Ναρκισσιστική Διαταραχή Προσωπικότητας: Συμπτώματα, Αίτια και Σύγχρονες Προσεγγίσεις
Η ναρκισσιστική διαταραχή προσωπικότητας (Narcissistic Personality Disorder, NPD) είναι μια ψυχική διαταραχή της ομάδας Cluster B, δηλαδή των δραματικών και ασταθών διαταραχών προσωπικότητας. Χαρακτηρίζεται από ένα διάχυτο μοτίβο μεγαλομανίας, ανάγκης για θαυμασμό και έλλειψης ενσυναίσθησης. Η διαταραχή εμφανίζεται περίπου στο 1% του γενικού πληθυσμού (με εκτιμήσεις σε κάποιες μελέτες έως ~6%) και παρατηρείται συχνότερα στους άνδρες. Παρότι τα άτομα με NPD συχνά προβάλλουν μια εικόνα υπερβολικής αυτοπεποίθησης, στην πραγματικότητα η διαταραχή συνδέεται με σημαντική ψυχική δυσφορία για τους ίδιους και σοβαρά προβλήματα στις σχέσεις, την εργασία και τη γενικότερη ποιότητα ζωής. Μάλιστα, οι γύρω τους συχνά υποφέρουν από τον πόνο που τους προκαλούν τα ναρκισσιστικά άτομα. Στη συνέχεια του άρθρου θα εξετάσουμε τα αίτια, τα συμπτώματα και τα διαγνωστικά κριτήρια (DSM-5) της ναρκισσιστικής διαταραχής, καθώς και τις θεραπευτικές προσεγγίσεις, τις συννοσηρότητες και μερικά αντιπροσωπευτικά παραδείγματα, βασιζόμενοι σε σύγχρονες επιστημονικές μελέτες της τελευταίας δεκαετίας.
Αίτια και παράγοντες κινδύνου Η ναρκισσιστική διαταραχή έχει πολυπαραγοντική αιτιολογία
Τα αίτια της ναρκισσιστικής διαταραχής προσωπικότητας είναι πολυπαραγοντικά – δεν υπάρχει ένα και μοναδικό αίτιο, αλλά μια σύνθετη αλληλεπίδραση βιολογικών, ψυχολογικών και περιβαλλοντικών παραγόντων. Σύγχρονες μελέτες υποδεικνύουν ότι υπάρχει κάποιος βαθμός γενετικής προδιάθεσης, καθώς οι ναρκισσιστικές τάσεις είναι αρκετά κληρονομήσιμες. Παράλληλα, νευροβιολογικές έρευνες έχουν εντοπίσει διαφορές στη λειτουργία του εγκεφάλου: για παράδειγμα, μελέτες απεικόνισης έδειξαν μικρότερο όγκο φαιάς ουσίας σε περιοχές που σχετίζονται με την ενσυναίσθηση και τη συναισθηματική ρύθμιση. Επίσης, πρόσφατα δεδομένα υποδεικνύουν και βιολογικούς δείκτες που σχετίζονται με τη διαταραχή – μια μελέτη του 2020 βρήκε ότι τα άτομα με NPD εμφανίζουν αυξημένο οξειδωτικό στρες στον οργανισμό, γεγονός που μπορεί να υποδηλώνει μια σωματική συνιστώσα στην παθοφυσιολογία της διαταραχής. Αυτό το εύρημα ήταν ιδιαίτερα ενδιαφέρον καθώς παρόμοια επίπεδα οξειδωτικού στρες βρέθηκαν και σε άτομα με μεθοριακή διαταραχή προσωπικότητας (borderline), παρά τις φαινομενικά αντίθετες κλινικές τους εκδηλώσεις. Η βιολογική αυτή διάσταση είναι πεδίο εντατικής έρευνας, καθώς μέχρι πρόσφατα η NPD είχε μελετηθεί κυρίως από ψυχοκοινωνική σκοπιά.
