Κατανόηση της Παιδοφιλίας: Αιτιολογία, Θεραπεία, Πρόληψη και Κοινωνική Στάση

https://eliza.org.gr/wp-content/uploads/2021/03/shutterstock_1311403340.jpg

Τι είναι η Παιδοφιλία; (Ορισμός και Επιδημιολογία)

Η παιδοφιλία είναι μια παραφιλική διαταραχή κατά την οποία ένας ενήλικας ή έφηβος άνω των 16 ετών (τουλάχιστον 5 χρόνια μεγαλύτερος από το παιδί-στόχο) εμφανίζει επίμονη σεξουαλική έλξη ή φαντασιώσεις προς προεφηβικά παιδιά (κάτω των 13 ετών) για διάστημα τουλάχιστον έξι μηνών (Beier, 2016; Berlin, 2020). Πρόκειται για κλινική διάγνωση – έναν ορισμό που χρησιμοποιείται στην ψυχιατρική – και όχι νομικό όρο. Στην κοινή γνώμη συχνά ταυτίζεται λανθασμένα με την παιδική σεξουαλική κακοποίηση, όμως η παιδοφιλία αναφέρεται στην σεξουαλική προτίμηση (έλξη), ενώ η σεξουαλική κακοποίηση παιδιού (π.χ. «παιδεραστία») αναφέρεται στην πράξη του εγκλήματος. Είναι σημαντικό να σημειωθεί πως ο παιδόφιλος δεν είναι απαραίτητα ο “ξένος ανώμαλος” στο πάρκο – μπορεί να είναι ένα άτομο υπεράνω υποψίας, ο οικογενειακός φίλος, ο γείτονας, ο δάσκαλος ή οποιοσδήποτε άλλος του περιβάλλοντος του παιδιού (Finkelhor, 2019).  Με άλλα λόγια, πολλοί δράστες σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών ζουν και κινούνται ανάμεσα μας χωρίς να ξεχωρίζουν εμφανισιακά.

Από ερευνητικές μελέτες προκύπτει μια σημαντική διαφοροποίηση: μόνο περίπου το 50% των δραστών σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών πληρούν τα κριτήρια της παιδοφιλίας – δηλαδή έχουν πραγματική σεξουαλική προτίμηση για παιδιά. Το υπόλοιπο 50% των δραστών φαίνεται να προβαίνει σε τέτοιες πράξεις χωρίς να έχει κατ’ ανάγκη αποκλειστική έλξη προς παιδιά (π.χ. λόγω αντικοινωνικής διαταραχής, ευκαιριακής κατάχρησης εξουσίας, έλλειψης κοινωνικών δεξιοτήτων, κλπ). (Finkelhor, 2019). Επιπλέον, δεν είναι όλοι οι παιδόφιλοι δράστες: πολλοί άνθρωποι με παιδοφιλικές τάσεις δεν έχουν προβεί ποτέ σε κακοποίηση, ιδιαίτερα όσοι αναγνωρίζουν το πρόβλημά τους και προσπαθούν να το ελέγξουν (Tenbergen et al., 2016). Αυτή η διάκριση είναι κρίσιμη τόσο για την κατανόηση όσο και για την αντιμετώπιση του φαινομένου.

Όσον αφορά την έκταση του φαινομένου, η ακριβής επιδημιολογία της παιδοφιλίας είναι δύσκολο να προσδιοριστεί, δεδομένης της φύσης του (οι περισσότεροι με τέτοιες τάσεις δεν το αποκαλύπτουν εύκολα). Παρόλα αυτά, εκτιμάται ότι περίπου 1% των ανδρών στον γενικό πληθυσμό έχουν πραγματική σεξουαλική προτίμηση προς παιδιά, ενώ αν συμπεριληφθούν και περιστασιακές σεξουαλικές φαντασιώσεις με ανηλίκους το ποσοστό μπορεί να φτάνει έως και 5%(Blanchard, 2015). Σημειώνεται ότι η παιδοφιλική διαταραχή εμφανίζεται σχεδόν αποκλειστικά σε άνδρες. Περιπτώσεις γυναικών παιδοφίλων καταγράφονται πολύ πιο σπάνια (και συχνά συνυπάρχουν με άλλες ψυχικές διαταραχές), σε ποσοστά που εκτιμώνται κάτω του 5-10% των περιπτώσεων παγκοσμίως (Blanchard, 2015).  Παρ’ όλα αυτά, έρευνες σε θύματα υποδεικνύουν ότι γυναίκες θύτες ευθύνονται για ένα μικρό αλλά υπαρκτό ποσοστό περιστατικών, ιδίως όταν δρουν σε συνεργασία με άνδρες παιδόφιλους (Finkelhor, 2019).

Advertising

Advertisements
Ad 14

Αιτιολογία: Τι Προκαλεί την Παιδοφιλία;

Η αιτιολογία της παιδοφιλίας είναι πολυπαραγοντική, με βιολογικούς, αναπτυξιακούς και ψυχοκοινωνικούς παράγοντες να συνδυάζονται. Μέχρι σήμερα δεν υπάρχει μια και μόνη «αιτία», αλλά η επιστήμη έχει αναδείξει ορισμένες αξιοσημείωτες συσχετίσεις και υποθέσεις:

https://www.frontiersin.org/files/Articles/113366/fnhum-09-00344-HTML-r1/image_m/fnhum-09-00344-g002.jpg

