Οριακή Διαταραχή Προσωπικότητας (BPD) : Πολλοί άνθρωποι κάποια στιγμή στη ζωή τους νιώθουν ότι «δεν είναι αρκετοί» – ότι υστερούν, δεν αξίζουν την αγάπη ή την επιτυχία, ή ότι θα απογοητεύσουν τους γύρω τους. Για κάποιους, αυτό το επίμονο αίσθημα ανεπάρκειας γίνεται μόνιμος σύντροφος και επηρεάζει βαθιά την ψυχική τους υγεία και τις σχέσεις τους. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Οριακή Διαταραχή Προσωπικότητας (γνωστή και ως BPD, από τα αρχικά του Borderline Personality Disorder). Η διαταραχή αυτή συνδέεται άμεσα με ασταθή αυτοεικόνα και έντονα συναισθήματα ανεπάρκειας, οδηγώντας το άτομο να πιστεύει συνεχώς ότι δεν είναι «αρκετό». Στο παρόν άρθρο, θα εξετάσουμε τι είναι η Οριακή Προσωπικότητα, πώς το χρόνιο αίσθημα του «δεν είμαι αρκετός» σχετίζεται με τα χαρακτηριστικά της, και –το σημαντικότερο– πώς μπορεί να ξεπεραστεί. Θα στηριχτούμε σε επιστημονικά δεδομένα και θα παρουσιάσουμε σύγχρονες θεραπευτικές προσεγγίσεις (Διαλεκτική Συμπεριφορική Θεραπεία, Γνωσιακή Συμπεριφορική Θεραπεία, ψυχοδυναμικές θεραπείες) καθώς και πρακτικές συμβουλές για την ενίσχυση της αυτοεκτίμησης και τη διαχείριση της συναισθηματικής αστάθειας.
Δες επιπλέον : National Institute of Mental Health (NIMH) – Borderline Personality Disorder
Οριακή Προσωπικότητα και Αίσθημα Ανεπάρκειας
Οι άνθρωποι με Οριακή Διαταραχή Προσωπικότητας συχνά βιώνουν έντονες εναλλαγές στη διάθεση και αβεβαιότητα σχετικά με το πώς βλέπουν τον εαυτό τους, γεγονός που μπορεί να ενισχύει το αίσθημα ότι «δεν είναι αρκετοί». Σύμφωνα με το Εθνικό Ινστιτούτο Ψυχικής Υγείας (NIMH), η Οριακή Προσωπικότητα είναι μια ψυχική διαταραχή που επηρεάζει σοβαρά την ικανότητα του ατόμου να ρυθμίζει τα συναισθήματά του, οδηγώντας σε αυξημένη παρορμητικότητα, διακυμάνσεις στην αυτοεικόνα και προβληματικές σχέσεις. Με πιο απλά λόγια, τα άτομα με BPD δυσκολεύονται να διατηρήσουν μια σταθερή εικόνα για τον εαυτό τους – τη μια στιγμή μπορεί να αισθάνονται αυτοπεποίθηση, και την επόμενη να νιώθουν άχρηστοι ή ανεπαρκείς. Αυτή η ασταθής αυτοεικόνα τροφοδοτεί το αίσθημα ανεπάρκειας: όταν κάποιος δεν έχει μια συνεπή αίσθηση ταυτότητας και αξίας, είναι εύκολο να πέσει στην παγίδα της σκέψης «δεν είμαι αρκετός για κανέναν και τίποτα».
Ένα από τα διαγνωστικά χαρακτηριστικά της Οριακής Προσωπικότητας, όπως θα δούμε παρακάτω, είναι το χρόνιο αίσθημα κενού – μια εσωτερική κενότητα ή αίσθηση ότι η ύπαρξη δεν έχει νόημα. Πολλοί ασθενείς περιγράφουν αυτή την εμπειρία σαν μια συνεχή συναισθηματική «τρύπα» μέσα τους. Συχνά, το άτομο προσπαθεί να γεμίσει αυτό το κενό αναζητώντας επιβεβαίωση από τους άλλους ή εμπλέκοντας τον εαυτό του σε έντονες σχέσεις εξιδανίκευσης και υποτίμησης: μπορεί αρχικά να εξιδανικεύει έναν φίλο ή σύντροφο αναμένοντας ότι θα καλύψει την ανάγκη του να νιώσει «αρκετός», αλλά μικρές απογοητεύσεις οδηγούν γρήγορα σε απογοήτευση και υποτίμηση του άλλου. Αυτός ο φαύλος κύκλος επιβεβαιώνει στον νου του ασθενούς την αρχική του πεποίθηση ότι τελικά «κανείς δεν τον αντέχει» γιατί ο ίδιος «δεν αξίζει» – ενισχύοντας έτσι περαιτέρω το αίσθημα ανεπάρκειας.
Διαγνωστικά Χαρακτηριστικά της Οριακής Διαταραχής (DSM-5)
Για να κατανοήσουμε καλύτερα πώς συνδέεται το «δεν νιώθω αρκετός» με την Οριακή Προσωπικότητα, είναι σημαντικό να δούμε συνοπτικά τα κύρια διαγνωστικά χαρακτηριστικά της, όπως ορίζονται στο DSM-5 (το Διαγνωστικό και Στατιστικό Εγχειρίδιο Ψυχικών Διαταραχών, 5η Έκδοση). Η Οριακή (Μεταιχμιακή) Διαταραχή Προσωπικότητας ανήκει στο Cluster B (δραματικές-ασταθείς διαταραχές προσωπικότητας) και διαγιγνώσκεται όταν υπάρχει ένα μοτίβο έντονης αστάθειας στις διαπροσωπικές σχέσεις, την εικόνα του εαυτού και τα συναισθήματα, μαζί με σημαντική παρορμητικότητα. Συγκεκριμένα, το DSM-5 περιγράφει εννέα (9) πιθανά συμπτώματα, από τα οποία πρέπει να συνυπάρχουν τουλάχιστον πέντε για να τεθεί η διάγνωση:
- Έντονος φόβος εγκατάλειψης και απεγνωσμένες προσπάθειες αποφυγής της πραγματικής ή φανταστικής απόρριψης. (Το άτομο μπορεί να πανικοβάλλεται στην ιδέα ότι θα το εγκαταλείψουν και να κάνει τα πάντα –μερικές φορές με αυτοκαταστροφικούς τρόπους– για να διατηρήσει μια σχέση.)
- Ασταθείς και έντονες διαπροσωπικές σχέσεις, που εναλλάσσονται μεταξύ ακραίας εξιδανίκευσης και υποτίμησης του άλλου (φαινόμενο «μαύρο-άσπρο»).