Σε ψυχοκοινωνικό επίπεδο, σημαντικό ρόλο παίζουν οι παιδικές εμπειρίες και ο τρόπος ανατροφής. Τα άτομα με ναρκισσιστική διαταραχή συχνά αναφέρουν είτε περιβάλλοντα στην παιδική ηλικία όπου βίωσαν ακραία έλλειψη στοργής, παραμέληση ή κακοποίηση, είτε το αντίθετο άκρο: υπερβολικό θαυμασμό, “υπερτίμηση” από τους γονείς και επιτρεπτικότητα χωρίς όρια. Οι αρνητικές εμπειρίες της παιδικής ηλικίας – τα λεγόμενα Adverse Childhood Experiences (ACEs), όπως η σωματική/συναισθηματική κακοποίηση ή παραμέληση – αποτελούν ισχυρούς προγνωστικούς παράγοντες για την εμφάνιση διαταραχών προσωπικότητας, συμπεριλαμβανομένου του ναρκισσισμού. Έχει βρεθεί ότι τα παιδιά που βιώνουν πολλαπλά τραυματικά γεγονότα (4 ή περισσότερα ACEs) έχουν πολύ μεγαλύτερη πιθανότητα να εμφανίσουν σοβαρά ψυχικά προβλήματα αργότερα στη ζωή. Στην περίπτωση της NPD, θεωρείται ότι οι τραυματικές εμπειρίες (π.χ. συναισθηματική παραμέληση, απόρριψη) διαταράσσουν την ανάπτυξη της αυτοεκτίμησης και της συναισθηματικής ρύθμισης, συμβάλλοντας στην ανάπτυξη ναρκισσιστικών χαρακτηριστικών. Μάλιστα, μια πρόσφατη μελέτη περίπτωσης κατέληξε ότι τα παιδικά τραύματα αποτελούν πρωταρχικό παράγοντα κινδύνου για την ανάπτυξη NPD και τόνισε την ανάγκη αντιμετώπισης αυτών των τραυμάτων στην πρόληψη και θεραπεία.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει το ότι διαφορετικοί τύποι παιδικών εμπειριών ενδέχεται να οδηγούν σε διαφορετικές μορφές ναρκισσισμού. Σύγχρονες έρευνες διακρίνουν δύο κύριες εκφάνσεις του ναρκισσισμού: τον “μεγαλειώδη” (grandiose) και τον “ευάλωτο” (vulnerable) ναρκισσισμό. Έχει βρεθεί ότι η υπερβολική ιδανικοποίηση και “θεοποίηση” του παιδιού από τους γονείς – η συνεχής και ανεδαφική επιβράβευση κάθε πράξης του – συνδέεται περισσότερο με την ανάπτυξη μεγαλειωδών ναρκισσιστικών χαρακτηριστικών (δηλαδή ενός ατόμου που απαιτεί θαυμασμό και πιστεύει βαθιά στην ανωτερότητά του). Αντίθετα, η παιδική παραμέληση ή κακοποίηση έχει βρεθεί ότι σχετίζεται στενότερα με την ευάλωτη μορφή ναρκισσισμού, όπου το άτομο εμφανίζει έντονη ανασφάλεια, ευαισθησία στην απόρριψη και βαθιά αισθήματα ντροπής πίσω από μια μάσκα αλαζονείας. Με άλλα λόγια, πολλοί δρόμοι μπορούν να οδηγήσουν στη ναρκισσιστική διαταραχή – διαφορετικοί συνδυασμοί πρώιμων εμπειριών μπορεί να παράγουν παρόμοια κλινική εικόνα. Είναι σημαντικό οι ειδικοί ψυχικής υγείας να διατηρούν ανοιχτό μυαλό κατά τη διερεύνηση του ιστορικού ενός ατόμου με NPD, καθώς οι υποθέσεις για τη παιδική του ηλικία (π.χ. ότι “σίγουρα είχε ψυχρή και απόμακρη οικογένεια”) μπορεί να αποδειχθούν λανθασμένες – πολλοί ναρκισσιστές είχαν, αντιθέτως, υπερπροστατευτικούς ή υπερβολικά εγκωμιαστικούς γονείς. Σε κάθε περίπτωση, η συλλειτουργία γενετικών παραγόντων και βιωμάτων (μοντέλο γονιδίων-περιβάλλοντος) θεωρείται το επικρατέστερο πλαίσιο ερμηνείας: όχι ένας παράγοντας μόνος του, αλλά η συσσώρευση ψυχοκοινωνικών και βιολογικών παραγόντων κινδύνου συντελεί στην εμφάνιση παθολογικού ναρκισσισμού