  • Νευροαναπτυξιακοί και βιολογικοί παράγοντες: Πληθαίνουν οι ενδείξεις ότι η παιδοφιλία ενδέχεται να σχετίζεται με διαφοροποιήσεις στην ανάπτυξη του εγκεφάλου. Μελέτες νευροαπεικόνισης σε παιδόφιλους έχουν βρει δομικές και λειτουργικές ανωμαλίες σε συγκεκριμένες περιοχές του εγκεφάλου, όπως μειωμένη φαιά ουσία στο κοιλιακό ραβδωτό σώμα, στον προμετωπιαίο φλοιό, στη νήσο και στην παρεγκεφαλίδα, καθώς και χαμηλότερο μεταβολισμό γλυκόζης σε περιοχές του κροταφικού και μετωπιαίου λοβού (Seto, 2017). Ωστόσο, παραμένει ασαφές αν αυτές οι εγκεφαλικές διαφορές είναι πρωτογενείς (νευροαναπτυξιακές) ή δευτερογενείς, δηλαδή αποτέλεσμα τραυματικών εμπειριών (π.χ. κακοποίηση ή κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις στην παιδική ηλικία) (Seto, 2017). Άλλα ευρήματα είναι ότι οι παιδόφιλοι, ως ομάδα, εμφανίζουν στατιστικά μεγαλύτερη συχνότητα σε ορισμένα νευρολογικά χαρακτηριστικά: για παράδειγμα, υψηλότερο ποσοστό αριστεροχειρίας και λίγο χαμηλότερο μέσο δείκτη νοημοσύνης, γεγονός που υποδεικνύει πιθανές νευρολογικές διαφοροποιήσεις κατά την ανάπτυξη (Blanchard, 2015).
  • Παράγοντες γέννησης και ορμονικές υποθέσεις: Ένα ενδιαφέρον εύρημα είναι ο λεγόμενος παράγοντας γέννησης αδερφών. Στατιστικά, οι παιδόφιλοι άνδρες τείνουν να έχουν περισσότερους μεγαλύτερους σε ηλικία αδελφούς σε σχέση με τον μέσο όρο (Lange, 2020). Αυτό θυμίζει το γνωστό φαινόμενο του «fraternal birth order» που έχει παρατηρηθεί και στην ομοφυλοφιλία. Μία υπόθεση για την εξήγησή του είναι η μητρική ανοσολογική απόκριση: δηλαδή, με κάθε αρσενικό έμβρυο, ο οργανισμός της μητέρας ενδέχεται να αναπτύσσει αντισώματα που επηρεάζουν την εγκεφαλική ανάπτυξη των επόμενων αρσενικών παιδιών, αυξάνοντας την πιθανότητα εμφάνισης μη τυπικών σεξουαλικών προτιμήσεων (Lange, 2020).. Επίσης, κάποια δεδομένα δείχνουν ότι η προχωρημένη ηλικία της μητέρας κατά τη σύλληψη θα μπορούσε να σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο παιδοφιλικών τάσεων στο παιδί (Lange, 2020). Αν και αυτές οι θεωρίες χρειάζονται περαιτέρω τεκμηρίωση, υποστηρίζουν την ιδέα ότι βιολογικοί παράγοντες πριν ή γύρω από τη γέννηση μπορεί να παίζουν ρόλο.
  • Ψυχολογικοί και αναπτυξιακοί παράγοντες: Πολλοί παιδόφιλοι περιγράφουν ότι η σεξουαλική τους έλξη προς παιδιά εκδηλώθηκε ήδη από την εφηβεία τους (Seto, 2017). Σε ψυχολογικό επίπεδο, έχει παρατηρηθεί ότι αρκετοί εμφανίζουν συναισθηματική ανωριμότητα και δυσκολία στις ισότιμες διαπροσωπικές σχέσεις. Συχνά νιώθουν χαμηλή αυτοεκτίμηση, μοναξιά, αισθήματα κατωτερότητας και κοινωνική απόσυρση (Finkelhor, 2019). Πολλοί δυσκολεύονται να δημιουργήσουν ή να διατηρήσουν σχέσεις με συνομηλίκους και ενήλικες, και μερικοί στρέφονται σε παιδιά που τα θεωρούν «ασφαλέστερους» ή πιο ελέγξιμους στόχους για συναισθηματική και σεξουαλική σύνδεση. Οι παιδόφιλοι συχνά καταφεύγουν σε ισχυρούς μηχανισμούς άμυνας (άρνηση, γνωστικές διαστρεβλώσεις, εξορθολογισμό των πράξεων τους κ.λπ.) ώστε να αντιμετωπίσουν τις ενοχές ή να δικαιολογήσουν τις παρορμήσεις τους (Seto, 2017).
  • Συνοδές ψυχικές διαταραχές (συννοσηρότητα): Ένα υψηλό ποσοστό ατόμων με παιδοφιλία παρουσιάζει συνυπάρχουσες ψυχοπαθολογίες. Έρευνες δείχνουν πολύ συχνή συννοσηρότητα με διαταραχές της διάθεσης (κατάθλιψη, διπολική διαταραχή) σε ποσοστά 60-80% και με αγχώδεις διαταραχές σε 50-60% των περιπτώσεων (Seto, 2017) . Επίσης αναφέρονται συχνά συνεμφανίσεις με διαταραχές ελέγχου παρορμήσεων όπως η κλεπτομανία ή η πυρομανία, καθώς και διαταραχές χρήσης ουσιών (εξαρτήσεις). Αυτό το προφίλ υποδηλώνει ότι η παιδοφιλική συμπεριφορά μπορεί εν μέρει να συνδέεται με ευρύτερες δυσκολίες στον έλεγχο των παρορμήσεων ή/και στη διαχείριση έντονων αρνητικών συναισθημάτων.
  • Τραυματικές εμπειρίες παιδικής ηλικίας: Ένα κλασικό ερώτημα είναι αν οι ίδιοι οι παιδόφιλοι υπήρξαν θύματα σεξουαλικής κακοποίησης ως παιδιά, δηλαδή αν υπάρχει ένας “κύκλος της κακοποίησης” όπου το θύμα μεγαλώνοντας γίνεται θύτης. Πράγματι, ορισμένοι παιδόφιλοι αναφέρουν τραύματα κακοποίησης στην παιδική τους ηλικία, και έχουν διατυπωθεί θεωρίες που εξηγούν πώς αυτό μπορεί να συμβάλλει. Σύμφωνα με μια υπόθεση, το κακοποιημένο παιδί ταυτίζεται με τον βασανιστή του στην προσπάθεια του να ανακτήσει δύναμη και έλεγχο, με αποτέλεσμα αργότερα να επαναλαμβάνει ο ίδιος τον ρόλο του θύτη. Μια άλλη θεωρία προτείνει ότι η πρώιμη σεξουαλική εμπειρία επιφέρει έναν πρόωρο σεξουαλικό ερεθισμό και μια διαστρεβλωμένη σεξουαλική μάθηση, που οδηγεί σε υπερσεξουαλική ή παρεκκλίνουσα συμπεριφορά αργότερα. Ωστόσο, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι οι περισσότεροι άνθρωποι που κακοποιούνται σε παιδική ηλικία δεν εξελίσσονται σε παιδόφιλους. Η παιδική κακοποίηση αυξάνει την πιθανότητα εμφάνισης πολλών προβλημάτων ψυχικής υγείας (τραύματα, διαταραχές άγχους, κλπ), αλλά η συντριπτική πλειονότητα των επιζησάντων δεν διαπράττει οι ίδιοι σεξουαλικά εγκλήματα. Συνεπώς, η ύπαρξη τραύματος θεωρείται περισσότερο παράγοντας κινδύνου παρά επαρκής αιτία από μόνη της.