- Διαταραγμένη, ασταθής αυτοεικόνα ή αίσθηση ταυτότητας. (Η αυτοπεποίθηση και οι στόχοι ζωής του ατόμου μπορούν να αλλάζουν δραματικά· συχνά υπάρχει έντονη αβεβαιότητα για το ποιος είναι και τι αξίζει.)
- Παρορμητικές συμπεριφορές σε τουλάχιστον δύο τομείς που μπορεί να βλάψουν τον εαυτό, όπως ανεξέλεγκτες δαπάνες, επικίνδυνη σεξουαλική συμπεριφορά, κατάχρηση ουσιών, απερίσκεπτη οδήγηση ή επεισοδιακή υπερφαγία.
- Επανειλημμένη αυτοκτονική συμπεριφορά ή αυτοτραυματισμοί (π.χ. κοψίματα στο δέρμα), ή απειλές/εκβιαστικές χειρονομίες αυτοκτονίας.
- Σημαντική συναισθηματική αστάθεια λόγω αντιδραστικότητας της διάθεσης. (Έντονες δυσφορικές διαθέσεις, άγχος ή θυμός που συνήθως διαρκούν μερικές ώρες και μόνο σπάνια πάνω από μερικές ημέρες.)
- Χρόνιο αίσθημα κενού. (Το άτομο συχνά αναφέρει ότι νιώθει “κενό”, “βαριεστημένο” ή ότι η ζωή του δεν έχει σκοπό.)
- Ανεπιθύμητα έντονος θυμός ή δυσκολία στον έλεγχο του θυμού. (Συχνά ξεσπάσματα θυμού, συνεχής οργή ή ακόμα και σωματικοί καυγάδες χωρίς σημαντική πρόκληση.)
- Παροδικά παρανοϊκές ιδέες ή αποσυνδετικά συμπτώματα υπό συνθήκες στρες. (Σε έντονη ψυχολογική πίεση, το άτομο μπορεί να εμφανίσει παροδική παράνοια – π.χ. να νομίζει ότι οι άλλοι θέλουν να το βλάψουν – ή αίσθηση αποπραγματοποίησης, δηλαδή να αισθάνεται αποκομμένο από τον εαυτό ή την πραγματικότητα).
Τα παραπάνω συμπτώματα σκιαγραφούν μια προσωπικότητα που βιώνει τα συναισθήματα σε ακραίο βαθμό και δυσκολεύεται να τα διαχειριστεί. Όπως φαίνεται, η ασταθής αυτοεικόνα και το χρόνιο αίσθημα κενού/ανεπάρκειας βρίσκονται στον πυρήνα της διαταραχής. Η συνεχής αγωνία μήπως ο άλλος σε εγκαταλείψει ή δεν σε αγαπά πραγματικά, συνδυάζεται με την εσωτερική πεποίθηση ότι «κάτι πάει θεμελιωδώς λάθος σε μένα». Αυτή η εσωτερική πεποίθηση τροφοδοτεί και όλα τα υπόλοιπα προβλήματα: όταν πιστεύεις ότι δεν αξίζεις, οι σχέσεις γίνονται πεδίο μάχης (προσπαθείς απεγνωσμένα να κρατήσεις κοντά σου τους άλλους, ή εναλλακτικά τους διώχνεις προτού επιβεβαιωθεί ο φόβος σου), ενώ τα συναισθήματα γίνονται κατακλυσμιαία γιατί λείπει η εσωτερική σταθερότητα.
Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία, η Οριακή Διαταραχή Προσωπικότητας αφορά περίπου το 1-2% του γενικού πληθυσμού, αν και σε κλινικά περιβάλλοντα (π.χ. πρωτοβάθμια περίθαλψη) το ποσοστό μπορεί να είναι υψηλότερο λόγω συννοσηρότητας και υποδιάγνωσης. Αξίζει να σημειωθεί ότι η διαταραχή εμφανίζεται συνήθως στην εφηβεία ή νεαρή ενήλικη ζωή και συχνά υποδιαγιγνώσκεται, καθώς τα συμπτώματα μπορεί να συγχέονται με άλλες διαταραχές (όπως κατάθλιψη, διπολική διαταραχή ή διαταραχές άγχους) αν ο κλινικός δεν είναι εξοικειωμένος με τις λεπτές διαφορές. Το σημαντικό όμως είναι ότι, παρά τη σοβαρότητα των συμπτωμάτων, υπάρχει αποτελεσματική θεραπεία και πολλά άτομα με BPD βελτιώνονται σημαντικά με την πάροδο του χρόνου – ειδικά αν λάβουν την κατάλληλη βοήθεια.
Δες επιπλέον : Mind (UK) – Living with BPD
Αίτια και Μηχανισμοί της Διαταραχής
Η ακριβής αιτιολογία της Οριακής Διαταραχής Προσωπικότητας είναι σύνθετη και πολυπαραγοντική. Δεν υπάρχει ένας και μοναδικός λόγος που κάποιος αναπτύσσει BPD· αντιθέτως, συνδυάζονται βιολογικοί, γενετικοί και περιβαλλοντικοί παράγοντες. Έρευνες δείχνουν ότι υπάρχει μια μέτρια κληρονομική προδιάθεση – για παράδειγμα, οι συγγενείς πρώτου βαθμού ατόμων με BPD έχουν υψηλότερη πιθανότητα να εμφανίσουν και οι ίδιοι κάποια διαταραχή της διάθεσης ή προσωπικότητας. Παράλληλα, νευροβιολογικές δυσλειτουργίες στο σύστημα που ρυθμίζει το συναίσθημα (π.χ. υπερδραστήρια αμυγδαλή, μειωμένη ρύθμιση από τον προμετωπιαίο φλοιό) έχουν παρατηρηθεί σε άτομα με BPD, υποδηλώνοντας ότι ο εγκέφαλός τους είναι πιο «ευαίσθητος» στις συναισθηματικές αντιδράσεις.