Διάβασε επιπλέον: Mayo Clinic – Narcissistic Personality Disorder
Ποια είναι τα κύρια συμπτώματα της ναρκισσιστικής διαταραχής;
Τα άτομα με ναρκισσιστική διαταραχή προσωπικότητας παρουσιάζουν μια σειρά από χαρακτηριστικά συμπτώματα και μοτίβα συμπεριφοράς που τα διακρίνουν. Βασικά χαρακτηριστικά είναι το διογκωμένο αίσθημα αυτο-σπουδαιότητας (μεγαλομανία) – δηλαδή η πεποίθηση ότι είναι ανώτερα, μοναδικά και “ιδιαίτερα” – η έντονη ανάγκη για συνεχή θαυμασμό και προσοχή από τους άλλους, καθώς και η ουσιαστική έλλειψη ενσυναίσθησης προς τα αισθήματα και τις ανάγκες των γύρω τους. Συχνά παρουσιάζονται ως αλαζονικοί, επιδειξιομανείς ή και “δύσκολοι” στην συναναστροφή. Έχουν την τάση να υπερτονίζουν τα επιτεύγματά τους και να απαιτούν ειδική μεταχείριση, θεωρώντας πως τους “οφείλεται” σεβασμός και προνόμια χωρίς ανάλογη προσπάθεια. Στις διαπροσωπικές τους σχέσεις μπορεί να επιδεικνύουν εκμεταλλευτική συμπεριφορά, χρησιμοποιώντας τους άλλους για προσωπτικό όφελος χωρίς τύψεις. Η αδυναμία τους να αναγνωρίσουν ή να ενδιαφερθούν για τα συναισθήματα των άλλων (έλλειψη ενσυναίσθησης) γίνεται εμφανής – συχνά φθονούν τους γύρω τους ή πιστεύουν ότι εκείνοι τους φθονούν. Επίσης, τείνουν να επιδεικνύουν αλαζονικές ή υπεροπτικές στάσεις, που μπορεί να αγγίζουν την περιφρόνηση προς τους “κοινούς θνητούς”.
Αν και αυτή η εικόνα μεγαλομανίας και αδιαφορίας για τους άλλους είναι το “πρόσωπο” του ναρκισσισμού, η κλινική εμπειρία και έρευνα έχει δείξει ότι κάτω από την επιφάνεια συχνά κρύβεται μια εύθραυστη αυτοεκτίμηση. Πολλά ναρκισσιστικά άτομα νιώθουν εύκολα ντροπή ή ταπείνωση όταν αντιμετωπίζουν αποτυχίες ή κριτική, παρότι προσπαθούν απεγνωσμένα να το καλύψουν. Στην πραγματικότητα, οι δύο όψεις του ναρκισσισμού – η “μεγαλειώδης” και η “ευάλωτη” – μπορεί να συνυπάρχουν στο ίδιο άτομο. Για παράδειγμα, ένα άτομο μπορεί εξωτερικά να φαίνεται υπερόπτης και αυτάρεσκος, ενώ εσωτερικά να βασανίζεται από ανασφάλεια και φόβο απόρριψης. Σύμφωνα με σύγχρονες περιγραφές, ο μεγαλειώδης (overt) ναρκισσισμός χαρακτηρίζεται από επιθετικότητα, έπαρση και εκμεταλλευτικότητα, ενώ ο ευάλωτος (covert) ναρκισσισμός χαρακτηρίζεται από υπερευαισθησία, αμυντικότητα, άγχος και μυστική ντροπή. Παρά την επιφανειακή τους αντίθεση, οι δύο αυτές μορφές μπορούν να εναλλάσσονται ή να συνυπάρχουν. Πράγματι, έρευνες δείχνουν ότι πολλοί άνθρωποι με υψηλά επίπεδα “φανερής” μεγαλομανίας βιώνουν παράλληλα και κρυφή ευαλωτότητα ή ανασφάλεια.