Advertising

https://www.frontiersin.org/files/Articles/113366/fnhum-09-00344-HTML-r1/image_m/fnhum-09-00344-t002.jpg

 

Συνολικά, η κρατούσα άποψη είναι ότι η παιδοφιλία πιθανώς εντάσσεται στο φάσμα των νευροαναπτυξιακών διαταραχών της σεξουαλικής προτίμησης . Δηλαδή, ο εγκέφαλος του παιδόφιλου ενδέχεται να έχει αναπτυχθεί με τρόπο ώστε η σεξουαλική έλξη να στοχεύει σε άτυπο ηλικιακό φάσμα (παιδιά), με τη σεξουαλική προτίμηση αυτή καθ’ αυτή να είναι σχετικά σταθερή και να μην αλλάζει εύκολα. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η συμπεριφορά δεν μπορεί να τροποποιηθεί ή ότι το άτομο είναι καταδικασμένο να βλάψει παιδιά – εδώ εισέρχεται ο ρόλος της θεραπείας και της πρόληψης.

Διάβασε επιπλέον : Η νευροβιολογία και η ψυχολογία της παιδοφιλίας: πρόσφατες εξελίξεις και προκλήσεις

Θεραπευτικές Προσεγγίσεις για τον Παιδόφιλο

Η αντιμετώπιση της παιδοφιλίας είναι ένα περίπλοκο ζήτημα, καθώς στοχεύει πρωτίστως στη πρόληψη βλαβών προς ανηλίκους, αλλά και στη διαχείριση των παρορμήσεων του ίδιου του ατόμου. Δεν υπάρχει μια «θεραπεία» με την έννοια της οριστικής ίασης της σεξουαλικής προτίμησης – η επιστημονική συναίνεση είναι ότι η βασική σεξουαλική έλξη προς παιδιά σπάνια μεταβάλλεται ριζικά (Seto, 2017).. Ωστόσο, υπάρχουν διαθέσιμες θεραπείες που μπορούν να βοηθήσουν τον παιδόφιλο να ελέγχει τις ορμές του, να μειώσει τον κίνδυνο να προβεί σε πράξη, και να ζήσει με πιο υγιή τρόπο. Οι προσεγγίσεις αυτές διακρίνονται σε ψυχοθεραπευτικές/ψυχοκοινωνικές και φαρμακολογικές (ή ορμονολογικές).

Advertising

  • Γνωσιακή-Συμπεριφορική Θεραπεία (ΓΣΘ):

    Η γνωσιακή-συμπεριφορική θεραπεία αποτελεί τη βάση των περισσότερων προγραμμάτων παρέμβασης για παραβάτες σεξουαλικών εγκλημάτων, αλλά χρησιμοποιείται και προληπτικά σε παιδόφιλους που αναζητούν βοήθεια. Στόχος της ΓΣΘ είναι να τροποποιήσει τον τρόπο σκέψης και τις συμπεριφορές που συνδέονται με την παράνομη σεξουαλική παρόρμηση (Beier, 2016). Περιλαμβάνει τεχνικές όπως: αναγνώριση και διόρθωση των γνωστικών στρεβλώσεων (π.χ. η πεποίθηση ότι «το παιδί το ήθελε» ή ότι «δεν του κάνει κακό η επαφή»), εκπαίδευση στην ενσυναίσθηση προς τα θύματα, εκμάθηση δεξιοτήτων αυτοελέγχου και διαχείρισης των πυροδοτών (καταστάσεων που αυξάνουν τον κίνδυνο υποτροπής) (Beier, 2016). Επίσης, συμπεριφοριστικές τεχνικές, όπως η μυστική ευαισθητοποίηση (covert sensitization) ή η αποστροφή (σύνδεση της ακατάλληλης φαντασίωσης με ένα δυσάρεστο ερέθισμα), μπορούν να χρησιμοποιηθούν ώστε να μειωθεί η σεξουαλική διέγερση σε παιδοφιλικά ερεθίσματα. Μια πιλοτική μελέτη του 2021 έδειξε ότι η συμμετοχή σε πρόγραμμα ΓΣΘ είχε ως αποτέλεσμα μείωση της υπερσεξουαλικότητας και καλύτερο έλεγχο των παρορμήσεων σε άνδρες με σεξουαλικό ενδιαφέρον προς ανηλίκους (Beier, 2016). Με απλά λόγια, η θεραπεία βοηθά τον παιδόφιλο να αναγνωρίζει τις προβληματικές σκέψεις πριν αυτές γίνουν πράξη και να εφαρμόζει τεχνικές «αυτο-φρένου» όταν εμφανίζονται επικίνδυνες ορμές.