Ωστόσο, η βιολογία από μόνη της δεν αρκεί. Οι περιβαλλοντικοί παράγοντες –κυρίως οι τραυματικές εμπειρίες και η παιδική κακοποίηση ή παραμέληση– παίζουν τεράστιο ρόλο στην εμφάνιση της διαταραχής. Σε πολλές μελέτες, ένα μεγάλο ποσοστό ατόμων με BPD αναφέρουν ιστορικό σωματικής, σεξουαλικής ή συναισθηματικής κακοποίησης στην παιδική ηλικία. Ενδεικτικά, έχει βρεθεί ότι περίπου το 30% των ασθενών με BPD έχουν υποστεί βιασμό ή σεξουαλική επίθεση ως ενήλικες, ενώ πολύ υψηλότερα ποσοστά έχουν βιώσει παιδική τραυματική εμπειρία ή χρόνια παραμέληση. Σύμφωνα με μια έρευνα, οι δυσλειτουργικές οικογενειακές σχέσεις και το αίσθημα απόρριψης στην παιδική ηλικία συνδέονται στενά με την ανάπτυξη Οριακής Προσωπικότητας. Η θεωρία του «βιοκοινωνικού μοντέλου» (Linehan) εξηγεί ότι το παιδί που έχει μια έμφυτη ευαλωτότητα (έντονη συναισθηματική ευαισθησία) και μεγαλώνει σε ένα περιβάλλον που δεν επικυρώνει τα συναισθήματά του (το υποτιμά, το τιμωρεί ή το αγνοεί) μπορεί να αναπτύξει δυσκολίες στη ρύθμιση του συναισθήματος και αίσθηση χαμηλής αυτοαξίας. Με απλά λόγια, αν ένα παιδί μεγαλώσει μαθαίνοντας ότι τα συναισθήματά του «δεν έχουν σημασία» ή ότι το ίδιο «δεν αξίζει αγάπη εκτός κι αν είναι τέλειο», ενδέχεται ως ενήλικας να παλεύει με τον διαρκή φόβο ότι δεν είναι αρκετά καλό και θα το εγκαταλείψουν.
Ψυχοδυναμικές θεωρίες προσθέτουν ότι τα άτομα με BPD συχνά δεν ανέπτυξαν μια σταθερή αίσθηση του εαυτού στη παιδική ηλικία, ίσως λόγω αντιφατικών μηνυμάτων από τους φροντιστές τους. Για παράδειγμα, ένας γονιός που εναλλάσσεται μεταξύ υπερπροστατευτικότητας και ψυχρότητας, ή που ο ίδιος έχει ασταθή συμπεριφορά, δυσκολεύει το παιδί να εσωτερικεύσει μια συνεπή εικόνα για το τι αξίζει. Αυτό οδηγεί σε διαχωρισμό (splitting): το άτομο μαθαίνει να βλέπει τον εαυτό του (και τους άλλους) είτε ως τελείως καλό είτε ως τελείως κακό, αφού δεν μπόρεσε να ενσωματώσει και τις δύο πλευρές σε ένα ολοκληρωμένο αίσθημα ταυτότητας. Έτσι, παραμένει ευάλωτο στο να νιώθει τρομερή ντροπή και μίσος για τον εαυτό του όποτε κάνει ένα λάθος ή όποτε αντιμετωπίζει κριτική – διότι δεν έχει αναπτυχθεί μια σταθερή, ρεαλιστική αυτοεκτίμηση που να αντέχει στις αποτυχίες. Οι μηχανισμοί άμυνας όπως το splitting και η ιδεατοποίηση/υποτίμηση είναι προσπάθειες του ατόμου να διαχειριστεί αυτή την αστάθεια, αλλά τελικά διαιωνίζουν τον κύκλο των έντονων διακυμάνσεων στην αυτοεικόνα.
Συνοψίζοντας, τα αίτια της Οριακής Προσωπικότητας περιλαμβάνουν:
-
Γενετική προδιάθεση και νευροβιολογική ευαλωτότητα (υπερευαίσθητο «σύστημα συναγερμού» στον εγκέφαλο).
-
Πρώιμα τραύματα ή χρόνιο στρες (κακοποίηση, παραμέληση, απώλειες).
-
Δυσλειτουργικές σχέσεις προσκόλλησης με γονείς/φροντιστές (ασυνέπεια, απόρριψη ή υπερβολικός έλεγχος).
-
Κοινωνικοπολιτισμικοί παράγοντες (πιέσεις ή τραυματικές εμπειρίες στην εφηβεία, bullying, κοινωνική αστάθεια).
Όλοι αυτοί οι παράγοντες αλληλεπιδρούν, οδηγώντας στους συγκεκριμένους μηχανισμούς της διαταραχής: συναισθηματική αστάθεια, αρνητική αυτο-εικόνα, φόβο εγκατάλειψης και δυσκολία στη διαχείριση του στρες. Το επίμονο αίσθημα ανεπάρκειας, λοιπόν, μπορεί να θεωρηθεί ως αποτέλεσμα τόσο βιολογικών ευαλωτοτήτων όσο και μάθησης μέσα από τραυματικές εμπειρίες ότι «δεν αξίζω – δεν είμαι αγαπητός όπως είμαι».
Δες επιπλέον : Αυτοτραυματισμός στην Οριακή Διαταραχή Προσωπικότητας: Ψυχοθεραπεία
Επιπτώσεις στην Αυτοεικόνα και στις Σχέσεις
Η Οριακή Προσωπικότητα επηρεάζει κάθε πτυχή της ζωής ενός ατόμου, με πιο εμφανείς τις συνέπειες στην αυτοεικόνα και στις διαπροσωπικές του σχέσεις. Όπως ήδη αναφέρθηκε, η αυτοεικόνα στο BPD είναι ασταθής και συχνά αρνητική. Αυτό σημαίνει ότι το άτομο μπορεί να περνά από φάσεις όπου αισθάνεται ισχυρό και ικανό, σε φάσεις βαθιάς αυτοαμφισβήτησης και αυτοαπέχθειας, ακόμα και μέσα στην ίδια μέρα. Το αίσθημα “δεν είμαι αρκετός” είναι στην ουσία μια έκφανση αυτής της αρνητικής αυτοεικόνας. Ο πάσχων επικεντρώνεται διαρκώς στα ελαττώματα και τις αδυναμίες του, μεγαλοποιώντας τα στο μυαλό του, ενώ αδυνατεί να διατηρήσει στη μνήμη του τις φορές που είχε επιτυχίες ή που οι άλλοι τον αποδέχθηκαν. Μοιάζει σαν το «φίλτρο» μέσα του να συγκρατεί μόνο τα αρνητικά. Αυτό οδηγεί σε χαμηλή αυτοεκτίμηση: ακόμη κι αν εξωτερικά κάποια πράγματα πηγαίνουν καλά, εσωτερικά υπάρχει η φωνή που λέει «αργά ή γρήγορα θα τα χαλάσω όλα, γιατί δεν αξίζω».
