Η Θεοδώρα δεν είναι αδίκως η πιο πολυσυζητημένη μορφή του Βυζαντίου. Τα έργα και τα βιώματά της μοιάζει απίθανο να χωρούν στα μόλις σαράντα οχτώ έτη ζωής της. Απλή πόρνη, νυμφομανής, σεξουαλικά απελευθερωμένη, επιζήσασα ή όλα τα παραπάνω, όπως και αν ήταν, το μόνο σίγουρο είναι ότι η εποχή της δεν της ταίριαζε. Αιμοσταγής ή φιλεύσπλαχνη; Σίγουρα μια χαρισματική πολιτικός.
Τα πρώτα χρόνια
Η Θεοδώρα, γεννιέται περί το 500 μ.Χ, σε φτωχή οικογένεια ως η μεσαία από τρεις κόρες. Νήπιο, ορφανεύει από πατέρα και η μητέρα της ξαναπαντρεύεται. Στην προσπάθεια ο πατριός να απολαύει τη θέση του πατέρα της στον ιππόδρομο ως εκτροφέας των ζώων των Πρασίνων, η μητέρα της, στολίζει τις ανήλικες κόρες και τις υποβάλλει σε δημόσια ικεσία. Μάταια. Οι Πράσινοι δίνουν αλλού τη θέση και δεν συγκινούνται. Ευτυχώς, οι Βένετοι έχουν ανάγκη από έναν εκτροφέα και τον προσλαμβάνουν. Η Θεοδώρα δεν ξεχνά ποτέ τη σκληρότητα των Πρασίνων και οι τελευταίοι επρόκειτο να το πληρώσουν ακριβά.
Όταν τα κορίτσια ωρίμασαν, μία μία, η μητέρα τους τα ανέβασε στη σκηνή του τσίρκου. Αρχικά, η Θεοδώρα υπηρετούσε τη μεγάλη της αδερφή που ήταν ήδη διακεκριμένη εταίρα ως έφηβη. Η Θεοδώρα, άγουρη ακόμα για εταίρα, μικρότερη των έντεκα ετών, επιδιδόταν μοναχά στην «ανδρική πορνεία», προσφέροντας τις υπηρεσίες της σε δούλους, πληροφορεί ο Προκόπιος.
Πόρνη πλέον, στην εφηβεία της, με μοναδικό ταλέντο την αποπλάνηση, συμμετείχε σε θεατρικές παραστάσεις, κατά τις οποίες έγινε πασίγνωστη με τα χυδαία αστεία της και την πλήρη απουσία αιδούς. Γδυνόταν επί σκηνής με την πρώτη ευκαιρία και της φαινόταν αστείο όταν τη χτυπούσαν. Άλλαζε αστραπιαία τις ερωτικές της συντροφιές και η λαγνεία της έμοιαζε ακόρεστη. Συμμετείχε, ως πόρνη σε όργια, και όταν οι πλείστοι των δέκα συντρόφων της παραδίνονταν στις αντοχές της, εκείνη συνέχιζε με τους δούλους τους αμισθί. «Κανείς δεν την είχε δει ποτέ να κοκκινίζει», καμάρωνε για όλα της τα κατορθώματα και παραπονιόταν για τη φύση «που δεν της είχε κάνει πιο φαρδιές και τις τρύπες των μαστών της ώστε να μπορεί να σκαρφίζεται κι άλλα κόλπα συνουσιαζόμενη κι από κει.»
Οι περιπέτειες
Αυτό που καθοριστικά διεύρυνε τη φήμη της ήταν το νούμερο στον – μόνο από άνδρες προσβάσιμο – ιππόδρομο με τις χήνες: φορώντας μια μικρή ποδιά που κάλυπτε μόνο την ήβη της, ξάπλωνε ανάσκελα και πάνω στο αιδοίο της της έριχναν κριθάρι από όπου «το έπιαναν σπυρί σπυρί και το έτρωγαν χήνες.»
Η Θεοδώρα, συναναστρέφονταν μόνο «ηθικά διεφθαρμένους» όσο εκείνη, ενώ οι υπόλοιποι την απέφευγαν ως μιαρή και το ‘χαν γρουσουζιά να την ανταμώσουν. Με τις άλλες γυναίκες δεν τα πήγαινε καλά, ήταν επιθετική ως βίαιη και τις συναναστρέφονταν μοναχά αν επρόκειτο να καταστρώσουν μαγικά ερωτικά φίλτρα ή ξόρκια. Η αργότερη νομοθετική «φιλογυνία» της έρχεται σε πλήρη σύγκρουση με τις ευρύτερες διαπροσωπικές της σχέσεις. Οι πραγματικές της φιλίες ήταν ελάχιστες, αλλά δεν τις λησμόνησε ποτέ.