  • Ομαδική θεραπεία:Πολλά θεραπευτικά προγράμματα περιλαμβάνουν ομαδικές συνεδρίες με άλλους παιδόφιλους (ή δράστες παρόμοιων εγκλημάτων). Σε ένα υποστηρικτικό θεραπευτικό πλαίσιο, τα άτομα μπορούν να αντιμετωπίσουν τη σκέψη άρνησης ή δικαιολόγησης (“κανείς δεν έπαθε κακό”, “είναι μια μορφή αγάπης” κ.ο.κ.) συλλογικά. Η ομαδική θεραπεία ενισχύει την συνειδητοποίηση ότι οι ανήλικοι δεν μπορούν ποτέ να δώσουν έγκυρη συναίνεση και ότι οι πράξεις αυτές είναι καταστροφικές για τα παιδιά. Ταυτόχρονα, δίνει την ευκαιρία στους συμμετέχοντες να μοιραστούν εμπειρίες και προκλήσεις, νιώθοντας ότι «δεν είναι μόνοι» στην προσπάθεια τους να διαχειριστούν την τάση τους. Αυτό μπορεί να μειώσει το αίσθημα απομόνωσης και να προσφέρει ένα είδος θετικής κοινωνικής πίεσης για αλλαγή (“εάν και οι άλλοι στην ομάδα παλεύουν να μην υποκύψουν, μπορώ κι εγώ) (Beier, 2016)
  • Θεραπεία Αποδοχής και Δέσμευσης (ACT): Για ορισμένα άτομα με παιδοφιλικές τάσεις που δεν έχουν διαπράξει αδίκημα, μια σύγχρονη ψυχοθεραπευτική προσέγγιση είναι η ACT. Η ACT εστιάζει στο να βοηθήσει το άτομο να αποδεχτεί τις σκέψεις και τα συναισθήματά του χωρίς να τις πράξει και να δεσμευτεί σε αξίες που το αποτρέπουν από την βλάβη άλλων. Με τεχνικές ενσυνειδητότητας (mindfulness), το άτομο μαθαίνει να αντέχει την παρουσία μιας ανεπιθύμητης παρόρμησης χωρίς να την μετατρέψει σε συμπεριφορά. Για παράδειγμα, ένας μη-δραστήριος παιδόφιλος μπορεί να αναγνωρίσει «ναι, έχω αυτές τις έλξεις, αλλά δεν με ορίζουν – μπορώ να ζήσω μια ζωή σύμφωνη με τις αξίες μου (π.χ. μη βλάπτοντας κανέναν)». Αυτή η προσέγγιση είναι ιδιαίτερα βοηθητική σε άτομα που αναζητούν βοήθεια πριν υπάρξει οποιαδήποτε παράβαση, μειώνοντας το άγχος και το αίσθημα ντροπής γύρω από τις σκέψεις τους ώστε να μπορέσουν να τις διαχειριστούν πιο νηφάλια.

 

  • Φαρμακολογικές θεραπείες (Ορμονοθεραπεία & SSRIs): Στις περιπτώσεις όπου ο κίνδυνος υποτροπής κρίνεται υψηλός ή οι σεξουαλικές παρορμήσεις είναι πολύ έντονες, χρησιμοποιούνται και φαρμακευτικές παρεμβάσεις. Η πιο γνωστή είναι η λεγόμενη ορμονοκατασταλτική θεραπεία, γνωστή και ως «χημικός ευνουχισμός». Πρόκειται για τη χορήγηση αντιανδρογόνων ή άλλων ορμονικών παραγόντων που μειώνουν τα επίπεδα τεστοστερόνης και κατ’ επέκταση την σεξουαλική ορμή. Σύγχρονοι ανταγωνιστές της ορμόνης GnRH, όπως το δεγκαρελίξ, μπορούν να επιφέρουν ταχεία μείωση της λίμπιντο. Σε μια τυχαιοποιημένη κλινική δοκιμή του 2020, η χορήγηση δεγκαρελίξ σε παιδόφιλους είχε ως αποτέλεσμα τη δραματική μείωση του κινδύνου σεξουαλικής επιθετικότητας μέσα σε μόλις 2 εβδομάδες. Άλλη μελέτη το 2022 βρήκε ότι μετά από 10 εβδομάδες θεραπείας με δεγκαρελίξ, το 58% των συμμετεχόντων ανέφεραν πλήρη εξάλειψη του σεξουαλικού ενδιαφέροντος για παιδιά. Εκτός από τους GnRH αγωνιστές/ανταγωνιστές, χρησιμοποιούνται και παραδοσιακά αντιανδρογόνα, όπως η κυπροτερόνη ή η οξική μεδροξυπρογεστερόνη (MPA), που μειώνουν τη δράση της τεστοστερόνης. Τα φάρμακα αυτά δεν “θεραπεύουν” την παιδοφιλία, αλλά λειτουργούν σαν “φρένο” στη λίμπιντο, δίνοντας στο άτομο τη δυνατότητα να ελέγξει ευκολότερα τις παρορμήσεις του. Συνήθως χορηγούνται σε εθελοντική βάση – ή ως όρος αποφυλάκισης σε δράστες – υπό ιατρική παρακολούθηση, καθώς έχουν και παρενέργειες (π.χ. εξάψεις, κόπωση, απώλεια οστικής μάζας μακροπρόθεσμα).

Επιπλέον, σημαντικό ρόλο μπορούν να παίξουν και ορισμένα ψυχιατρικά φάρμακα όπως οι SSRIs (εκλεκτικοί αναστολείς επαναπρόσληψης σεροτονίνης). Οι SSRIs (συνήθεις αντικαταθλιπτικοί παράγοντες) έχουν βρεθεί ωφέλιμοι σε κάποιες περιπτώσεις διότι μειώνουν τις ιδεοληπτικές σεξουαλικές σκέψεις και την καταναγκαστική συμπεριφορά. Εφόσον σε κάποιους παιδόφιλους οι ανεπιθύμητες φαντασιώσεις εμφανίζονται καταναγκαστικά (παρόμοια με τα συμπτώματα ιδεοψυχαναγκαστικής διαταραχής), η φαρμακευτική καταστολή αυτής της επαναληπτικής σκέψης μπορεί να δώσει “χώρο” στην ψυχοθεραπεία να δουλέψει. Ταυτόχρονα, οι SSRIs βοηθούν στη θεραπεία συνυπαρχουσών διαταραχών όπως η κατάθλιψη ή το άγχος, που όπως αναφέρθηκε συχνά συνυπάρχουν και μπορεί να πυροδοτούν την ανάγκη για παρεκκλίνουσα συμπεριφορά. Σε γενικές γραμμές, η φαρμακοθεραπεία πρέπει να προσωποποιείται: για κάποιους ασθενείς οι ορμονικές ενέσεις μπορεί να είναι απαραίτητες, ενώ για άλλους μια θεραπεία με SSRIs και ψυχοθεραπεία αρκεί.