Η σχέση ανάμεσα στο αίσθημα ανεπάρκειας και τις σχέσεις είναι ιδιαίτερα φαύλη: τα άτομα με BPD λαχταρούν στενές σχέσεις και επιβεβαίωση, αλλά ο φόβος τους ότι θα απορριφθούν (επειδή πιστεύουν πως δεν είναι αρκετά καλά) τους οδηγεί σε συμπεριφορές που τελικά φθείρουν τις σχέσεις αυτές. Για παράδειγμα, ένα άτομο με οριακή προσωπικότητα μπορεί να εξαρτάται υπερβολικά από τον σύντροφό του, αναζητώντας συνεχώς διαβεβαιώσεις αγάπης. Μικρά σημάδια ότι ο άλλος απομακρύνεται –π.χ. καθυστερεί να απαντήσει σε ένα μήνυμα– ερμηνεύονται καταστροφικά («Με βαρέθηκε, θα με αφήσει»). Αυτό μπορεί να προκαλέσει έντονες αντιδράσεις: από θυμό και κατηγορίες («Δεν σου αρκώ, θες να με πληγώσεις;») μέχρι ικετευτική συμπεριφορά ή εκβιαστικές απειλές («Δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα»). Τέτοιες αντιδράσεις φυσικά πιέζουν τον σύντροφο και ενδεχομένως προκαλούν αυτό ακριβώς που το άτομο φοβάται – την απόρριψη ή απομάκρυνση. Έτσι, ο φαύλος κύκλος συνεχίζεται: η σχέση γίνεται ασταθής, με δραματικούς καβγάδες και χωρισμούς-επανασυνδέσεις, γεγονός που επιβεβαιώνει στο άτομο ότι “τίποτα δεν κρατάει – δεν είμαι άξιος αγάπης”.
Επιπλέον, τα άτομα με BPD μπορεί να έχουν φιλικές ή οικογενειακές σχέσεις γεμάτες συγκρούσεις. Ο φίλος ή συγγενής ενδέχεται να νιώθει ότι «περπατά σε ναρκοπέδιο», αφού μικρά πράγματα μπορεί να πυροδοτήσουν μεγάλες αντιδράσεις. Για παράδειγμα, μια απρόσεκτη κουβέντα μπορεί να εκληφθεί ως προδοσία ή επίθεση, λόγω της υπερευαισθησίας στην κριτική και της τάσης για παρανοϊκές σκέψεις υπό στρες. Αυτό δημιουργεί έντονο στρες τόσο στο άτομο όσο και στους γύρω του, οδηγώντας συχνά σε απομόνωση. Δυστυχώς, πολλοί με οριακή διαταραχή τελικά απομονώνονται κοινωνικά, είτε επειδή οι ίδιοι απομακρύνουν τους άλλους από φόβο πριν «τους κάνουν οι άλλοι πέρα», είτε επειδή οι φίλοι/οικογένεια κουράζονται από τις συνεχείς εντάσεις. Το αποτέλεσμα; Ακόμη πιο έντονη μοναξιά και αίσθηση κενού – επιβεβαιώνοντας ξανά την αντίληψη ότι «εγώ φταίω, εγώ είμαι το πρόβλημα».
Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι αυτές οι επιπτώσεις δεν οφείλονται σε “κακό χαρακτήρα” του ατόμου, αλλά στα συμπτώματα της διαταραχής. Οι έντονες εναλλαγές διάθεσης και η συναισθηματική δυσρυθμία κάνουν δύσκολη τη διατήρηση μιας ομαλής καθημερινότητας. Πέρα από τις σχέσεις, επηρεάζονται και άλλοι τομείς: η εργασία (π.χ. συχνές αλλαγές δουλειών λόγω συγκρούσεων ή επειδή το άτομο ξαφνικά χάνει το ενδιαφέρον του), οι σπουδές, η οικονομική σταθερότητα (λόγω παρορμητικών δαπανών) κ.ά.. Όλα αυτά μπορούν να διαβρώσουν ακόμη περισσότερο την αυτοεκτίμηση. Όταν βλέπεις τη ζωή σου να χαρακτηρίζεται από χάος και αστάθεια, είναι εύκολο να πιστέψεις ότι εσύ είσαι ελαττωματικός.
Το θετικό νέο είναι πως, παρά τις σοβαρές αυτές προκλήσεις, τα άτομα με Οριακή Προσωπικότητα μπορούν να βελτιώσουν την κατάσταση. Με την κατάλληλη θεραπεία και υποστήριξη, πολλοί μαθαίνουν να διαχειρίζονται καλύτερα τα συναισθήματά τους, να σταθεροποιούν την αυτοεικόνα τους και να χτίζουν πιο υγιείς σχέσεις. Οι σύγχρονες θεραπευτικές προσεγγίσεις που θα δούμε παρακάτω, στοχεύουν ακριβώς σε αυτά τα προβλήματα: να σπάσουν τους φαύλους κύκλους και να διδάξουν νέους τρόπους σκέψης και συμπεριφοράς.
Σύγχρονες Θεραπευτικές Προσεγγίσεις για την BPD
Η αντιμετώπιση της Οριακής Διαταραχής Προσωπικότητας απαιτεί μια πολυδιάστατη θεραπευτική προσέγγιση. Δεν υπάρχει ένα «μαγικό χάπι» που να θεραπεύει αυτή τη διαταραχή· αντίθετα, ο πιο αποτελεσματικός δρόμος είναι η ψυχοθεραπεία, με έμφαση σε προσεγγίσεις ειδικά σχεδιασμένες για την BPD. Σημαντικό είναι επίσης ένα υποστηρικτικό περιβάλλον και –όπου χρειάζεται– συμπληρωματική φαρμακευτική αγωγή για συγκεκριμένα συμπτώματα. Ας δούμε τις κυριότερες προσεγγίσεις:
Διαλεκτική Συμπεριφορική Θεραπεία (DBT)
Η Διαλεκτική Συμπεριφορική Θεραπεία (Dialectical Behavior Therapy) είναι ίσως η πιο γνωστή και τεκμηριωμένα αποτελεσματική θεραπεία για την Οριακή Προσωπικότητα. Αναπτύχθηκε τη δεκαετία του 1990 από την ψυχολόγο Marsha Linehan ειδικά για ασθενείς με BPD και chronιες αυτοκτονικές τάσεις. Η DBT είναι μια μορφή γνωσιακής-συμπεριφορικής θεραπείας που όμως ενσωματώνει και διαλεκτικές αρχές αποδοχής: δηλαδή, διδάσκει στο άτομο δεξιότητες να διαχειρίζεται τα συναισθήματά του, ενώ ταυτόχρονα το βοηθά να αποδεχθεί τον εαυτό του όπως είναι.
Βασικοί πυλώνες της DBT είναι τέσσερις ενότητες δεξιοτήτων:
- Ενσυνειδητότητα (Mindfulness): Να μαθαίνει κανείς να ζει στη στιγμή, να παρατηρεί τα συναισθήματα και τις σκέψεις του χωρίς κριτική. Αυτό βοηθά στο να μην παρασύρεται από το συναισθηματικό κύμα.
- Ανοχή στη Δυσφορία (Distress Tolerance): Τεχνικές για να αντέχει κανείς την ένταση των αρνητικών συναισθημάτων χωρίς να καταφεύγει σε επιζήμιες συμπεριφορές. Περιλαμβάνει πρακτικές όπως ασκήσεις γείωσης, χαλάρωσης, απόσπασης προσοχής και κρίσιμης αποδοχής της στιγμής (δηλ. «είναι μια δύσκολη στιγμή, αλλά μπορώ να την αντέξω χωρίς να βλάψω τον εαυτό μου»).