Στην καθημερινή ζωή, η συμπεριφορά ενός ατόμου με NPD μπορεί να προκαλέσει σοβαρές δυσκολίες στις σχέσεις και την εργασία. Οι διαπροσωπικές σχέσεις συχνά διαταράσσονται λόγω των παράλογων απαιτήσεων για ειδική μεταχείριση, της ανάγκης τους να δέχονται συνεχή θαυμασμό και της σκληρότητας ή αδιαφορίας που δείχνουν προς τους άλλους. Οι νάρκισσοι μπορεί αρχικά να φαίνονται γοητευτικοί ή χαρισματικοί – συνήθως είναι φιλόδοξοι και εκπέμπουν αυτοπεποίθηση – όμως μακροπρόθεσμα αποξενώνουν τους ανθρώπους γύρω τους με την αλαζονεία, τον εγωκεντρισμό και τις παράλογες απαιτήσεις τους. Συχνά δεν αντέχουν την παραμικρή κριτική ή ματαίωση· όταν αντιμετωπίζουν αποτυχίες, μπορεί να αντιδρούν με θυμό ή απαξίωση προς τους άλλους. Σε σοβαρότερες περιπτώσεις, η συμπεριφορά τους μπορεί να πάρει διαστάσεις κακοήθους ναρκισσισμού, με χειριστικότητα, εκφοβισμό ή και εξαπάτηση των άλλων για προσωπικό όφελος. Ενδεικτικό είναι ότι πολλοί άνθρωποι με NPD, παρόλο που δεν αναγνωρίζουν εύκολα αδυναμίες ή ευάλωτα συναισθήματα, μπορεί κατά βάθος να υποφέρουν από κατάθλιψη ή έντονο άγχος, ειδικά όταν το εύθραυστο εγώ τους δέχεται πλήγματα από απογοητεύσεις. Η ακραία ανάγκη τους να νιώθουν ανώτεροι μπορεί να οδηγήσει σε έναν φαύλο κύκλο διακυμάνσεων της αυτοεκτίμησης, εναλλάσσοντας στιγμές grandiosity με στιγμές κρυφής ντροπής και αυτομομφής.
Διάγνωση με βάση το DSM-5 : η NPD διαγιγνώσκεται αν πληρούνται τουλάχιστον 5 από τα παρακάτω 9 κριτήρια:
Η επίσημη διάγνωση της ναρκισσιστικής διαταραχής προσωπικότητας βασίζεται στα κριτήρια του Diagnostic and Statistical Manual of Mental Disorders (DSM-5). Σύμφωνα με το DSM-5, απαιτείται η παρουσία πέντε (5) τουλάχιστον από τα ακόλουθα εννέα κριτήρια προκειμένου να τεθεί η διάγνωση:
-
Μεγαλειώδης αίσθηση του εαυτού:
Το άτομο έχει διογκωμένη αντίληψη της σημαντικότητάς του – π.χ. υπερβάλλει για τα επιτεύγματα και τα ταλέντα του, και περιμένει να αναγνωριστεί ως ανώτερο χωρίς να έχει ανάλογα κατορθώματα.
-
Φαντασιώσεις απεριόριστης επιτυχίας/δύναμης:
Ασχολείται διαρκώς με φαντασιώσεις επιτυχίας, δύναμης, εξαιρετικής ομορφιάς ή ιδανικής αγάπης και θεωρεί ότι του αξίζουν αυτά τα ιδανικά σε υπέρμετρο βαθμό.
-
Πεποίθηση περί μοναδικότητας:
Πιστεύει ότι είναι ξεχωριστό/μοναδικό και ότι μόνο άτομα “υψηλού κύρους” μπορούν να το καταλάβουν ή αξίζει να σχετίζεται μόνο με ανθρώπους (ή θεσμούς) υψηλού επιπέδου.
-
Απαιτεί υπερβολικό θαυμασμό:
Έχει ανάγκη τον συνεχή θαυμασμό και επιβεβαίωση από τους άλλους και απαιτεί να του δίνεται ιδιαίτερη προσοχή συνέχεια.
