
Ο Marx, κατά την διαμόρφωση της φιλοσοφικής σκέψης του, επηρεάστηκε, κατ’ αρχάς, από τη γερμανική φιλοσοφία και ιδιαίτερα από τον Hegel και τους μαθητές του, οι οποίοι ανήκαν στο φιλοσοφικό ρεύμα του ιδεαλισμού. Οι ιδεαλιστές πίστευαν ότι ο κόσμος διέπεται από την Ιδέα, τον Λόγο, μια μοναδική Αρχή και υποστήριζαν ότι ο άνθρωπος όδευε, μέσω της πνευματικής προόδου, προς αυτήν την ιδέα, όδευε, δηλαδή, προς την τελειότητα των θεσμών, του πολιτισμού, της θρησκείας και εν γένει της κοινωνίας. Η μελέτη της πνευματικής ανάπτυξης του ανθρώπου και της συνείδησής του θεωρείτο, ως εκ τού-του, από τους ιδεαλιστές καθοριστικής σημασίας για την κατανόηση της κοινωνίας. Μέσω της πνευματικής ανάπτυξης ο άνθρωπος θα προσέγγιζε με τη σκέψη την Ιδέα.

Σύμφωνα με τον Hegel, οι ιδέες και οι θεσμοί μάχονται μέσα στην ιστορία για να κατακτήσουν ηγεμονική θέση. Οι ιδέες διαμορφώνουν την συνείδηση και μέσω της ενσυνείδητης δράσης συντελείται η τελειοποίηση του κόσμου. Η διαδικασία της πνευματικής (και κοινωνικής) ανάπτυξης κινείται από την πάλη των ιδεών. Κάθε ιδέα δημιουργεί την άρνησή της, δηλαδή μια αντίθετη ιδέα. Η καινούργια ιδέα εμπεριέχει στοιχεία της παλιάς ιδέας. Η καινούργια ιδέα αποτελεί μια ανώτερη βαθμίδα σε σχέση με την παλιά όσον αφορά την πορεία προς την Ιδέα. Ο Hegel αποκαλούσε την διαδικασία αυτή της αλλαγής ως διαλεκτική.
Μετά τον θάνατο του Hegel δημιουργήθηκαν δύο ομάδες οπαδών του, οι οποίες διεκδικούσαν την συνέχιση του έργου του: Οι Παλαιοχεγκελιανοί και οι Νεοχεγκελιανοί. Οι Παλαιοχεγκελιανοί θεωρούντο συντηρητικοί, διότι αποδέχονταν την καθεστηκυία τάξη πραγμάτων. Συγκεκριμένα, πίστευαν ότι η σύγχρονή τους Πρωσική απόλυτη μοναρχία, θρησκεία και κοινωνική οργάνωση αποτελούσαν την επίτευξη της Ιδέας. Οι Νεοχεγκελιανοί, από την άλλη πλευρά, ασκούσαν κριτική στη θρησκεία και πίστευαν ότι απαιτείτο να διανυθεί ακόμα μεγάλη πορεία για την επίτευξη της τελειοποίησης των θεσμών και της κοινωνίας.
Ο Marx επηρεάστηκε, κατ’ αρχάς, από τους Νεοχεγκελιανούς. Δεν ήταν ικανοποιημένος, όμως, με τις μεταφυσικές τους αναζητήσεις και την αποστασιοποίησή τους από τους αγώνες που λάμβαναν χώρα στον πραγματικό κόσμο. Σε σύντομο χρονικό διάστημα, χάνει το ενδιαφέρον του για τις αντιλήψεις των Νεοχεγκελιανών και στρέφεται προς τον υλιστή φιλόσοφο Φόϋερμπαχ (Feuerbach). Ο Φόϋερμπαχ υποστήριζε «ότι ο Χέγκελ είχε μετατρέψει κάτι που ήταν απλώς μια ιδιότητα των ανθρώπινων όντων, τη δυνατότητα σκέψης, στην κυρίαρχη όψη της ύπαρξης. Αντί να βλέπει τα ανθρώπινα όντα σαν μέρος του υλικού κόσμου και τη σκέψη απλώς σαν τον τρόπο που αντανακλούν αυτό τον υλικό κόσμο, ο Χέγκελ είχε μετατρέψει και τον άνθρωπο και την φύση σε απλές αντανακλάσεις της πανίσχυρης «Απόλυτης Ιδέας».