- Ρύθμιση Συναισθήματος (Emotion Regulation): Στρατηγικές για να κατανοεί κανείς τα συναισθήματά του και να τα επηρεάζει προς μια θετικότερη κατεύθυνση. Για παράδειγμα, πώς να μειώνει την ένταση του θυμού ή της λύπης μέσω αλλαγών στη σκέψη ή τη συμπεριφορά (όπως το να κάνει μια δραστηριότητα που του φτιάχνει τη διάθεση, ή να επαναπλαισιώνει μια αρνητική σκέψη).
- Διαπροσωπική αποτελεσματικότητα (Interpersonal Effectiveness): Δεξιότητες επικοινωνίας και οριοθέτησης. Το άτομο μαθαίνει πώς να ζητά αυτό που χρειάζεται ή να λέει όχι, πώς να διαχειρίζεται τις συγκρούσεις, και πώς να διατηρεί σχέσεις με σεβασμό τόσο προς τους άλλους όσο και προς τον εαυτό του.
Η DBT συνήθως παρέχεται σε ένα συνδυασμό ατομικών συνεδριών και ομαδικών εκπαιδεύσεων δεξιοτήτων. Στις ατομικές συνεδρίες, ο θεραπευόμενος συνεργάζεται με τον θεραπευτή για να αντιμετωπίσουν συγκεκριμένες προκλήσεις (π.χ. αυτοκτονικές σκέψεις, κρίσεις θυμού της εβδομάδας) χρησιμοποιώντας τις δεξιότητες. Στις ομαδικές συνεδρίες, οι θεραπευόμενοι εκπαιδεύονται στις παραπάνω δεξιότητες και κάνουν πρακτική εξάσκηση. Με τον καιρό, η DBT έχει δείξει ότι μπορεί να μειώσει σημαντικά τις αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές, τις νοσηλείες, και τη συναισθηματική αστάθεια, βοηθώντας το άτομο να χτίσει μια πιο σταθερή ζωή. Είναι αξιοσημείωτο ότι σε συγκριτικές μελέτες, η DBT θεωρείται πρώτης γραμμής θεραπεία για την BPD, αν και –όπως αναφέρθηκε και σε πρόσφατες κατευθυντήριες οδηγίες– άλλες ψυχοθεραπείες μπορούν επίσης να είναι ωφέλιμες.
Γνωσιακή Συμπεριφορική Θεραπεία (CBT) και Σχετιζόμενες Προσεγγίσεις
Η Γνωσιακή Συμπεριφορική Θεραπεία (Cognitive Behavioral Therapy, CBT) αποτελεί τη βάση πάνω στην οποία αναπτύχθηκε η DBT, αλλά και μόνη της μπορεί να προσφέρει σημαντική βοήθεια σε άτομα με οριακή διαταραχή. Η CBT εστιάζει στην τροποποίηση των αρνητικών μοτίβων σκέψης και πεποιθήσεων που συντηρούν τα δυσλειτουργικά συναισθήματα και συμπεριφορές. Στην περίπτωση της BPD, μια βασική πεποίθηση που στοχεύει η CBT είναι αυτή της ανεπάρκειας και της απαξίας. Ο θεραπευτής βοηθά το άτομο να αναγνωρίσει σκέψεις του τύπου «Δεν αξίζω», «Όλοι θα με εγκαταλείψουν μόλις με γνωρίσουν πραγματικά» ή «Αν δεν είμαι τέλειος, δεν αξίζω τίποτα», και μαζί δουλεύουν για να αμφισβητήσουν την ακρίβεια αυτών των απόψεων. Μέσω τεχνικών όπως ο Σωκρατικός διάλογος και τα συμπεριφορικά πειράματα, ο θεραπευόμενος αρχίζει να βλέπει ότι πολλές από αυτές τις σκέψεις είναι προϊόν του φόβου του και όχι αντικειμενικές αλήθειες.
Επιπλέον, η CBT διδάσκει τεχνικές διαχείρισης άγχους και κατάθλιψης που συχνά συνυπάρχουν με την BPD. Για παράδειγμα, μπορεί να χρησιμοποιηθεί η Γνωσιακή Αναδόμηση (cognitive restructuring) για την αντιμετώπιση των καταστροφικών σκέψεων που εμφανίζονται σε μια κρίση θυμού ή απόγνωσης, ή η Εκπαίδευση Κοινωνικών Δεξιοτήτων για τη βελτίωση της επικοινωνίας.
Μια σχετική προσέγγιση είναι η Θεραπεία Σχημάτων (Schema Therapy) του Young, η οποία συνδυάζει στοιχεία CBT με Gestalt και ψυχοδυναμική. Η Θεραπεία Σχημάτων εστιάζει σε βαθύτερα ριζωμένα σχήματα (patterns) σκέψης και συναισθήματος που πηγάζουν από παιδικά βιώματα. Για παράδειγμα, ένα άτομο με BPD μπορεί να έχει ενεργό ένα «σχήμα εγκατάλειψης» ή «σχήμα μειονεξίας». Ο θεραπευτής προσπαθεί, μέσω μιας σταθερής θεραπευτικής σχέσης (reparenting) και γνωστικών-συμπεριφορικών τεχνικών, να βοηθήσει το άτομο να θεραπεύσει τις παιδικές του πληγές και να τροποποιήσει αυτά τα σχήματα. Έρευνες έχουν δείξει ότι η Θεραπεία Σχημάτων μπορεί επίσης να είναι αποτελεσματική στη βελτίωση των συμπτωμάτων της BPD, ειδικά σε περιπτώσεις όπου το άτομο ανταποκρίνεται λιγότερο σε άλλες θεραπείες.
Ψυχοδυναμικές Θεραπείες (Mentalization, Transference-Focused Psychotherapy)
Οι ψυχοδυναμικές προσεγγίσεις στη θεραπεία της Οριακής Προσωπικότητας στοχεύουν στην βαθύτερη κατανόηση των σχέσεων και των συναισθημάτων του ατόμου. Δύο από τις πιο αναγνωρισμένες τέτοιες θεραπείες είναι η Θεραπεία Εστιασμένη στη Μεταβίβαση (Transference-Focused Psychotherapy, TFP) και η Θεραπεία Βασισμένη στη Νοηματοδότηση (Mentalization-Based Treatment, MBT).