Στα είκοσι ένα της φεύγει από την Κωνσταντινούπολη με έναν αξιωματούχο ως ερωμένη του, εκείνος όμως την διώχνει. Έτσι, η Θεοδώρα, ασκώντας το επάγγελμά της, γύρισε όλη την Ανατολή και έγινε από τις γνωστότερες εταίρες της αυτοκρατορίας. Πολλές φορές έμενε έγκυος, αλλά με τη χρήση βοτάνων κατάφερνε γρήγορα να αποβάλλει. Όλες εκτός από δύο φορές. Την πρώτη, γεννά τον Ιωάννη, ένα παιδί που ο πατέρας του προτιμά να το πάρει μαζί του στις στρατιωτικές αποστολές από βρέφος, παρά να το αφήσει με τη Θεοδώρα, που σαφώς έβλεπε το μωρό ως εμπόδιο στον τρόπο ζωής της. Τη δεύτερη, λίγο πριν γνωρίσει τον Ιουστινιανό, γεννά μια κόρη. Παρόλα αυτά με τον Ιουστινιανό δεν αποκτούν ποτέ διάδοχο εξ αίματος. Παιδί τους είναι η εξουσία.
Η παραμονή της στην Αλεξάνδρεια και η επαφή της με τον πατριάρχη Τιμόθεο, φαίνεται πάντως να την αναμόρφωσαν, τουλάχιστον σε θρησκευτικό επίπεδο. Ασπάζεται τον μονοφυσιτισμό και οι αναταραχές που βιώνει εκεί φαίνεται να δικαιολογούν αργότερα την «μητρική» της προστασία προς τους σχισματικούς.
Η γνωριμία με τον Ιουστινιανό
Επιστρέφοντας στην Πόλη, γύρω στα είκοσι πέντε της, βαθιά επηρεασμένη από ότι έζησε στην «εξορία» της και εμφανώς αλλαγμένη, γνωρίζει τον ανεψιό του αυτοκράτορα, τον Ιουστινιανό, ο οποίος την ερωτεύεται παράφορα. Αυτό το ειδύλλιο ανάμεσά τους χαρίζει στην Θεοδώρα ευθείς εξ αρχής τεράστια δύναμη, αφού ο ισχυρός νέος της κάνει όλα τα χατίρια και «το κράτος καίγεται σαν προσάναμμα για χάρη αυτού του έρωτα.» Τη λούζει με πλούτη και τιμές, την κάνει πατρικία, υιοθετεί το μίσος της για τους Πράσινους, όπως και τη συμπάθειά της προς τους σχισματικούς. Απ’την αρχή ως το τέλος ο Ιουστινιανός είναι πιστός της υπηρέτης.
Ανάμεσά τους φαίνεται να υπάρχει μια αρμονική συμπληρωματικότητα. Αλλάζοντας τη νομοθεσία που απαγορεύει το γάμο μεταξύ εταίρων και συγκλητικών, και ξεπερνώντας τα κοινωνικά και πολιτικά εμπόδια, στέφονται σύζυγοι και διεκδικούν μέρος της εξουσίας. Εντός ολίγων ημερών, όπου ο αυτοκράτορας αναπαύεται, ο θρόνος περνά αποκλειστικά στο νέο αυτοκρατορικό ζεύγος. Ο Προκόπιος, που άλλοτε τους επευφημεί κατά παραγγελία, δεν χαρίζεται σε κανέναν τους στην Απόκρυφη Ιστορία του.
Η Αυτοκράτειρα Θεοδώρα
Αντίθετα από τον Προκόπιο, πολλοί ιστορικοί εξωραΐζουν το παρελθόν της Θεοδώρας. Βέβαια, εκείνη δεν το αρνήθηκε ουδέποτε. Παρά την στροφή του τρόπου ζωής της, δεν απώλεσε ούτε τα βιώματά ούτε τη συμπόνια της προς τον «υπόκοσμο». Κάθε της βίωμα έγινε το κίνητρο για όλες τις νομοθετικές και διοικητικές της πρωτοβουλίες.