Ειδικότερα, ο Φόϋερμπαχ υποστήριζε, ότι δεν ήταν η συνείδηση του ανθρώπου που καθόριζε τη ζωή του και την ύπαρξή του, αλλά ότι ο ίδιος ο άνθρωπος είναι εκείνος που καθορίζει την συνείδησή του. Στο έργο του, «Η Ουσία του Χριστιανισμού», ο Φόϋερμπαχ άσκησε μια εντυπωσιακή, για την εποχή του, κριτική στην θρησκεία. Υποστήριξε ότι ο άνθρωπος χρειάζεται τη θρησκεία, επειδή του ικανοποιεί μια συναισθηματική ανάγκη. Ως εκ τούτου, ο άνθρωπος προέκτεινε τις καλύτερες ιδιότητές του σε μία μορφή θεού, τον οποίο λάτρεψε, ώστε τελικά ο θεός έφτασε να έχει μια ανεξάρτητη ύπαρξη στην συνείδηση του ανθρώπου. Προκειμένου να ξανακερδίσει ο άνθρωπος την ανθρωπιά του, χρειάστηκε να αντικαταστήσει την αγάπη για τους συνανθρώπους του με την αγάπη για το Θεό. Η ουσία του ανθρώπου, έγραφε ο Φόϋερμπαχ, βρίσκεται μόνο στην κοινότητα, στην ενότητα ανθρώπου με άνθρωπο. Ο Φόϋερμπαχ υποστήριζε ότι οι άνθρωποι έπρεπε να κατανοήσουν την πραγματική τους φύση και αυτό θα επιτυγχανόταν με την διαδικασία της εκπαίδευσης, της οποίας σκοπός, θα ήταν η εξουδετέρωση της επιρροής της θρησκείας.
Ο Μarx αν και εντυπωσιάστηκε από τον Φόϋερμπαχ, άσκησε κριτική στις ιδέες του. Τον επέκρινε, διότι θεωρούσε ότι η ανάλυσή του ήταν μη-ιστορική και μη διαλεκτική. Ο Μarx έγραψε χαρακτηριστικά ότι στο βαθμό που ο Φόϋερμπαχ είναι υλιστής, δεν ασχολείται με την ιστορία, και στο βαθμό που ασχολείται με την ιστορία, δεν είναι υλιστής. Συγκεκριμένα, ενώ ο Φόϋερμπαχ υπεστήριξε ότι ο άνθρωπος μέσω της θρησκείας κάλυπτε μία συναισθηματική ανάγκη, δεν εξηγούσε την προέλευση αυτής της συναισθηματική ανάγκης. Κατά τον Marx, ο Φοϋερμπαχ δεν μπόρεσε να δει τον άνθρωπο ως μια κοινωνική ύπαρξη. Τον έβλεπε ως ένα άτομο που προσπαθούσε να πραγματώσει την ανθρώπινη φύση του. Αν, όμως, έβλεπε τον άνθρωπο ως κοινωνική ύπαρξη, θα μπορούσε ο Φόϋερμπαχ, σύμφωνα με τον Marx, να εξηγήσει την συνείδηση του ανθρώπου σε συνάφεια με την υλική κατάσταση του ανθρώπου.