- Transference-Focused Psychotherapy (TFP): Πρόκειται για μια ψυχαναλυτικά προσανατολισμένη θεραπεία που αναπτύχθηκε από τον Otto Kernberg. Στην TFP, ο θεραπευτής και ο θεραπευόμενος χρησιμοποιούν την άμεση σχέση τους (μεταβίβαση) ως πεδίο για να κατανοήσουν τα μοτίβα σχέσεων του ατόμου. Για παράδειγμα, αν ο θεραπευόμενος ξαφνικά θεωρήσει ότι ο θεραπευτής «τον απορρίπτει» επειδή ακύρωσε μια συνεδρία (αναβιώνοντας έτσι τον φόβο εγκατάλειψης), αυτή η αντίδραση συζητείται ανοιχτά. Μέσα από τέτοιες διεργασίες, ο θεραπευόμενος αρχίζει να αναγνωρίζει τις ακραίες αντιλήψεις («είτε με αγαπάς είτε με εγκαταλείπεις») και να τις μετριάζει, βλέποντας ότι η πραγματικότητα συνήθως βρίσκεται κάπου στη μέση. Με την πάροδο του χρόνου, η TFP στοχεύει να ολοκληρώσει τις διχασμένες εικόνες που έχει το άτομο για τον εαυτό του και τους άλλους (να πάψει δηλαδή να βλέπει μόνο το απόλυτο καλό ή απόλυτο κακό) και να αναπτύξει μια πιο σταθερή ταυτότητα.
- Mentalization-Based Treatment (MBT): Αυτή η προσέγγιση, που αναπτύχθηκε από τους Peter Fonagy και Anthony Bateman, βασίζεται στην ιδέα ότι τα άτομα με BPD έχουν δυσκολία στη νοηματοδότηση – δηλαδή, στο να κατανοούν και να συγκρατούν στο μυαλό τους τις δικές τους ψυχικές καταστάσεις και των άλλων. Αυτό εξηγεί γιατί συχνά παρερμηνεύουν τις προθέσεις των άλλων (π.χ. βλέπουν εχθρότητα εκεί που δεν υπάρχει) και αντιδρούν παρορμητικά. Η θεραπεία MBT είναι δομημένη γύρω από την εκπαίδευση του ατόμου να σκεφτεί πριν αντιδράσει: ο θεραπευτής συνεχώς ενθαρρύνει τον θεραπευόμενο να αναρωτιέται «Τι νιώθω αυτή τη στιγμή και γιατί; Τι μπορεί να νιώθει ο άλλος; Υπάρχουν εναλλακτικές εξηγήσεις;». Με πρακτικές ασκήσεις και συζητήσεις, ενισχύεται η ικανότητα κατανόησης των συναισθημάτων και των κινήτρων, γεγονός που μειώνει τις παρεξηγήσεις και τις ακραίες αντιδράσεις. Μελέτες έχουν δείξει ότι η MBT μειώνει τα αυτοτραυματικά επεισόδια και βελτιώνει τη λειτουργικότητα των ασθενών, όντας μια από τις θεραπείες με τα μεγαλύτερα ποσοστά επιτυχίας μαζί με τη DBT.
Αξίζει να αναφερθεί πως, σύμφωνα με ανασκοπήσεις, καμία συγκεκριμένη θεραπεία δεν υπερέχει δραματικά των άλλων για όλους τους ασθενείς με BPD. Συχνά, η επιλογή θεραπείας εξαρτάται από τη διαθεσιμότητα και τις προτιμήσεις του ασθενούς. Σε ορισμένες περιπτώσεις, ένας συνδυασμός προσεγγίσεων μπορεί να λειτουργήσει καλά – π.χ. κάποιος μπορεί να κάνει DBT για να αποκτήσει δεξιότητες άμεσης διαχείρισης συμπτωμάτων και παράλληλα ψυχοδυναμική θεραπεία για βαθύτερη επεξεργασία των αιτιών. Το κλειδί είναι ο θεραπευτικός δεσμός: ένα σταθερό, υποστηρικτικό πλαίσιο όπου ο ασθενής αισθάνεται ασφαλής να εξερευνήσει τις πιο σκοτεινές του σκέψεις και συναισθήματα.
Ρόλος της Φαρμακευτικής Αγωγής
Δεν υπάρχει ειδικό φάρμακο εγκεκριμένο αποκλειστικά για την Οριακή Προσωπικότητα, καθώς η διαταραχή αφορά κατεξοχήν τρόπους σκέψης, συμπεριφοράς και σχέσεων που δεν «διορθώνονται» με μια χημική ουσία. Παρόλα αυτά, η φαρμακευτική αγωγή μπορεί να βοηθήσει σε συγκεκριμένα συμπτώματα ή συννοσηρές καταστάσεις. Για παράδειγμα: αντικαταθλιπτικά μπορεί να δοθούν για συμπτώματα κατάθλιψης ή έντονου άγχους, σταθεροποιητές διάθεσης (όπως το λίθιο ή η λαμοτριγίνη) για τις απότομες εναλλαγές και τον παρορμητικό θυμό, και άτυπα αντιψυχωσικά σε χαμηλές δόσεις για την μείωση των παροδικών παρανοϊκών ιδεών ή της σοβαρής αποδιοργάνωσης υπό στρες. Επίσης, φάρμακα μπορούν να βοηθήσουν σε προβλήματα ύπνου.
Ωστόσο, η χρήση φαρμάκων πρέπει να γίνεται με μεγάλη προσοχή και πάντα υπό την καθοδήγηση ψυχιάτρου εξειδικευμένου, καθώς τα άτομα με BPD συχνά λαμβάνουν πολλά φάρμακα (πολυφαρμακία) χωρίς ξεκάθαρο όφελος. Η φαρμακευτική αγωγή συνιστάται κυρίως ως επικουρική: για παράδειγμα, ένας SSRI μπορεί να μειώσει το γενικευμένο άγχος, βοηθώντας έτσι τον θεραπευόμενο να αξιοποιήσει καλύτερα την ψυχοθεραπεία. Δεν αποτελεί όμως από μόνη της λύση, καθώς –όπως αναφέρει και η Αμερικανική Ψυχιατρική Εταιρεία– τα φάρμακα δεν αντιμετωπίζουν τα βασικά συμπτώματα της οριακής διαταραχής (όπως το χρόνιο κενό ή τον φόβο εγκατάλειψης). Είναι συμπτωματική βοήθεια, όχι ριζική θεραπεία.