Είκοσι ένα χρόνια κυβέρνησε την Βυζαντινή αυτοκρατορία και η δράση της έμελλε να μνημονεύεται εις τους αιώνες, πότε με θετικό, πότε με αρνητικό πρόσημο. Για τους οπαδούς και τον αυτοκράτορα ήταν πάντως κυριολεκτικά «δώρο Θεού». Απανταχού της αυτοκρατορίας κατατρεγμένοι είδαν στη στέψη της τη θεϊκή επέμβαση, εκεί όπου οι σεμνότυφοι απέδιδαν την τύχη της σε μαγγανείες.
Ως πολιτικός είχε όλες τις αρετές που απουσίαζαν από τον αυτοκράτορα. Ήταν αποφασιστική και ενεργητική. Δεν δίσταζε να επιδεικνύει και να τρομοκρατεί με την ισχύ της. Ήταν χαρισματική στη διοίκηση και διορατικότατη. Ήξερε να κάνει συμμαχίες και δεν φοβόταν να διαλέξει τους εχθρούς της, οι οποίοι πάντα υπέκυπταν μπροστά της. Είχε μανία με την τήρηση του πρωτοκόλλου και ήταν δυσπρόσιτη για όλους. Ήταν πάντα καλά πληροφορημένη από τα μεγάλα ζητήματα της αυτοκρατορίας ως τους κρυφούς ψιθύρους των στενών της πρωτεύουσας.
Η Στάση του Νίκα
Το μίσος της Θεοδώρας προς τους Πράσινους, οδήγησε σε μια ακαταλόγιστη εύνοια προς τους Βένετους, που την αξιοποιούσαν στο έπακρο διαπράττοντας κάθε είδους ασυδοσία. Ως απάντηση σ’αυτή τη διάκριση, οι Πράσινοι όλο και εντονότερα πολιτικοποιούνταν εχθρικά προς τη νέα δυναστεία.
Το 532, ο γεμάτος ιππόδρομος χοχλάζει απ’τους εξεγερμένους και η οργή τους αναπυροδοτείται απ΄τη στάση των αντιπάλων τους. Μάταια ο αυτοκράτορας προσπαθεί να διαπραγματευτεί. Οι δρόμοι γεμίζουν στασιαστές, που βλέποντας την κάκιστη αυτοκρατορική διαχείριση συνενώνονται, ξεπερνώντας τις προηγούμενες διαφορές τους και συσπειρώνονται εναντίον του αυτοκράτορα. Το σύνθημα των διαδηλωτών ηχεί σ’όλη την πρωτεύουσα: «Νίκα!»
Εντός ολίγων ημερών, η εξέγερση γίνεται επανάσταση. Ο Ιουστινιανός παίρνοντας τη μια λανθασμένη απόφαση μετά από την άλλη παθιάζει περισσότερο τους επαναστάτες. Τώρα, όλη η Πόλη καίγεται. Άτυπα χρίζεται νέος αυτοκράτορας και ο Ιουστινιανός απελπισμένος ετοιμάζεται να εγκαταλείψει την πρωτεύουσα για να σώσει έστω τη ζωή του.
Στο τελευταίο συμβούλιο που τα απαραίτητα για τη φυγή ετοιμάζονται, η Θεοδώρα ξεσπά, και σε γενικές γραμμές, λέει τα ακόλουθα:
«Άκου να δεις Καίσαρα, είναι ωραίο σάβανο η πορφύρα. Και αν εσύ θες να φύγεις, τα έχεις όλα έτοιμα. Εμένα μη με υπολογίζεις. Δεν σκοπεύω από αύριο να μην με χαιρετούν ως αυτοκράτειρα.»
Αυτά τα λόγια, κόστισαν τη ζωή πενήντα χιλιάδων ανθρώπων και η Θεοδώρα αναγνωρίστηκε για αυτά από όλους ως σπουδαία πολιτικός. «Θεωρήθηκε άξια να έχει μια θέση στο αυτοκρατορικό συμβούλιο», αφού ήταν η πιο ψύχραιμη και η πιο αποφασιστική στη διαχείριση των ολέθριων εξελίξεων, σώζοντας ό,τι ο Ιουστινιανός δείλιασε να υπερασπιστεί. Αυτή ήταν η πιο διευρυμένη εκτέλεση που διέταξε η Θεοδώρα, δεν ήταν όμως η μόνη. Δεν δίστασε ποτέ να εξοντώσει ολοκληρωτικά όποιον απειλούσε τη θέση της. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού, η ταραχώδης διάδρασή της με τον οικονομικό υπάλληλο Ιωάννη Καππαδόκη.