Τέλος, σημαντικό κομμάτι της “θεραπείας” – ειδικά για όσους παιδόφιλους έχουν ήδη καταδικαστεί για αδίκημα – είναι και η δια βίου παρακολούθηση και υποστήριξη. Μετά την ολοκλήρωση μιας θεραπείας ή μιας ποινής, συχνά τίθενται όροι όπως η αποφυγή επαφής με ανηλίκους, απαγόρευση πρόσβασης σε πορνογραφικό υλικό, απαγόρευση εργασίας σε χώρους με παιδιά, επιτήρηση μέσω κοινωνικών λειτουργών, κ.ά. Αυτά στοχεύουν να αποτρέψουν ευκαιρίες επανάληψης του εγκλήματος. Η συνεργασία του ατόμου με τους όρους αυτούς και η συνέχιση της θεραπείας (π.χ. συνέχιση φαρμάκων, παρακολούθηση ομάδων υποστήριξης) είναι κρίσιμη για τη μακροπρόθεσμη πρόληψη.

Πρόληψη: Πριν φτάσουμε στο Έγκλημα

Η πρόληψη της παιδοφιλικής εκδήλωσης (δηλαδή της παιδικής κακοποίησης) απαιτεί μια πολυεπίπεδη προσέγγιση που περιλαμβάνει τόσο ατομικές παρεμβάσεις όσο και κοινωνικές/νομικές πρωτοβουλίες. Δεδομένου ότι η προστασία των παιδιών είναι ύψιστη προτεραιότητα, η πρόληψη επικεντρώνεται σε δύο κύριες κατευθύνσεις: (α) στον εντοπισμό και υποστήριξη των ατόμων με παιδοφιλικές τάσεις προτού δράσουν, και (β) στην ενίσχυση της επαγρύπνησης γονέων, εκπαιδευτικών και φορέων, ώστε να ανιχνεύονται και να αποτρέπονται πιθανοί κίνδυνοι.

Advertising

  1. Προγράμματα πρώιμης παρέμβασης για άτομα με τάσεις:Ένα πρωτοποριακό παράδειγμα είναι το γερμανικό πρόγραμμα Prevention Project Dunkelfeld («Πρόγραμμα Πρόληψης Σκοτεινού Πεδίου»). Από το 2005, το πρόγραμμα Dunkelfeld απευθύνεται σε ανθρώπους που νιώθουν σεξουαλική έλξη προς παιδιά ή εφήβους και τους προσφέρει εντελώς δωρεάν, ανώνυμη θεραπεία και ιατρική βοήθεια, με στόχο να μην περάσουν ποτέ στην πράξη . Το ιδιαίτερα ριζοσπαστικό σε αυτό το πρόγραμμα είναι ότι – σε αντίθεση με ό,τι ισχύει σε πολλές χώρες – οι θεραπευτές δεν είναι υποχρεωμένοι να αναφέρουν στις αρχές αν οι συμμετέχοντες αποκαλύψουν παλαιότερες πράξεις κακοποίησης. Αυτή η εγγύηση εμπιστευτικότητας ενθαρρύνει τους παιδόφιλους να ζητήσουν βοήθεια χωρίς τον φόβο ότι θα συλληφθούν, μετατοπίζοντας έτσι το βάρος από την τιμωρία στην πρόληψη. Σύμφωνα με τον επικεφαλής του προγράμματος, δρ. Klaus Beier, χιλιάδες άτομα έχουν απευθυνθεί στο Dunkelfeld όλα αυτά τα χρόνια, ενώ από το 2018 το πρόγραμμα χρηματοδοτείται σταθερά και από το γερμανικό κράτος (περίπου 6 εκατομμύρια δολάρια ετησίως) ως μέρος του συστήματος δημόσιας υγείας (Beier, 2016).

Τα αποτελέσματα αυτού του είδους παρεμβάσεων αξιολογούνται συνεχώς. Σε μελέτη του 2014, το Dunkelfeld ανέφερε ότι μετά από θεραπεία οι συμμετέχοντες εμφάνιζαν βελτιώσεις σε ψυχολογικούς τομείς όπως η ενσυναίσθηση και η συναισθηματική αυτορρύθμιση – στοιχεία που υποδεικνύουν (χωρίς όμως να αποδεικνύουν απόλυτα) αυξημένο έλεγχο των σεξουαλικών παρορμήσεων (Beier, 2016). Ωστόσο, οι επικριτές επισημαίνουν ότι δεν υπάρχει ακόμη σαφής απόδειξη πως τέτοια προγράμματα μειώνουν πράγματι τη μελλοντική εγκληματική συμπεριφορά. Μια ανάλυση του 2019 έδειξε ότι τα στοιχεία δεν ήταν στατιστικά σημαντικά ως προς τη μείωση του “κινδύνου υποτροπής”, πιθανώς λόγω μικρού δείγματος. Οι ερευνητές τονίζουν ότι χρειάζονται μακροχρόνιες μελέτες με μεγαλύτερα δείγματα για να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα. Παρ’ όλα αυτά, ακόμη και οι σκεπτικιστές αναγνωρίζουν οφέλη: τέτοια προγράμματα τουλάχιστον προσφέρουν ψυχική υποστήριξη σε ανθρώπους που διαφορετικά θα δρούσαν στο σκοτάδι. Όπως αναφέρει ο ψυχολόγος R. Banse, «πολλοί από αυτούς υποφέρουν – το να τους προσφέρουμε βοήθεια είναι αξιέπαινο και προς το συμφέρον της κοινωνίας».  Άλλοι ειδικοί σημειώνουν ότι οποιαδήποτε υπηρεσία βοηθά τους ανθρώπους αυτούς να αναπτύξουν αποτελεσματικές στρατηγικές αυτοελέγχου πιθανότατα έχει θετικό καθαρό αποτέλεσμα στην δημόσια ασφάλεια.