Πρακτικές Προτάσεις για Ενίσχυση Αυτοεκτίμησης και Διαχείριση Συναισθημάτων
Εκτός από την επαγγελματική θεραπεία, υπάρχουν πολλά πράγματα που μπορεί να κάνει ένα άτομο στην καθημερινότητα του, οι παρακάτω πρακτικές συμβουλές βασίζονται τόσο σε τεχνικές θεραπείας όσο και σε εμπειρίες ατόμων που ζουν με BPD:
- Εκπαίδευση στην Ενσυνειδητότητα: Προσπάθησε να αναπτύξεις μια καθημερινή πρακτική mindfulness. Αφιέρωσε λίγα λεπτά κάθε μέρα στο να καθίσεις ήρεμα, εστιάζοντας στην αναπνοή σου και παρατηρώντας τις σκέψεις και τα συναισθήματά σου σαν «θεατής». Αυτό θα σε βοηθήσει να αναγνωρίζεις πότε εμφανίζεται η σκέψη «δεν είμαι αρκετός» χωρίς να σε κατακλύζει. Με τον καιρό, θα μπορείς να λες: «ΟΚ, νιώθω τώρα ότι είμαι ανάξιος, αλλά αυτό είναι ένα συναίσθημα – δεν είναι απαραίτητα η πραγματικότητα». Η ενσυνειδητότητα είναι θεμελιώδης δεξιότητα της DBT ακριβώς επειδή χτίζει επίγνωση και απόσταση από τα καταιγιστικά συναισθήματα.
- Ημερολόγιο Διάθεσης και Σκέψεων: Κράτησε ένα ημερολόγιο όπου κάθε μέρα σημειώνεις πώς ένιωσες και τι πυροδότησε αυτά τα συναισθήματα. Κατέγραψε ειδικά τις στιγμές που ένιωσες έντονα «ανεπαρκής» ή που θύμωσες/στεναχωρήθηκες απότομα. Προσπάθησε να απαντήσεις: Τι γεγονός προηγήθηκε; Τι πέρασε από το μυαλό μου εκείνη τη στιγμή; Ένα ημερολόγιο θα σε βοηθήσει να εντοπίσεις μοτίβα – π.χ. ίσως παρατηρήσεις ότι το αίσθημα ανεπάρκειας κορυφώνεται όταν κουράζεσαι ή όταν συναναστρέφεσαι με συγκεκριμένα άτομα που σε κριτικάρουν. Επίσης, μη ξεχνάς να σημειώνεις και τις θετικές στιγμές ή επιτυχίες κάθε ημέρας, όσο μικρές κι αν είναι. Αυτό θα αντικρούσει την αρνητική προκατάληψη του μυαλού σου που ξεχνά τα θετικά.
- Προετοιμασία για Δύσκολες Στιγμές (Σχέδιο Κρίσης): Είναι βοηθητικό να φτιάξεις ένα προσωπικό σχέδιο για τις περιόδους που νιώθεις έντονη συναισθηματική δυσφορία ή τάση αυτοτραυματισμού. Συζήτησέ το με τον θεραπευτή σου, αν έχεις. Το σχέδιο μπορεί να περιλαμβάνει: μια λίστα με 5 πράγματα που μπορείς να κάνεις αντί να βλάψεις τον εαυτό σου (π.χ. να τηλεφωνήσεις σε έναν φίλο, να κάνεις ένα κρύο ντους, να αγκαλιάσεις το κατοικίδιό σου, να βγεις για τρέξιμο, να βάλεις δυνατό μουσική και να χορέψεις – οτιδήποτε σε αποσπά και σε ηρεμεί). Επίσης, γράψε τηλέφωνα έκτακτης ανάγκης (ένα δικό σου ή και γραμμές βοήθειας) και μερικές υπενθυμίσεις προς τον εαυτό σου: π.χ. «Τα συναισθήματα περνάνε, δώσε του χρόνο. Μην πιστεύεις όλα όσα σκέφτεσαι αυτή τη στιγμή». Όταν έρθει η κρίσιμη στιγμή, βγάλε αυτό το σχέδιο και ακολούθησέ το. Θα είναι πολύ πιο δύσκολο να το σκεφτείς εκείνη την ώρα από το μηδέν, γι’ αυτό η προετοιμασία εκ των προτέρων μπορεί να αποδειχθεί σωτήρια.
- Δημιουργία “Κουτιού Ηρεμίας” (Self-care box): Μπορείς να φτιάξεις ένα κουτί ή μια γωνιά όπου θα τοποθετήσεις αντικείμενα που σε ηρεμούν και σε γειώνουν. Για παράδειγμα: ένα αγαπημένο σου βιβλίο ή μια λίστα με uplifting τραγούδια, φωτογραφίες από ευτυχισμένες στιγμές, ένα λούτρινο ζωάκι ή μια μαλακή κουβέρτα, αρωματικά έλαια ή κεριά με ευχάριστη μυρωδιά, μια μπάλα αντιστρές, και ένα σημείωμα από εσένα προς εσένα με λόγια ενθάρρυνσης (π.χ. «θυμήσου πόσο μακριά έχεις φτάσει» ή «αυτό το συναίσθημα θα περάσει, είσαι αρκετός όπως είσαι»). Όταν νιώθεις ότι βυθίζεσαι σε αρνητικές σκέψεις, χρησιμοποίησε τα αντικείμενα από το κουτί για να μετατοπίσεις την προσοχή σου και να αυτο-παρηγορηθείς.
- Σωματική Φροντίδα και Ρουτίνα: Το σώμα και το μυαλό είναι άρρηκτα συνδεδεμένα. Φρόντισε τα βασικά: αρκετός ύπνος, υγιεινή διατροφή, λίγη σωματική άσκηση καθημερινά έστω και με περπάτημα. Η τακτική άσκηση ειδικά έχει αποδειχθεί ότι βελτιώνει τη διάθεση και μειώνει το άγχος μέσω της έκκρισης ενδορφινών. Επίσης, μια σταθερή καθημερινή ρουτίνα (ώρες φαγητού, ύπνου κλπ) δίνει ένα αίσθημα σταθερότητας που είναι ωφέλιμο για ένα κατεξοχήν «ασταθές» σύστημα. Όταν το σώμα σου είναι κουρασμένο ή πεινασμένο, τα συναισθήματά σου γίνονται εντονότερα και πιο ανεξέλεγκτα. Φροντίζοντας τις βιολογικές σου ανάγκες, μειώνεις την ευαλωτότητα σε συναισθηματικές εξάρσεις.
- Θέσε Μικρούς Στόχους Αυτοβελτίωσης: Η αυτοεκτίμηση χτίζεται σιγά-σιγά, μέσα από επιτεύγματα που μας δίνουν αίσθηση ικανότητας. Βάλε μικρούς, ρεαλιστικούς στόχους –π.χ. «αυτήν την εβδομάδα θα πάω γυμναστήριο 2 φορές» ή «θα διαβάσω ένα κεφάλαιο βιβλίου» ή «θα κανονίσω έναν καφέ με μια φίλη»– και ολοκλήρωσέ τους. Κάθε φορά που πετυχαίνεις κάτι, όσο μικρό κι αν φαίνεται, δώσε χρόνο να αναγνωρίσεις την προσπάθειά σου. Μπορείς ακόμη να κρατάς μια λίστα «επιτυχιών» στο ημερολόγιό σου. Όταν αργότερα η αρνητική φωνή μέσα σου λέει «δεν κάνεις τίποτα σωστά», θα έχεις απτά παραδείγματα να αντιτάξεις.
