Ο θεσμός του «Κοινού» στην αρχαία Ελλάδα και το εννοιολογικό του περιεχόμενο έχει πολύ πλατύτερες ερμηνείες στον αρχαίο ελληνικό κόσμο από την εξειδικευμένη ερμηνεία που του αποδίδει η σύγχρονη επιστημονική χρήση. Σήμερα οι ιστορικοί με τον όρο εννοούν το ομοσπονδιακό κράτος γιατί οι Έλληνες δεν είχαν ανάλογο τεχνικό όρο για τον ορισμό.
Στην αρχαιότητα όμως ο όρος «Κοινόν» μπορούσε να αναφέρεται σε οποιοδήποτε τύπο κοινότητας. Σαν πολιτικός όρος χρησιμοποιείται για τις μικρές μονάδες, όπως τα εσωτερικά τμήματα πόλεως ή κοινότητας (τέτοια περίπτωση ήταν οι δήμοι) και αφετέρου για τις εκτενείς πολιτικές μονάδες σε αστικές και μη περιοχές. «Κοινά» μπορούσαν να υπάρχουν και παράλληλα προς άλλα μεγαλύτερα Κοινά. Για παράδειγμα, ένα «Κοινόν» περιελάμβανε ολόκληρη την περιοχή της Θεσσαλίας αλλά τα τοπικά κοινά υπήρχαν επίσης, όπως το «Κοινόν των Μάγνητων» εξαρτώμενο από τη Δημητριάδα. Ακόμα ο όρος μπορούσε να χρησιμοποιείται ως συνώνυμο για μια συγκέντρωση πολιτών.
Επομένως για τους Έλληνες ο όρος «Κοινόν» δε σήμαινε αποκλειστικά κάποιο είδος πολιτικής μονάδας. Ήταν ένας ευρύτερος όρος που κάλυπτε κάθε είδους σύνδεσμο, ένωση ή συμμαχία με τη στενώτερη πολιτική έννοια λόγου χάριν συμμαχίες που έχουν γίνει και ομοσπονδιακά κράτη. Κάλυπτε όμως και κάθε είδος συλλόγου, σωματείου όπως οι θρησκευτικές αμφικτυονίες . Σε μεταγενέστερους χρόνους σήμαινε ακόμη και τις συμμαχίες μισθοφόρων (π.χ. Κοινόν των Λυκίων).
Αφού λοιπόν ο όρος ποικίλει σε νοήματα πώς και γιατί κατέληξε να σημαίνει το ομοσπονδιακό κράτος; Ομοσπονδιακό κράτος χαρακτηρίζεται το ανεξάρτητο και κυρίαρχο εκείνο κράτος το οποίο συγκροτείται από συνένωση περισσότερων επιμέρους κρατών βάσει συνταγματικών διατάξεων. Στο ομοσπονδιακό κράτος, σύμφωνα με τον τρόπο δημιουργίας του, υφίσταται μία μόνο κεντρική εξουσία, η οποία αντιπροσωπεύει τα μέλη της και αναλαμβάνει τις κρατικές ευθύνες συλλογικά και όχι επιμεριστικά. Ανιχνεύονται λοιπόν τέτοια στοιχεία στον όρο «Κοινόν» ώστε να μας επιτραπεί η ταύτιση; Τουλάχιστον για τους μεγάλους τύπους οργανώσεων όπως το «Κοινόν των Περραιβών» και το «Κοινόν των Αιτωλών» (που αργότερα εξελίχθηκε στην Αιτωλική Συμπολιτεία), η ταύτιση και η αρμονία μεταξύ των δύο όρων είναι κατάδηλη. Υπάρχει κεντρική εξουσία στην οποία είναι υπόλογες οι πόλεις και οι κοινότητες, καθώς και ένας ανώτατος άρχων που την ασκεί (ταγός και στραταγός αντίστοιχα).