-
Αίσθηση “ιδιαίτερων δικαιωμάτων” (entitlement):
Έχει παράλογες προσδοκίες για αυτόματα προνομιακή μεταχείριση ή συμμόρφωση των άλλων με τις δικές του προσδοκίες. Δηλαδή, συμπεριφέρεται σαν να του “χρωστούν” οι άλλοι ειδικές χάρες ή να υπακούν στις επιθυμίες του.
-
Διαπροσωπική εκμετάλλευση:
Εκμεταλλεύεται τους άλλους στις σχέσεις του για να πετύχει τους στόχους του. Χρησιμοποιεί ανθρώπους σαν μέσα προς ίδιον όφελος, χωρίς να υπολογίζει τις συνέπειες για εκείνους.
-
Έλλειψη ενσυναίσθησης:
Αδυνατεί ή δεν επιθυμεί να αναγνωρίσει και να ταυτιστεί με τα συναισθήματα και τις ανάγκες των άλλων. Δείχνει ψυχρότητα ή αδιαφορία απέναντι σε ό,τι βιώνουν οι γύρω του.
-
Φθόνος:
Συχνά φθονεί τους άλλους για τα κατορθώματα ή τα προσόντα τους, ή/και πιστεύει ότι οι άλλοι τον φθονούν.
-
Αλαζονική, υπεροπτική στάση:
Εμφανίζει αλαζονική συμπεριφορά ή στάση, επιδεικνύοντας έπαρση και υπεροψία στις αλληλεπιδράσεις του.
Τα παραπάνω κριτήρια περιγράφουν την τυπική εικόνα ενός ατόμου με NPD. Είναι αξιοσημείωτο ότι η έμφαση των επίσημων κριτηρίων του DSM-5 δίνεται κυρίως στις φανερές (grandiose) εκδηλώσεις του ναρκισσισμού και λιγότερο στην ευάλωτη πλευρά. Κάποιοι ειδικοί έχουν ασκήσει κριτική ότι αυτά τα κριτήρια υποτιμούν την “κρυφή” μορφή του ναρκισσισμού, όπου κυριαρχούν η ανασφάλεια και η ευαισθησία στη κριτική. Παρ’ όλα αυτά, τα DSM-5 κριτήρια αποτελούν το καθιερωμένο εργαλείο για τη διάγνωση. Πρέπει να σημειωθεί ότι η διαταραχή συνίσταται σε σταθερά μοτίβα συμπεριφοράς που αρχίζουν από την εφηβεία ή νωρίς στην ενήλικη ζωή και εκδηλώνονται σε ποικίλα πλαίσια (εργασία, διαπροσωπικές σχέσεις κ.λπ.) – όχι απλώς σε μεμονωμένες περιστάσεις. Επίσης, η διάγνωση τίθεται μόνο όταν αυτά τα χαρακτηριστικά αποτελούν δυσλειτουργικές και άκαμπτες πτυχές της προσωπικότητας που προκαλούν σημαντική δυσφορία ή/και προβλήματα στην ζωή του ατόμου (ή των γύρω του).
Συννοσηρότητα με άλλες ψυχικές διαταραχές
Η ναρκισσιστική διαταραχή προσωπικότητας σπάνια εμφανίζεται απομονωμένα· αντιθέτως, συχνά συνυπάρχει με άλλες ψυχικές διαταραχές, γεγονός που περιπλέκει την κλινική εικόνα και την αντιμετώπιση. Συννοσηρές καταστάσεις που απαντώνται συχνά με το NPD περιλαμβάνουν τις διαταραχές διάθεσης (κυρίως κατάθλιψη, αλλά και διπολική διαταραχή), τις αγχώδεις διαταραχές, καθώς και τις διαταραχές χρήσης ουσιών (αλκοόλ ή ναρκωτικών). Για παράδειγμα, δεν είναι ασυνήθιστο ένα ναρκισσιστικό άτομο να παρουσιάσει σοβαρό καταθλιπτικό επεισόδιο εάν υποστεί μια μεγάλη αποτυχία ή απόρριψη που τραυματίζει την αυτοεικόνα του. Όπως αναφέρθηκε, πολλοί NPD ασθενείς υποφέρουν σιωπηρά από αισθήματα κενού και μειονεξίας, που μπορούν να εκδηλωθούν κλινικά ως συμπτώματα κατάθλιψης ή αγχώδους δυσφορίας. Επίσης, το χρόνιο στρες στις διαπροσωπικές τους σχέσεις μπορεί να τους οδηγήσει σε κατάχρηση ουσιών (ως τρόπο αντιμετώπισης) ή σε ξεσπάσματα άγχους.