Η προσωπικότητα των ατόμων και η συνείδησή τους, όπως περιγράφονται από τις αντιλήψεις, τις προτιμήσεις τους και τον τρόπο ζωής τους, διαμορφώνονται εντός της κοινωνίας στην οποία τα άτομα γεννιούνται, αναπτύσσονται και ζουν. Κατ’ αυτή την έννοια είναι, σύμφωνα με τον Μarx, το κοινωνικό είναι αυτό που διαμορφώνει τη συνείδηση του ανθρώπου (Marx, Θέσεις για τον Φόϋερμπαχ). Πρέπει, λοιπόν, κατ’ αρχάς, να μελετηθεί το κοινωνικό γίγνεσθαι και στη συνέχεια να διερευνηθεί ο άνθρωπος ως προς την ατομικότητά του σε συνάφεια με τις κοινωνικές συνθήκες, εντός των οποίων ζει και διαπλάθεται. Η ταξική θέση του ατόμου, για παράδειγμα, αποτελεί μία σημαντική συνιστώσα μεταξύ πολλών που συντελούν στη διαμόρφωση της προσωπικότητας του ατόμου και των μεταβολών της.
Συγκεκριμένα, η ταξική θέση διαμορφώνει το εισόδημα, τις δυνατότητες εκπαίδευσης, τις δυνατότητες κατανάλωσης, κλπ., δηλαδή το περιοριστικό πλαίσιο των ατομικών επιλογών. Ως εκ τούτου, μας λέει ο Marx στις Θέσεις για τον Φόϋερμπαχ, οι άνθρωποι που έχουν αλλάξει είναι προϊόντα διαφορετικών συνθηκών και διαφορετικής ανατροφής. Δεδομένου, επιπλέον, ότι τις συνθήκες τις αλλάζουν οι άνθρωποι, αυτό σημαίνει ότι, μεταξύ άλλων, πρέπει να διαπαιδαγωγηθεί κι ο ίδιος ο εκπαιδευτής που εκπαιδεύει τους ανθρώπους προκειμένου να υπάρξει κοινωνική αλλαγή. Η σημασία, λοιπόν, του ανθρώπου και της συνείδησής του είναι μεγάλη για τη Μαρξιστική θεωρία, ιδιαίτερα από την οπτική της επαναστατικής αλλαγής της κοινωνίας στην οποία απέβλεπε ο Μarx: «Οι Φιλόσοφοι έχουν μόνο ερμηνεύσει με διαφορετικούς τρόπους τον κόσμο, το ζήτημα όμως είναι να τον αλλάξουμε» (11η θέση για τον Φόϋερμπαχ).
Η επιστημολογική σκέψη του Marx επηρεάστηκε, επίσης, από τον Διαφωτισμό και την Επιστημονική Επανάσταση (βλέπε και Edgley, σελ. 115-120). Υπό την επήρεια τους ιδρύθηκαν και αναπτύχθηκαν οι φυσικές επιστήμες: αστρονομία, φυσική, χημεία. Η θεοκρατική ιδεαλιστική αντίληψη για τον κόσμο άρχισε να υποχωρεί και μια νέα αντίληψη της πραγματικότητας διαμορφώνεται υπό την επίδραση πλέον των φυσικών επιστημών. Η επίδραση, όμως, των φυσικών επιστημών οδήγησε αρκετούς στοχαστές στη λεγόμενη «μηχανική φιλοσοφία» (mechanical philosophy). Σύμφωνα με την φιλοσοφία αυτή, η αντικειμενική πραγματικότητα που διερευνάται από την επιστήμη θεωρείται ως ένας μηχανισμός ύλης που βρίσκεται σε κίνηση, ένα είδος κοσμικού ρολογιού. Όλα τα φαινόμενα τείνουν να ερμηνεύονται ως αποτελέσματα του μηχανισμού της ύλης σε κίνηση. Η κατανόηση της πραγματικότητας στηρίζεται, επομένως, στην γνώση των νόμων που διέπουν αυτόν τον μηχανισμό και την κίνησή του.