Τί γίνεται όμως σε μικρότερους τύπους οργανώσεων όπου τα πράγματα δε φαντάζουν τόσο απλοϊκά; Σίγουρα πάντως αρκετά, αν όχι όλα τα χαρακτηριστικά, εντοπίζονται και σε άλλα σχήματα, όπως η Δελφική Αμφικτυονία που από θρησκευτική εν πρώτοις οργάνωση αποτέλεσε σημαντικό σημείο αναφοράς και πολιτικής ενότητος. Τα ίδια χαρακτηριστικά εντοπίζουμε και στα εσωτερικά τμήματα μιας πόλεως ή κοινότητας προς μια κεντρική εντός του άστεως εξουσία. Με τη μελέτη των πιο πρόσφατων ανακαλυφθέντων επιγραφών είναι πάντως αδύνατο να διασαφηνιστεί αν ένα αρχαίο ελληνικό κράτος ήταν ομοσπονδιακό ή όχι με μόνο την απλή ανάλυση του όρου με τον οποίον το ίδιο αποκαλούταν.
Την περιπλοκή στο ζήτημα της ερμηνείας του όρου οξύνει η ρωμαϊκή κατάκτηση της Ελλάδος το 146 π.Χ. με την οποία το εννοιολογικό περιεχόμενο του όρου μεταβιβάζεται από το ανεξάρτητο ομοσπονδιακό κράτος στο επαρχιακό περιφερειακό κοιμοβούλιο της ρωμαϊκής περιόδου, συχνά εντολοδόχου της ξένης επικυριαρχίας. Βλέπετε, ο δωσιλογισμός σε αυτή τη χώρα είναι αρχαία υπόθεση και καλά κρατεί. Το έτος 146 π.Χ. αποτελεί ορόσημο στην ιστορία του θεσμού. Η επέκταση της Ρώμης μείωσε όλο και περισσότερο την ελευθερία της κοινής δράσης των πολιτικών φορέων και οδήγησαν τα «Κοινά» στην απώλεια της αυτονομίας τους. Στη θέση τους προέκυψαν πολυάριθμα μικρότερα «Κοινά» που λειτουργούσαν είτε με την ανοχή είτε και με την υποστήριξη της Ρώμης.
Κάνοντας μία ανασκόπηση των πιο πάνω και μελετώντας τα διάφορα ιστορικά παραδείγματα (Κοινόν της Αιτωλοκαρνανίας, Κοινόν της Κρήτης, Ηπειρωτικό Κοινόν κ.α.) οφείλουμε να παραδεχθούμε ότι η κυριότερη σημασιολογία του όρου, αν όχι και μοναδική, περιστρέφεται γύρω από την έννοια του ομοσπονδιακού κράτους. Τα στοιχεία ενότητας των Ελλήνων και η ομαδική τάση απομάκρυνσης από τον παλαιό θεσμό των πόλεων-κρατών σε πιο ενωτικού χαρακτήρα πολιτικά σχήματα αποτελούν στοιχεία πολύ ισχυρά για να τα αγνοήσουμε.
Είναι όμως ένα ζήτημα που προκάλεσε ζωηρές συζητήσεις γιατί κάποιοι εσφαλμένως θέλησαν να δουν σε αυτό την αρχή της υπέρβασης της «πόλεως» προς την κατεύθυνση πιο ενιαίων δομών. Όμως με εξαίρεση τους συνδέσμους θρησκευτικού χαρακτήρα και την ιδιαίτερη περίπτωση της Χαλκιδικής, την οποία θα εξετάσουμε ειδικότερα στην συνέχεια, δεν μπορούμε παρά να αναγνωρίσουμε ότι οι ομοσπονδίες των πόλεων,τα «Κοινά» δηλαδή που δεν πρέπει να συγχέονται με τα «έθνη» (πολιτικά σχήματα πιο αρχαϊκά), δεν εμφανίζουν εκείνα τα ενωτικά χαρακτηριστικά που θα προαναγγείλουν τα σχήματα του μέλλοντος.