Οι νομοθετικές πρωτοβουλίες της Θεοδώρας
Αν και η εξουσία της ήταν τυπικά περιορισμένη, στην πραγματικότητα χωρίς τη δική της έγκριση, καμιά διαταγή του Ιουστινιανού δεν είχε ισχύ. Συχνά, κάτι τέτοιο ήταν περιττό, αφού εξ αρχής οι περισσότερες αποφάσεις του αυτοκράτορα αποτελούσαν δική της έμπνευση. Βασικός στόχος της Θεοδώρας, μεταξύ άλλων, ήταν η βελτίωση της θέσης της γυναίκας. Ακόμη και ο Προκόπιος της αναγνωρίζει ότι πάντοτε παραστεκόταν στις αδικημένες.
Επικαλούμενη χριστιανικές επιταγές, πέρασε μια σειρά νόμων που ανύψωναν τη γυναίκα εντός και εκτός του γάμου. Κατήργησε την υποχρεωτική καταβολή προίκας, ενώ θεσμοθέτησε την επιστροφή αυτής σε περίπτωση χηρείας ή διαζυγίου. Στην ευρύτερη αποστολή της για αναγνώριση της γυναίκας ως αυτόνομο πρόσωπο με δικαιώματα οικονομικών σχέσεων, επέκτεινε τα κληρονομικά δικαιώματα και στις θηλυκές απογόνους. Ταυτόχρονα, επέκτεινε και τα «μητρικά» δικαιώματα στους πατέρες των παιδιών που για συγκεκριμένους λόγους στερούνταν τη μητέρα τους.
Τέλος, αναγνώρισε και ποινικοποίησε βαρύτατα τα σεξουαλικά αδικήματα εναντίον των γυναικών κάθε τάξης. Παραδείγματος χάριν, βιαστές, απαγωγείς και σωματέμποροι τιμωρούνταν με την θανατική ποινή, ενώ τα θύματά τους προστατεύονταν από κρατικά ιδρύματα που η ίδια ίδρυσε είτε για την περίθαλψη είτε για την επανένταξή τους. Αν και η Θεοδώρα, καταργεί το συναινετικό διαζύγιο, σε μια προσπάθεια ανόρθωσης του θεσμού της οικογένειας, παράλληλα, πρωτοπορεί. Καθιερώνει κοινές για τα φύλα ποινές για τη μοιχεία. Παραχωρεί ισότητα σχετικά με τις αιτίες διαζυγίου, ενώ αναγνωρίζει ως, όχι μόνο αιτία διαζυγίου, αλλά και ποινικά κολάσιμη κάθε πράξη εξαναγκασμού και κακομεταχείρισης εναντίον της γυναίκας εντός του γάμου.
Η άλλοτε περιθωριακή εταίρα, που ποτέ της δεν έχασε την ταύτιση με τους καταπιεσμένους, κυβέρνησε όσους ποδοπατούσαν τον «υπόκοσμο» της και μερίμνησε να είναι αυτό το «ποδοπάτημα» πιο υποφερτό για όσους και όσες δεν είχαν την τύχη να τις ερωτευτεί ο διάδοχος. Κόντρα σε κάθε μορφή εξουσίας στη μισή της ζωή, και η προσωποποίηση της εξουσίας στην άλλη, δεν αποδείχθηκε καθόλου ανάξια για αυτό το μεγαλείο που η τύχη και ο χαρακτήρας της την προόριζαν.
Πηγές που χρησιμοποιήθηκαν στο άρθρο αυτό:
- Garland L., 2000, Βυζαντινές Αυτοκράτειρες, Γυναίκες και Εξουσία στο Βυζάντιο, 527-1204 μ.Χ, Αθήνα: Έλλην
- Ντηλ Κ., 1900, Η Θεοδώρα (Η αυτοκράτειρα του Βυζαντίου), Αθήνα: Ηριδανός
- Προκόπιος, 1988, Ανέκδοτα ή Απόκρυφη Ιστορία, Αθήνα: Άγρα
- Τσεζαρέτι Π., 2003, Θεοδώρα, Η άνοδος μιας αυτοκράτειρας, Αθήνα: Ωκεανίδα