Εκτός από το Dunkelfeld, παρόμοιες πρωτοβουλίες αναπτύσσονται και αλλού. Στον Καναδά και στις ΗΠΑ έχουν δημιουργηθεί γραμμές βοήθειας (helplines) και διαδικτυακά προγράμματα (π.χ. το “Stop It Now” και το “Help Wanted”) που προσφέρουν συμβουλευτική σε άτομα με έλξη σε ανηλίκους, δίνοντάς τους ανώνυμα μέσα να κατανοήσουν τη διαταραχή τους και να λάβουν καθοδήγηση. Η ανταπόκριση σε τέτοιες υπηρεσίες δείχνει ότι υπάρχει μη αμελητέος αριθμός μη-δραστήριων παιδόφιλων που επιζητούν βοήθεια: Μια ανάλυση το 2022 επιβεβαίωσε την ύπαρξη μιας σημαντικής ομάδας ανθρώπων με παιδοφιλικές τάσεις που αναζητούν στήριξη προτού διαπράξουν αδίκημα. Η πρόκληση για τις κοινωνίες είναι να εντοπίσουν και να κατευθύνουν αυτά τα άτομα προς τις κατάλληλες υπηρεσίες, αντί να τα ωθούν στην απομόνωση και το στίγμα.

  1. Επαγρύπνηση και περιβαλλοντική πρόληψη:Από την άλλη πλευρά, κρίσιμο ρόλο στην πρόληψη παίζουν οι γονείς, οι εκπαιδευτικοί, οι παιδοψυχολόγοι και γενικά όσοι βρίσκονται κοντά σε παιδιά. Επειδή, όπως αναφέρθηκε, ο θύτης μπορεί να είναι πρόσωπο υπεράνω υποψίας στον κύκλο του παιδιού, απαιτείται διαρκής εγρήγορση για προειδοποιητικά σημάδια. Για παράδειγμα, αν ένας ενήλικος δείχνει ασυνήθιστα ενδιαφέρον ή προσκόλληση σε κάποιο παιδί, προσφέρεται υπερβολικά να “βοηθήσει” την οικογένεια, ή προσπαθεί να απομονώσει το παιδί, αυτά μπορεί να είναι ενδείξεις ανάρμοστων προθέσεων. Ομοίως, αλλαγές στη συμπεριφορά ενός παιδιού – έντονος φόβος, απόσυρση, σεξουαλικοποιημένο παιχνίδι ή γνώσεις – μπορεί να σηματοδοτούν πιθανή κακοποίηση. Η ενημέρωση των γονέων για το φαινόμενο της παιδικής κακοποίησης, η διδασκαλία στα παιδιά βασικών κανόνων αυτοπροστασίας (π.χ. “το σώμα μου μου ανήκει”) και η ανοιχτή επικοινωνία μέσα στην οικογένεια είναι ουσιαστικά μέτρα. Κοινωνικές δομές όπως τα σχολεία και οι παιδικοί σταθμοί πρέπει να έχουν σαφείς πολιτικές για την αποτροπή ευκαιριών (π.χ. κανόνας «ποτέ ένας ενήλικας μόνος με ένα παιδί» σε χώρους δραστηριοτήτων, έλεγχος ιστορικού όσων προσλαμβάνονται να δουλέψουν με παιδιά, κλπ.).

Επιπλέον, το νομικό πλαίσιο αποτελεί κι αυτό μέρος της πρόληψης: αυστηρές ποινές για τους δράστες, μητρώα σεξουαλικών εγκληματιών, έλεγχος στο διαδίκτυο για κυκλώματα παιδικής πορνογραφίας, και διεθνής συνεργασία των αρχών, λειτουργούν αποτρεπτικά και απομονωτικά για τους επίδοξους δράστες. Ωστόσο, η αποκλειστικά τιμωρητική προσέγγιση δεν επαρκεί από μόνη της, διότι όπως έχουμε δει, πολλοί παιδόφιλοι δεν έχουν ποινικό μητρώο πριν από την πρώτη τους πράξη – συνεπώς πρέπει να υπάρξει πρόβλεψη και για αυτούς πριν φτάσουν στο στάδιο της διάπραξης.

Κοινωνική Στάση και Προκλήσεις

Η κοινωνική στάση απέναντι στην παιδοφιλία είναι – εύλογα – εξαιρετικά αρνητική και φορτισμένη. Οι παιδόφιλοι θεωρούνται παρίες της κοινωνίας, αντιμετωπίζονται με αποστροφή και θυμό, και υπάρχει έντονη πίεση για παραδειγματική τιμωρία όσων διαπράττουν σεξουαλικά εγκλήματα σε βάρος παιδιών. Αυτή η στάση είναι απολύτως φυσική, δεδομένης της σοβαρής βλάβης που υφίστανται τα θύματα. Οι πράξεις παιδικής κακοποίησης επιφέρουν βαθύ και συχνά ισόβιο τραύμα στα παιδιά – προβλήματα ψυχικής υγείας, διαταραχές σχέσεων, μετατραυματικό στρες, κατάθλιψη, τάσεις απομόνωσης, ακόμη και αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές (Finkelhor, 2019). Η κοινωνία λοιπόν δικαίως αισθάνεται την ανάγκη να προστατεύσει τους πιο ευάλωτους και να καταδικάσει ηθικά τους θύτες.