Πέρα από τις τυπικές ψυχιατρικές διαγνώσεις, η NPD συνοδεύεται και από μια σειρά προβλημάτων στη λειτουργικότητα και σοβαρών επιπτώσεων στη ζωή του ατόμου. Έρευνες δείχνουν ότι τα άτομα με ναρκισσιστική διαταραχή έχουν αυξημένο κίνδυνο να εμπλακούν σε νομικά προβλήματα ή συγκρούσεις, καθώς η αίσθηση ότι “οι κανόνες δεν τους αγγίζουν” μπορεί να τους οδηγήσει σε παραβατικές συμπεριφορές. Συχνά παρατηρούνται δυσκολίες στον εργασιακό χώρο – π.χ. συγκρούσεις με προϊσταμένους ή συναδέλφους, ανικανότητα να συνεργαστούν ομαδικά, ή απόλυση λόγω απρεπούς συμπεριφοράς. Οι διαπροσωπικές σχέσεις (φιλικές, οικογενειακές, ερωτικές) επίσης πλήττονται σοβαρά: οι σύντροφοι και οι φίλοι συχνά κουράζονται από την έλλειψη αμοιβαιότητας και ενσυναίσθησης, οδηγώντας σε διαδοχικές ρήξεις σχέσεων. Στο οικογενειακό πλαίσιο, τα μέλη οικογένειας μπορεί να βιώνουν άγχος ή κατάθλιψη ως αντίδραση στην τοξική δυναμική που δημιουργεί ένας ναρκισσιστικός γονέας ή σύντροφος. Επιπλέον, η NPD σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο αυτοκαταστροφικών συμπεριφορών. Παρότι ο κίνδυνος δεν είναι τόσο υψηλός όσο στη μεθοριακή διαταραχή προσωπικότητας, μελέτες έχουν δείξει ότι οι διαταραχές προσωπικότητας γενικά – συμπεριλαμβανομένου του ναρκισσισμού – συνδέονται με μεγαλύτερη πιθανότητα απόπειρας αυτοκτονίας σε σχέση με τον γενικό πληθυσμό. Ως εκ τούτου, οι ειδικοί συνιστούν να αξιολογείται τακτικά η παρουσία αυτοκτονικών σκέψεων σε ασθενείς με NPD, ιδιαίτερα όταν αντιμετωπίζουν σημαντικές αποτυχίες ή απορρίψεις στη ζωή τους.
Αξίζει να σημειωθεί ότι αρκετοί ασθενείς με ναρκισσιστική διαταραχή μπορεί να πληρούν και κριτήρια για άλλες διαταραχές προσωπικότητας, δεδομένου ότι υπάρχει αλληλεπικάλυψη χαρακτηριστικών. Για παράδειγμα, η αντικοινωνική διαταραχή (antisocial) και η ναρκισσιστική μοιράζονται την έλλειψη ενσυναίσθησης και την εκμεταλλευτικότητα, αν και στον αντικοινωνικό κυριαρχεί η ανηθικότητα και οι επιθετικές παραβάσεις νόμου. Η μεθοριακή διαταραχή (borderline) μοιράζεται την ευαλωτότητα της αυτοεικόνας, αλλά στην NPD δεν βλέπουμε την έντονη αυτοκαταστροφικότητα ή παρορμητικότητα που χαρακτηρίζει τη μεθοριακή διαταραχή. Σε κάθε περίπτωση, η συννοσηρότητα καθιστά κρίσιμη την ολιστική αντιμετώπιση: ο θεραπευτής πρέπει να λάβει υπόψη όλες τις πλευρές της ψυχικής υγείας του ατόμου, αντιμετωπίζοντας τόσο τον ναρκισσισμό όσο και οποιεσδήποτε άλλες διαταραχές συνυπάρχουν.