Προφανώς το ομοσπονδιακό κράτος αφού ξεπερνά τα στενά όρια της πόλεως εμπίπτει στην κατηγορία του έθνους. Ωστόσο το «Κοινόν» με την αυστηρή έννοια του όρου δεν είχε πραγματολογική ισοτιμία με το «έθνος», μολονότι κατά καιρούς εμφανίζονται παράλληλα στις πηγές και πολλάκις αλληλοκαλύπτονται. Ο όρος «έθνος» χαρακτήριζε περιγραφικά τον λαό ενός κράτους-μέλους ενώ το «Κοινόν» αναφέρεται στη διακυβέρνηση του κράτους και χονδικά ταυτίζεται με την έννοια κράτος και έτσι χρησιμοποιείται συχνά σε αντιδιαστολή προς τα μέλη. Στη θέση των μελών έχουμε τη διατύπωση «έθνη» να χρησιμοποιείται στις πηγές.
Εν παρενθέσει όσον αφορά την ιδιαιτερότητα της συμμαχίας της Χαλκιδικής (που ο Ξενοφών στα «Ελληνικά» την αποκαλεί συμπολιτεία) είναι δέον να αναφέρουμε ότι πρόκειται για το πιο δεμένο πολιτικό σχήμα από τα λεγόμενα «Κοινά» γιατί προϋπέθετε όχι μόνο ότι όλοι οι πολίτες της συμπολιτείας έχουν πολιτικά δικαιώματα σε όλες τις πόλεις αλλά ότι έχουν επίσης δικαίωμα γάμου (επιγαμία) και το δικαίωμα απόκτησης ακίνητης περιουσίας (έγκτησις) σε οποιαδήποτε από τις πόλεις. Ώστε το σχήμα της ολοκλήρωσης ήταν εδώ πολύ πιο προχωρημένο, γιατί έστω και αν στην πράξη η Όλυνθος ήταν η κυρίαρχη πόλη, η Χαλκιδική Συμπολιτεία έφερε κιόλας τα χαρακτηριστικά ενός γνήσιου ομοσπονδιακού κράτους και προανάγγελε έτσι σχήματα πολιτειακής οργάνωσης που θα επικρατούσαν τελικά στο 3ο αιώνα πριν το περιεχόμενο τους αλλοιωθεί από τη ρωμαϊκή επικυριαρχία.
Συνοψίζοντας, καταφαίνεται η ευελιξία του θεσμού του «Κοινού» αφού κατόρθωσε να παραλλαγεί και να προσαρμοστεί στις απαιτήσεις των εκάστοτε ιστορικών συνθηκών, στοιχείο που απορρέει από την ίδια την ευρύτητα του όρου. Η εξέλιξη του θεσμού του «Κοινού» πέραν από την αυτοτέλειά της και την αυθύπαρκτη παρουσία της στο ιστορικό γίγνεσθαι, υπήρξε και φορέας επιρροών ισχυρών προσωπικοτήτων. Αρκεί να θυμηθούμε λίγα από τα πολλά παραδείγματα, όπως το σπουδαίο ρόλο που διαδραμάτισε ο Επαμεινώνδας στο Κοινόν των Αρκαδών ή ο Φίλιππος Β’, εμπνευστής της πανελλήνιας ιδέας του Ισοκράτους, στο Κοινόν των Ελλήνων. Άλλωστε ολόκληρη η ανθρώπινη Ιστορία είναι κατ’ ουσίαν Ιστορία δρώντων προσώπων.
Εν κατακλείδι φαίνεται πως στα αρχαιοελληνικά «Κοινά» συνειδητά ή ασυνείδητα εμπεριέχονται τα πρωταρχικά σπέρματα εθνικής συνείδησης, συνείδησης που θα συντείνει στην εθνική συγκρότηση του μέλλοντος. Συνείδησης που πέραν από εθνικό είχε και έντονο πολιτικοκοινωνικό χαρακτήρα.