Advertising

Ωστόσο, αυτή η έντονη στιγματοποίηση των παιδόφιλων φέρνει μαζί της και ορισμένες προκλήσεις όσον αφορά την πρόληψη και θεραπεία. Πρώτον, όταν η κοινωνική αντίδραση συνοψίζεται μόνο στο “κλείστε τους όλους φυλακή” ή “είναι τέρατα, δεν αξίζουν βοήθεια”, δημιουργείται ένα περιβάλλον όπου κανείς που αισθάνεται τέτοιες ορμές δεν τολμά να τις αποκαλύψει ή να ζητήσει βοήθεια. Ο φόβος του στιγματισμού, της δημόσιας διαπόμπευσης ή και των νομικών συνεπειών λειτουργεί σαν ισχυρό αντικίνητρο για έναν μη-δραστήριο παιδόφιλο να μιλήσει σε ειδικό. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε ένα επικίνδυνο αποτέλεσμα: αντί οι άνθρωποι αυτοί να εντάσσονται σε θεραπευτικά δίκτυα, κρύβονται “υπόγεια” και ενδεχομένως συνεχίζουν να τροφοδοτούν τις φαντασιώσεις τους (π.χ. μέσω παιδικής πορνογραφίας στο διαδίκτυο) χωρίς καμία παρέμβαση. Μελέτες έχουν δείξει ότι το εσωτερικευμένο στίγμα στους παιδόφιλους μπορεί να οδηγήσει σε κοινωνική απομόνωση, κατάθλιψη και απόγνωση – καταστάσεις που paradoxically αυξάνουν τον κίνδυνο να περάσουν στην πράξη λόγω έλλειψης υποστήριξης και εναλλακτικών διεξόδων. Με άλλα λόγια, όταν η κοινωνία απλά δαιμονοποιεί χωρίς να προσφέρει καμία διέξοδο, κάποιοι από αυτούς τους ανθρώπους, νιώθοντας ούτως ή άλλως “τέρατα” στα μάτια όλων, μπορεί να μην έχουν τίποτα να χάσουν προβαίνοντας τελικά σε αδίκημα.

Αυτό δεν σημαίνει φυσικά ότι η κοινωνία πρέπει να “αποδεχτεί” ή να νομιμοποιήσει την παιδοφιλία – σε καμία περίπτωση. Σημαίνει όμως ότι πρέπει να βρεθεί μια λεπτή ισορροπία ανάμεσα στην απόλυτη προστασία των παιδιών και στη δημιουργία ενός περιβάλλοντος όπου ένας άνθρωπος με τέτοιες τάσεις θα νιώθει ότι μπορεί να ζητήσει βοήθεια χωρίς απευθείας λιθοβολισμό. Για τους επαγγελματίες ψυχικής υγείας, αυτό αποτελεί ιδιαίτερη πρόκληση: ακόμη και πολλοί θεραπευτές νιώθουν απέχθεια ή απροθυμία να δουλέψουν με αυτή την πληθυσμιακή ομάδα. Ως αποτέλεσμα, έχουν καταγραφεί περιπτώσεις όπου άτομα ζήτησαν θεραπεία από ψυχολόγους για τον παιδοφιλικό τους προσανατολισμό και απορρίφθηκαν, με τραγική συνέπεια αργότερα να διαπράξουν έγκλημα. Είναι κατανοητό ότι ακόμη και οι θεραπευτές είναι άνθρωποι και επηρεάζονται από τις κοινές αξίες – ωστόσο, η εκπαίδευση και η εποπτεία των επαγγελματιών πάνω σε αυτά τα ζητήματα είναι απαραίτητη. Χρειάζεται μια προσέγγιση που να λέει: «Καταδικάζουμε απόλυτα την πράξη, αλλά αν έχεις τέτοιες ορμές και δεν θέλεις να βλάψεις κανέναν, ελά να σε βοηθήσουμε πριν συμβεί το κακό.»

Σε επίπεδο δημόσιας πολιτικής, αυτό μπορεί να σημαίνει θέσπιση γραμμών βοήθειας ή εξειδικευμένων κέντρων συμβουλευτικής που να είναι προσβάσιμα ανώνυμα. Σημαίνει επίσης ότι οι νόμοι περί υποχρεωτικής αναφοράς πρέπει να σχεδιαστούν προσεκτικά: σε κάποιες χώρες, οποιαδήποτε εκμυστήρευση παρελθοντικής ή μελλοντικής πρόθεσης κακοποίησης πρέπει να αναφερθεί στις αρχές, κάτι που λειτουργεί αποτρεπτικά για πολλούς από το να το πουν καν. Η Γερμανία, όπως είδαμε, επέλεξε να μην έχει υποχρέωση αναφοράς για μελλοντικό κίνδυνο και έτσι κατέστη δυνατό το Dunkelfeld. Άλλες κοινωνίες μπορεί να μην είναι έτοιμες για τόσο ριζικές παραχωρήσεις, όμως ίσως υπάρχουν ενδιάμεσα βήματα, όπως η δυνατότητα ανώνυμης τηλεφωνικής ή διαδικτυακής συμβουλευτικής χωρίς άμεσο νομικό αντίκτυπο. Είναι μια δύσκολη ηθικά συζήτηση: πώς προστατεύεις το παιδί-στόχο χωρίς να διώξεις εντελώς στο σκοτάδι τον πιθανό θύτη;

Δες επιπλέον : το Project Dunkelfeld, ένα πρόγραμμα θεραπείας για την παιδοφιλία που στοχεύει στην πρόληψη της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών.

Advertising

Συμπερασματικά

Η παιδοφιλία, ειδωμένη από την πλευρά του θύτη, αναδεικνύεται ως μια σύνθετη ψυχολογική διαταραχή με βαθιές ρίζες και ισχυρές παρορμήσεις, παρά ως ένα “πτώμα ηθικής” που αντιμετωπίζεται απλώς με φυλάκιση ή αποτροπιασμό. Η επιστημονική προσέγγιση μάς βοηθά να καταλάβουμε ότι ο παιδόφιλος συχνά κουβαλά δικά του τραύματα, ελλείμματα και νευρολογικές διαφοροποιήσεις. Αυτή η κατανόηση δεν μειώνει στο ελάχιστο την ευθύνη του για τυχόν πράξεις, αλλά είναι κρίσιμη για να σχεδιάσουμε αποτελεσματικούς τρόπους πρόληψης.

