Το πλέον μεγαλύτερο θέμα, που μέσω αυτού καταφέραμε -για άλλη μια φορά- ως ελληνική κοινωνία να διχαστούμε, είναι εκείνο σχετικά με την επιθυμία του οίκου Gucci να χρησιμοποιήσει τον Παρθενώνα, ως χώρο για μια επίδειξή του στις αρχές του καλοκαιριού. Όπως όλοι γνωρίζουμε, το ΚΑΣ είπε το ηρωικό (;) όχι στον Οίκο, ενώ μάλιστα φάνηκε και λίγο έως πολύ ενοχλημένο από μια τέτοια πρόταση. Μια τέτοια πρόταση; Μάλιστα.
Όπως διαβάσαμε στη Lifo η αρνητική απάντηση δόθηκε ομόφωνα την Τρίτη, όπου τα μέλη του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου ανέφεραν στην αιτιολόγησή τους: «ο ιδιαίτερος πολιτιστικός χαρακτήρας των μνημείων της Ακρόπολης δε συνάδει με τη συγκεκριμένη εκδήλωση, καθώς πρόκειται για μοναδικά μνημεία και σύμβολα παγκόσμιας κληρονομιάς, μνημεία παγκόσμιας κληρονομιάς της Unesco». Στο σημείο αυτό, να πούμε πως η προσφορά των Ιταλών ήταν 2 εκ. ευρώ. Ναι, καλά διαβάσατε. Και όχι, δε θα ήταν μόνο αυτό το κέρδος της Ελλάδας.
Για πολλούς εκεί έξω, είναι αδιανόητο να δεχτούν πως μπορεί να γίνει μια επίδειξη μόδας -ναι, κι ας είναι και του οίκου Gucci- στο χώρο του Παρθενώνα, καθώς πρόκειται για ένα ιερό μνημείο. Ναι, φυσικά και πρόκειται και δε γίνεται να αμφισβητήσει κανείς κάτι τέτοιο. Πρέπει να λάβουμε σοβαρά υπόψιν μας αυτή τη γνώμη, καθώς συνάδει και με τη γνώμη των ειδικών, που είναι καλό να τους ακούμε -και- καμιά φορά.
Συγχωρέστε με όμως, μα το μόνο αρνητικό που μπορώ να δω στη διεξαγωγή μια επίδειξης μόδας στο μνημείο μας, είναι το γεγονός που ίσως εκτεθούμε στα «μάτια» των Άγγλων. Πιο συγκεκριμένα, θα μπορούσε κανείς αναμφίβολα να ισχυριστεί πως δε γίνεται να ζητάς σαν έθνος τα γλυπτά του Παρθενώνα και ταυτόχρονα να δίνεις με ευκολία τον χώρο αυτό για μια επίδειξη μόδας. Ναι, κάτι τέτοιο είναι λογικό, όμως στη συνέχεια ακολουθούν περισσότερο λογικά και πρακτικά επιχειρήματα.
Αρχικά, να θυμηθούμε την καταπληκτική φωτογράφηση του οίκου Dior, το 1951 (!) στο χώρο του Παρθενώνα. Τότε φαντάζομαι δεν υπήρχε ένας αντίστοιχος θεσμός, όπως είναι το ΚΑΣ, έτσι; Πολλές δεκαετίες αργότερα, η Jeniffer Lopez φωτογραφήθηκε στον Παρθενώνα, το 2008. Μας πειράζει μια επίδειξη λοιπόν, που έχει να προσφέρει περισσότερα θετικά, παρά αρνητικά; Πολλοί είναι εκείνοι που κάνουν λόγο για εμπορευματοποίηση του πολιτισμού μας. Γιατί όταν εμπορευματοποιείται κάτι, εκτός ακραίων περιπτώσεων, να πρέπει κιόλας να θεωρείται απαραίτητα και ως προσβολή και εξευτελισμός; Αν δίναμε δηλαδή τον Παρθενώνα, αν έπεφτε και αυτός δήθεν «θύμα» της εμπορευματοποίησης, θα σήμανε πως δε σεβόμαστε τα μνημεία μας; Όχι βέβαια και καλό θα ήταν, αν κάποιος το πιστεύει ακράδαντα, να το σκεφτεί διπλά. Και τριπλά.
Ας μη μιλήσουμε για το τεράστιο οικονομικό όφελος που πιθανότατα θα είχε το ελληνικό κράτος. Ας φανταστούμε λίγο τι σημαίνει ένα τέτοιου είδος σόου: διάσημα μοντέλα, διάσημοι επισκέπτες που θα διαφημίσουν τη χώρα μας, τουρίστες που θα αφήσουν χρήματα στις ελληνικές επιχειρήσεις και πόσοι «δρόμοι» που μπορούν να ανοιχτούν για την ελληνική μόδα. Όλα αυτά, σε μια περίοδο που η Ελλάδα βιώνει αυτή τη δύσκολη οικονομική κατάσταση, εμείς απλά απαντάμε με ένα «όχι», νομίζοντας πως κάτι τέτοιο θα αφαιρέσει «πόντους» από το εθνικό μας συναίσθημα. Όχι, δεν πρέπει να υπάρχει αυτή η ενοχή. Τα μνημεία είναι η σπουδαιότερη μας πολιτισμική κληρονομιά, μα κάτι τέτοιο δε σημαίνει πως πρέπει να τα «περιθωριοποιούμε» από τις νέες κοινωνικές και οικονομικές μας ανάγκες.
Τέλος, να αναφέρουμε πως αμέσως μετά την άρνηση της Ελλάδας σχετικά με την επίδειξη μόδας, η Σικελία καλεί τον οίκο Gucci και προσφέρει τον αρχαιολογικό χώρο του Ακράγαντα. Πιο συγκεκριμένα, ο διευθυντής, Τζουζέππε Παρέλλο, είπε: «έχουμε και εμείς ελληνικούς ναούς, ο οίκος Gucci, ας έρθει, λοιπόν, εδώ». Κάτι τέτοιο, μας υπενθυμίζει για ακόμη μια φορά δυστυχώς, πως αντί να παραπονιόμαστε για τη δεινή μας οικονομική μας κατάσταση και θέση, είναι προτιμότερο να πράττουμε όσα θα προλάβουν αυτή τη συνηθισμένη ελληνική γκρίνια!
Πληροφορίες: Lifo