Στα πλαίσια της ανάπτυξης των φυσικών επιστημών, ο Marx και ο Engels, εντούτοις, επηρεάστηκαν περισσότερο από τις θεωρίες των Kant και Laplace παρά από την θεωρία του Newton ως προς το ηλιακό σύστημα. Ο Newton υποστήριξε ότι οι πλανήτες περιστρέφονται γύρω από τον ήλιο, ακολουθώντας τους νόμους της κίνησης και της βαρύτητας. Η κίνησή τους ήταν κυκλική ή επαναλαμβανόμενη μέσα σ’ ένα σύστημα, το οποίο παρέμενε, κατ’ ουσία, αμετάβλητο. Οι Kant και Laplace, από την άλλη πλευρά, απέρριψαν την έννοια του στατικού συστήματος και ανέπτυξαν μια θεωρία, σύμφωνα με την οποία το παρόν ηλιακό σύστημα αποτελούσε το πρόσφατο στάδιο μιας μακράς και συνεχιζόμενης εξέλιξης του ηλιακού συστήματος. Για τους Marx και Engels, οι θέσεις αυτές, όπως και η θεωρία του Darwin για την εξέλιξη, έδειχναν ότι «η φύση έχει μια ιστορία». Επιπλέον, έδειχναν, ότι οι φυσικές επιστήμες εξελίσσονταν και αυτές, ώστε από την αντίληψη περί στατικής φύσης να έχουν φθάσει στην παραδοχή ότι η φύση έχει την ιστορικότητά της. Η μέθοδος για να προσεγγισθεί αυτή η μη-κυκλική (προοδευτική) αλλαγή πίστευαν ότι έχει αναπτυχθεί ήδη στο πεδίο της φιλοσοφίας από τον Hegel: ήταν η διαλεκτική. Εντούτοις, όμως, θεωρούσαν ότι η διαλεκτική του Hegel ήταν μια μέθοδος ιδεαλιστική και όχι υλιστική. Ο Hegel θεωρούσε ότι η εξέλιξη του κόσμου βασιζόταν στην πάλη των ιδεών. Θεωρούσε την πραγματικότητα ως πνευματική σύλληψη αλλά και προϊόν της σκέψης ή του μυαλού και, κατ’ αυτήν την έννοια, η διαλεκτική φύση της πραγματικότητας αφορούσε την διαλεκτική, κατ’ ουσία, του κόσμου των ιδεών και όχι τη διαλεκτική κάποιας υλικής δραστηριότητας. Ο Marx απέρριψε τόσο τον ιδεαλισμό του Hegel, όσο και τον μηχανιστικό υλισμό της Επιστημονικής Επανάστασης και του Διαφωτισμού. Απέρριψε την ιδέα, ότι η πραγματικότητα μπορεί να αναχθεί τελικά και να ερμηνευθεί ως «ύλη σε κίνηση», ότι οι ιδέες, παραδείγματος χάριν, μπορούν να αναχθούν και τελικά, να θεωρηθούν ταυτόσημες με τις υλικές διαδικασίες που τις στηρίζουν (βιολογική δομή και λειτουργία, π.χ., του εγκεφάλου).
Η διαλεκτική υλιστική μέθοδος του Marx, αντίθετα, θεωρεί ότι η πραγματικότητα αποτελεί ένα όλον, μία ενότητα φύσης και κοινωνίας. Ειδικότερα, η πραγματικότητα είναι ένα διαφοροποιημένο όλον, τα συστατικά στοιχεία του οποίου αλληλοσυσχετίζονται και ενοποιούνται χωρίς, όμως, να μπορούν να αναχθούν μηχανιστικά το ένα στο άλλο. Η διαφοροποίηση της πραγματικότητας δεν είναι μία στατική κατάσταση αλλά είναι μία διαδικασία σε εξέλιξη που προκαλεί συνεχή αλλαγή. Η διαφοροποίηση του όλου οφείλεται στην αντίθεση και την αντίφαση και επίσης τις εμπεριέχει. Η πραγματικότητα, δηλαδή, είναι μια ενότητα αντιφατική εκ συστάσεως, δεδομένου της αλληλοσυγρότησης των στοιχείων του όλου. Και είναι αυτή η εκ συστάσεώς αντιφατικότητα της πραγματικότητας που διέπει την αλλαγή της εντός της ιστορίας.
Πηγή: Α. Βλάχου. «Η μέθοδος της Μαρξιστικής Θεωρίας: Εισαγωγή». Στο βιβλίο Πολιτική Οικονομία του Καπιταλισμού, Επιμέλεια Α. Βλάχου, Εκδόσεις ΚΡΙΤΙΚΗ 2009, σελ. 77-80, 62-63.