Για το γενικό κοινό, το μήνυμα είναι διττό: Πρώτον, επαγρύπνηση – να γνωρίζουμε ότι το φαινόμενο υπάρχει γύρω μας και να προστατεύουμε ενεργά τα παιδιά με εκπαίδευση και επίβλεψη. Δεύτερον, στήριξη των σωστών πρωτοβουλιών – η κοινωνία μας πρέπει να αποδεχτεί ότι χρειαζόμαστε προγράμματα θεραπείας και πρόληψης, όσο δύσκολο κι αν είναι να μιλάμε γι’ αυτό. Για τους επαγγελματίες ψυχικής υγείας, η πρόκληση είναι να αναπτύξουν και να εφαρμόσουν τεκμηριωμένες πρακτικές, να παραμένουν αμερόληπτοι και να ισορροπούν ανάμεσα στην προστασία του κοινού και στην παροχή βοήθειας σε έναν εξαιρετικά στιγματισμένο πληθυσμό.

Η κοινωνική στάση αλλάζει αργά: αν παλαιότερα η παιδοφιλία ήταν ένα θέμα-ταμπού που «κρυβόταν κάτω από το χαλί», σήμερα αναγνωρίζεται διεθνώς ως ένα υπαρκτό πρόβλημα που απαιτεί συνδυασμό καταστολής (για όσους διαπράττουν εγκλήματα) και πρόληψης/θεραπείας (για να μειωθούν τα ίδια τα εγκλήματα στο μέλλον). Τελικά, ο στόχος είναι κοινός για όλους – η προστασία των παιδιών. Αν η κατανόηση του θύτη από επιστημονικής πλευράς μπορεί να συμβάλει σ’ αυτόν τον στόχο, τότε αξίζει να ξεπεράσουμε τον θυμό ή την αποστροφή μας και να υποστηρίξουμε πολιτικές και πρακτικές που αντιμετωπίζουν την παιδοφιλία με τη δέουσα σοβαρότητα και πολυπλοκότητα.

 

Πηγές:

Advertising

Beier, K. M. (2016). Pedophilia: A clinical approach to the assessment and treatment of offenders. Springer.

Blanchard, R. (2015). The neurobiology and psychology of pedophilia: Recent advances and challenges. Current Psychiatry Reports, 17(9), 47. https://doi.org/10.1007/s11920-015-0622-7

Finkelhor, D. (2019). Child sexual abuse: The facts. Oxford University Press.

Lange, S. (2020). Biological and developmental factors in the etiology of pedophilia. Journal of Sex Research, 58(6), 680-693. https://doi.org/10.1080/00224499.2020.1718524

Advertising

Seto, M. C. (2017). The Pedophilia Spectrum: A comprehensive review of the literature. In M. P. McCartney & C. R. L. Edwards (Eds.), Treating sexual deviance and other disorders (pp. 45-64). Springer.

Tenbergen, G., et al. (2016). Neurological factors in pedophilia: A review of the literature. Journal of Psychiatry & Neuroscience, 41(4), 248-260. https://doi.org/10.1503/jpn.160201

Undergraduate Psychology Student | Mental Health Writer | Focused on Trauma & Interpersonal Dynamics.

Φοιτήτρια Ψυχολογίας στο University of Sunderland (UK) με ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην ψυχοπαθολογία, τις διαπροσωπικές σχέσεις και τις ψυχολογικές μορφές κακοποίησης. Ως αρθρογράφος, επιδιώκω την γεφύρωση της επιστημονικής γνώσης με την καθημερινή εμπειρία του ανθρώπου. Πιστεύω ότι η ψυχολογία δεν αφορά μόνο τη θεωρία, αλλά την πράξη, την κατανόηση και την αλλαγή. Στόχος μου είναι η δημιουργία περιεχομένου που συνδυάζει την έρευνα, τη γραφή και τη στήριξη της ψυχικής υγείας.

🎓 Ακαδημαϊκό υπόβαθρο:
* Ψυχολογία, University of Sunderland (2024 –2027, σε εξέλιξη)
* Executive Coaching and Management, Πανεπιστήμιο Αιγαίου (2018)
* Ιστορία & Αρχαιολογία, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων (2012)

Περισσότερα από τη στήλη: Ψυχολογία

Ψυχολογία

Γιατί τα μικρά παιδιά δεν καταλαβαίνουν τα συναισθήματα των ενηλίκων;

Γιατί τα μικρά παιδιά δεν καταλαβαίνουν τα συναισθήματα των ενηλίκων; Γιατί τα μικρά παιδιά συχνά…

Ψυχολογία

Το Πείραμα της Μικρής Άλμπερτ: Η απαρχή του φόβου και η ηθική στην έρευνα

Η ψυχολογία ως επιστήμη προσπάθησε για χρόνια να κατανοήσει τον τρόπο με τον οποίο διαμορφώνονται…

Ψυχολογία

Διαταραχές Διάθεσης

Οι διαταραχές διάθεσης χαρακτηρίζονται από σοβαρές διαταραχές στη διάθεση και τα συναισθήματα, πιο συχνά κατάθλιψη,…

Ψυχολογία

Η συνταγή κατά του άγχους: Ένα βοήθημα για την καθημερινότητα

Τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότεροι άνθρωποι δυσκολεύονται εξαιτίας του άγχους. Το “Η συνταγή κατά…

Ψυχολογία

Η τέχνη ως εργαλείο για την κατανόηση ψυχικών διαταραχών

Η τέχνη λειτουργεί ως εξερευνητής της ψυχής—ειδικά σε διαταραχές όπως η σχιζοφρένεια. Μέσα από δημιουργικές…

Ψυχολογία

Σοκαριστική Αλήθεια για τη Σωματοδυσμορφική Διαταραχή (ΣΔΔ): Όταν η Εικόνα του Σώματος Γίνεται Εμμονή

Τι είναι η Σωματοδυσμορφική Διαταραχή (ΣΔΔ); https://i.pinimg.com/1200x/59/0c/08/590c0844b6d7d7f87df67e84d71001d7.jpg Η Σωματοδυσμορφική Διαταραχή (ΣΔΔ) είναι μια σοβαρή ψυχική…

Ψυχολογία

Οριακή Διαταραχή Προσωπικότητας και αυτοτραυματισμός

pixabay.com Η Οριακή Διαταραχή Προσωπικότητας χαρακτηρίζεται από αστάθεια στον έλεγχο παρορμήσεων, την εικόνα εαυτού, τις…