Παραδείγματα και κλινικές περιπτώσεις
Για να γίνει πιο κατανοητός ο τρόπος που εκδηλώνεται η ναρκισσιστική διαταραχή προσωπικότητας στην πράξη, ακολουθούν δύο παραδείγματα βασισμένα σε κλινικές περιγραφές:
Παράδειγμα 1 (Μεγαλειώδης τύπος):
Ένας άνδρας, ο “κ. Δ.”, απευθύνθηκε σε ψυχοθεραπευτή μετά από σειρά αποτυχημένων ερωτικών σχέσεων. Αν και στην αρχή κάθε γνωριμίας φαινόταν ιδανικός σύντροφος – ελκυστικός, ευχάριστος, με αυτοπεποίθηση και φαινομενική συναισθηματική ευφυΐα – η εικόνα δεν άργησε να καταρρεύσει. Μέσα σε λίγες εβδομάδες, άρχιζε να αδιαφορεί για τις συναισθηματικές ανάγκες της συντρόφου του, δεν συμμετείχε ουσιαστικά σε προσωπικές συζητήσεις και απέφευγε κάθε μορφή ουσιαστικής εγγύτητας. Όταν εκείνη ζητούσε συναισθηματική στήριξη ή έθετε όρια, ο ίδιος την κατηγορούσε πως είναι «υπερβολική», «αδύναμη» ή «δραματική». Δεν διαπραγματευόταν – απλώς περίμενε θαυμασμό, προσαρμογή και σιωπηλή αποδοχή. Στην ψυχοθεραπεία αποκάλυψε ένα βαθιά ριζωμένο μοτίβο σκέψης: είχε μάθει από μικρός να πιστεύει ότι ήταν “ξεχωριστός” και “ανώτερος”, κυρίως λόγω της υπερβολικής εξιδανίκευσης που δέχτηκε από τους γονείς του – κάθε του πράξη θεωρούνταν μοναδική, κάθε του ελάττωμα αγνοούνταν ή εξηγούνταν ως «παρεξήγηση από τους άλλους». Μεγαλώνοντας με την πεποίθηση ότι οι άλλοι πρέπει να τον θαυμάζουν και να τον αποδέχονται χωρίς αντάλλαγμα, αδυνατούσε να δει μια ερωτική σχέση ως ισότιμη. Την αντιλαμβανόταν ως σκηνή επιβεβαίωσης – και όταν η “θαυμάστρια” μετατρεπόταν σε πραγματική γυναίκα με ανάγκες και συναισθήματα, η απογοήτευση και η απαξίωση δεν άργησαν. Η βαθύτερη κατανόηση αυτών των μηχανισμών στη θεραπεία τον βοήθησε να συνειδητοποιήσει ότι το πρόβλημα δεν ήταν πάντα «οι λάθος γυναίκες», αλλά η δική του δυσανεξία στη συναισθηματική εγγύτητα, η ανάγκη του να βρίσκεται μόνιμα στο κέντρο και η πλήρης αδυναμία του να “δει” τον άλλον ως αυτόνομο άνθρωπο. Το παράδειγμα του κ. Δ. δείχνει πώς ο μεγαλειώδης ναρκισσισμός μπορεί να καταστρέψει σταδιακά κάθε ρομαντική σχέση – όχι επειδή το άτομο δεν αξίζει την αγάπη, αλλά επειδή δεν μπορεί να την αναγνωρίσει και να τη δεχτεί χωρίς να απαιτεί την πλήρη υποταγή της.
