Η ανακάλυψη των –εν πολλοίς κρυμμένων- θησαυρών και η καλή περιήγηση στην Αθήνα είναι μία υπόθεση με πρακτικές δυσκολίες ενώ προϋποθέτει γνώση για τον κρατικό διαμοιρασμό των έργων τέχνης και των αρχαιοτήτων μεταξύ των πολιτιστικών φορέων. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο ‘’προσωρινός’’ τερματισμός λειτουργίας της Εθνικής Πινακοθήκης επί της Βασιλέως Κωνσταντίνου τον Μάρτιο του 2013 για ανακαίνιση, που οδήγησε στην μεταφορά 120 έργων τέχνης – από ένα σύνολο άνω των 20.000- σε ένα εκ των δύο αλλοτινών βασιλικών στάβλων στο Άλσος Στρατού.
Η πρότερη κεντρική τοποθεσία του μουσειακού χώρου έχει δώσει τη θέση της για περίπου μία πενταετία σε ένα σχεδόν περίκλειστο συνοικιακό συγκρότημα στο πάρκου του Γουδιού, του οποίου η ύπαρξη από πολλούς αγνοείται. Ωστόσο, η καλαίσθητη διαμόρφωση του αίθριου και οι πλούσιες συλλογές που εκτείνονται μέχρι και τους δύο προηγούμενους αιώνες (1830-1960) -με εξαίρεση τη μεταβυζαντινή ζωγραφική και τα έργα του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου επί της εισόδου- αποτελούν δύο παράγοντες που το καθιστούν άξιο επίσκεψης τουλάχιστον για όσους ενδιαφέρονται για μία επαφή με την ιδιάζουσα, νεοελληνική, καλλιτεχνική παράδοση.
Το μουσείο Αλέξανδρου Σούτσου, λοιπόν, αποτελεί μία ‘’έδρα’’ καλλιτεχνών, που ο θεματικός τους προσανατολισμός εκτείνεται από τα βιβλικά, ηθογραφικά θέματα και την απόδοση των επεισοδίων του Αγώνα μέχρι και τα κοινωνικά αιτήματα του 20ου αιώνα μέσα από μία σουρεαλιστική και αφαιρετική απόδοση. Καλλιτέχνες όπως ο Κωνσταντίνος Παρθένης, Νικόλαος Γύζης, Γιώργος Ιακωβίδης- ο ιδρυτής και πρώτος διευθυντής του μουσείου το πρώτο μισό του 20ου αιώνα-, Θεόδωρος Βρυζάκης, Κωνσταντίνος Μαλέας, Πολυχρόνης Λεμπέσης, Νικόλαος Βώκος, Ελ Γκρέκο,Θεόφιλος διαμορφώνουν το ύφος του εκθεσιακού χώρου που προτρέπει σε μία απρόσκοπτη, οπτική περιήγηση της ελληνικής ιστορίας της τέχνης.
Η γλυπτοθήκη, αντίστοιχα, φιλοξενεί μία συλλογή που φέρει ένα έντονο νεοκλασικό ύφος, το οποίο, ωστόσο, εναλλάσσεται χάρη των προστριβών του με μία τάση εξέλιξης και απόδοσης της προσωπικής πλαστικής γλώσσας. Γλύπτες όπως ο Δρόσης Λεωνίδας, Φυτάλης Γεώργιος, Χαλεπάς Γιαννούλης, Schwanthaler Ludwig, Rodin Auguste, Τόμπρος Μιχάλης, Παππάς Γιάννης, Magritte Rene, Καπράλος Χρήστος κοσμούν με τις δημιουργίες τους ένα ξεχωριστό χώρο με τα περισσότερα καλλιτεχνήματα να επαναφέρουν στη μνήμη μυθολογικά πρότυπα ή θρησκευτικά μοτίβα όπως σατυρικές μορφές ή ο άσωτος υιός χωρίς να εκλείπουν για ακόμη μία φορά τα σουρεαλιστικά έργα.
Το Μουσείο Αλέξανδρου Σούτσου συνολικά προσφέρει μία διορατική ματιά μέσα από τα επιλεγμένα έργα του στην εθνική ιστορία που καταγράφει τους ελληνικούς αγώνες, οι συνέπειες των οποίων αντανακλώνται μέχρι και σήμερα στην ελληνική κοινωνία. Η τέχνη σε μία συνέχεια αιώνων που παραδίδεται ως παρακαταθήκη, εξελίσσεται και εκτοπίζει συνεχώς τα καθιερωμένα πλαίσια, γεμάτη πάντα με το εμπειρικό της φορτίο, διαφαίνεται μέχρι και στα πιο μοντέρνα της παράγωγα. Η επαφή, λοιπόν, με την τέχνη είναι μία απαραίτητη προϋπόθεση για την εξ ιδίων ‘’ψηλάφηση’’ της ιστορίας μέχρι το σήμερα.