγεί. Χτύπησα το κουδούνι.

Διαβάστε επίσης  Έλληνες της Καππαδοκίας

– Καλά Χριστούγεννα, κυρά Αλκμήνη. Να τα πούμε;

-Γιε μου, κόπιασε πάνω, δεν θα πιστέψεις τι μου έτυχε μόλις τώρα!

Advertising

(βασισμένο σε αληθινή ιστορία)

Ο Ιωάννης Σάββα είναι αρχαιολόγος - ιστορικός ερευνητής και ενεργό μέλος της κοινωνίας από τότε που γύρισε από την όμορφη Θεσσαλονίκη στην γενέτειρά του, την Λεμεσό. Πιστεύει ότι τα 'Ομορφα είναι αθάνατα και α-χώρητα ενώ αντίθετα οι ασκήμιες έχουν ημερομηνία λήξης. Στον ελεύθερο του χρόνο του αρέσει να χτυπάει στου κουφού την πόρτα.

Αρθρα απο την ιδια κατηγορια

Μοναχικά ταξίδια: Χρήσιμες συμβουλές για πρωτάρηδες

Πώς να ταξιδέψετε μόνοι σας με ασφάλεια: Χρήσιμες συμβουλές για

Πώς να κερδίσετε παθητικό εισόδημα με το ποντάρισμα

Πώς να κερδίσετε παθητικό εισόδημα με το ποντάρισμα Το ποντάρισμα