- Δικτύωση και Υποστήριξη: Προσπάθησε να μην απομονώνεσαι όταν νιώθεις ανάξιος – αυτό είναι το ένστικτο, να κλειστείς, αλλά είναι ακριβώς ό,τι δεν βοηθά. Αντίθετα, έχε τουλάχιστον ένα-δύο άτομα εμπιστοσύνης (φίλο, μέλος οικογένειας, ή μια ομάδα υποστήριξης) στους οποίους μπορείς να απευθυνθείς όταν δεν είσαι καλά. Εξήγησέ τους (σε στιγμές ηρεμίας) τι σε βοηθά και τι όχι όταν είσαι σε κρίση. Για παράδειγμα, μπορεί να τους πεις «Όταν νιώθω ότι δεν αξίζω, βοηθά αν απλά μου θυμίσεις ότι με εκτιμάς και ότι αυτά τα συναισθήματα θα περάσουν». Η ομάδες υποστήριξης (δια ζώσης ή διαδικτυακά) με άλλα άτομα που έχουν BPD ή παρόμοιες εμπειρίες μπορούν επίσης να προσφέρουν αίσθημα κοινότητας. Το να ακούς ότι και άλλοι αισθάνονται έτσι και πώς το διαχειρίζονται, μπορεί να σε κάνει να νιώθεις λιγότερο μόνος και να πάρεις ιδέες (φυσικά, φιλτράροντας τι ταιριάζει σε σένα).
- Εκπαίδευση & Κατανόηση της Διαταραχής: Όσο μαθαίνεις περισσότερα για την Οριακή Προσωπικότητα, τόσο αποκτάς επίγνωση των μοτίβων σου και πώς να τα αλλάξεις. Διάβασε έγκυρα βιβλία ή άρθρα, ρώτα τον θεραπευτή σου, ενημερώσου από αξιόπιστες πηγές (όπως το NIMH ή εγχειρίδια ψυχοεκπαίδευσης). Η γνώση είναι δύναμη – θα σε βοηθήσει να απομυθοποιήσεις πολλά από τα συμπτώματα. Για παράδειγμα, αντί να σκέφτεσαι «Είμαι τρελός που νιώθω έτσι», θα μπορείς να λες «Αυτή είναι η συναισθηματική αστάθεια της BPD που φουντώνει, ξέρω ότι διαρκεί λίγες ώρες συνήθως». Έτσι, αποφεύγεις να ταυτίζεσαι πλήρως με τα αρνητικά συναισθήματα – τα αντιμετωπίζεις σαν ένα σύμπτωμα που έχει αρχή, μέση και τέλος.
- Αναζήτηση Επαγγελματικής Βοήθειας: Τέλος, μην διστάζεις να ζητήσεις τη βοήθεια ενός ειδικού ψυχικής υγείας. Αν δεν το έχεις κάνει ήδη, η διάγνωση και θεραπεία της BPD απαιτεί έμπειρους επαγγελματίες (ψυχολόγους, ψυχιάτρους) που γνωρίζουν τις ιδιαιτερότητες της διαταραχής. Η θεραπεία δεν είναι δείγμα αδυναμίας – αντιθέτως, είναι μια γενναία απόφαση να φροντίσεις τον εαυτό σου. Αν ήδη συνεργάζεσαι με θεραπευτή αλλά νιώθεις ότι δεν βελτιώνεσαι, συζήτησε ανοιχτά τις ανησυχίες σου. Μπορεί να χρειάζεται αλλαγή προσεγγίσεων ή προσθήκη κάποιας συμπληρωματικής θεραπείας. Το σημαντικό είναι να μην εγκαταλείπεις την προσπάθεια: όπως πολλοί άνθρωποι με BPD έχουν αποδείξει, με επιμονή και τη σωστή βοήθεια, τα συμπτώματα μπορούν να τεθούν υπό έλεγχο και η ζωή να γίνει πολύ πιο ισορροπημένη και ικανοποιητική.
Συμπέρασμα:
Το επίμονο αίσθημα του «δεν είμαι αρκετός» μπορεί να είναι καταρρακωτικό, ειδικά όταν αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης εικόνας Οριακής Προσωπικότητας. Ωστόσο, είναι κρίσιμο να θυμάται κανείς ότι αυτό το αίσθημα είναι σύμπτωμα – όχι πραγματικότητα. Η επιστήμη της ψυχικής υγείας έχει κάνει τεράστια βήματα στην κατανόηση και θεραπεία της BPD. Γνωρίζουμε πλέον ότι τα άτομα με οριακή διαταραχή δεν είναι «κακοί» ή «ανεπανόρθωτοι», αλλά άνθρωποι που βίωσαν ίσως περισσότερο πόνο από όσο μπορούσαν να αντέξουν και ανέπτυξαν δυσπροσαρμοστικούς τρόπους για να τον αντιμετωπίσουν. Με σωστή θεραπεία (όπως DBT, CBT, ψυχοδυναμική ψυχοθεραπεία), υποστήριξη και αυτοφροντίδα, μπορούν να μάθουν νέους τρόπους να διαχειρίζονται τα συναισθήματά τους, να βελτιώσουν τις σχέσεις τους και –βήμα βήμα– να σιγήσουν εκείνη τη φωνή που λέει «δεν είσαι αρκετός».
Τελικά, είσαι αρκετός – απλώς χρειάζεται να το δεις κι εσύ ο ίδιος. Και αυτό γίνεται εφικτό με την κατάλληλη βοήθεια, γνώση και επιμονή. Κάθε μικρή πρόοδος, κάθε μέρα που περνά χωρίς κρίση ή κάθε φορά που εφαρμόζεις μια νέα δεξιότητα για να αντιμετωπίσεις ένα δύσκολο συναίσθημα, σε φέρνει ένα βήμα πιο κοντά σε μια ζωή όπου κυριαρχεί η αυτοαποδοχή αντί για την αυτοαμφισβήτηση.
Πηγές:
- American Psychiatric Association (2024). What is Borderline Personality Disorder? (APA Blog).
- National Institute of Mental Health. Borderline Personality Disorder – Health Topics.
- Mendez-Miller, M. et al. (2022). Borderline Personality Disorder, American Family Physician, 105(2):156-161.
- Παπαδημητριάδης, Δ. (2024). Οριακή Διαταραχή Προσωπικότητας: Συμπτώματα & Θεραπεία (Ιστοσελίδα Ψυχιατρικής & Ψυχοθεραπείας).
- Mind UK Charity. Self-care for BPD: How can I help myself? (Οδηγός αυτοβοήθειας).