Παράδειγμα 2 (Ευάλωτος τύπος):
Μια νεαρή γυναίκα, η “κ. Γ.”, ξεκίνησε θεραπεία εξαιτίας μιας διάχυτης κοινωνικής ανασφάλειας που της δυσκόλευε την καθημερινότητα. Στην αρχική φάση, παρουσίαζε τον εαυτό της ως εξαιρετικά ντροπαλή και ευάλωτη – είχε έντονο φόβο απόρριψης στις κοινωνικές επαφές και αισθανόταν βαθιά ντροπή, αποφεύγοντας να ξεκινήσει συζητήσεις ή νέες γνωριμίες. Φαινομενικά, θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι επρόκειτο για κάποιο είδος κοινωνικής φοβίας. Ωστόσο, καθώς η θεραπεία προχωρούσε και η ίδια αισθανόταν πιο άνετα, άρχισαν να αναδύονται κρυφές ναρκισσιστικές στάσεις: η κ. Γ. παραδέχτηκε ότι μέσα της διατηρούσε μια ισχυρή τάση να κρίνει αυστηρά τόσο τον εαυτό της όσο και τους άλλους. Συχνά σκεφτόταν ότι οι γύρω της είναι “ανίκανοι και ηλίθιοι” και ότι εκείνη ήθελε απεγνωσμένα να νιώθει ανώτερη. Έφτιαχνε φαντασιώσεις πως μια μέρα θα γινόταν κορυφαία και παγκοσμίως διάσημη καλλιτέχνιδα, “αποδεικνύοντας” έτσι σε όλους την υπεροχή της. Αυτές οι αποκαλύψεις φώτισαν την άλλη πλευρά του φαινομενικά “δειλού” ατόμου: πίσω από την άμυνά της να παρουσιάζεται ταπεινή και να φοβάται την απόρριψη, υπήρχε ένας λανθάνων μεγαλομανής πυρήνας – μια κρυφή πεποίθηση ανωτερότητας και μια φλόγα ανταγωνισμού. Το παράadoxο αυτό (η ταυτόχρονη συνύπαρξη ντροπαλότητας και αλαζονείας) είναι χαρακτηριστικό της ευάλωτης μορφής ναρκισσισμού. Στην περίπτωση της κ. Γ., η ευθραυστότητα του εγώ της την έκανε να αποζητά αποδοχή, αλλά ταυτόχρονα η βαθύτερη ανάγκη της ήταν να επιβεβαιώσει την ιδιαίτερη αξία της. Αυτό το μοτίβο – να παρουσιάζεται ως “ασήμαντη” για να αποφύγει την κριτική, ενώ εσωτερικά φαντασιώνεται ότι είναι σπουδαιότερη όλων – της προξενούσε τεράστια εσωτερική σύγκρουση. Μέσα από τη θεραπεία, κατόρθωσε να αναγνωρίσει αυτή τη διττή της φύση και να αρχίσει να εργάζεται προς μια πιο αυθεντική αυτοεκτίμηση, που δεν θα βασίζεται σε φανταστικές ιδεατές εικόνες αλλά ούτε θα την κάνει να ντρέπεται για τις πραγματικές της αδυναμίες.
Τα παραπάνω παραδείγματα καταδεικνύουν πώς η ναρκισσιστική διαταραχή μπορεί να εκδηλωθεί με διαφορετικούς τρόπους. Ο πρώτος ασθενής ενσάρκωσε τον κλασικό μεγαλειώδη νάρκισσο, που θεωρεί τον εαυτό του εξαίρετο και αντιμετωπίζει πρόβλημα όταν η πραγματικότητα δεν συμβαδίζει με τις φαντασιώσεις του. Ο δεύτερος ανέδειξε την ευάλωτη μορφή – ένα άτομο που εξωτερικά δείχνει ανασφαλές, αλλά εσωτερικά τρέφει κρυφές φιλοδοξίες μεγαλείου και περιφρόνηση για τους άλλους. Στην πράξη, πολλοί ασθενείς με NPD κινούνται σε ένα φάσμα μεταξύ αυτών των δύο πόλων, παρουσιάζοντας στοιχεία και από τους δύο τύπους. Η αναγνώριση αυτών των παραδειγμάτων στην κλινική πράξη βοηθά τους θεραπευτές να προσεγγίζουν κάθε περίπτωση με ευελιξία και κατανόηση της μοναδικότητάς της.
Πώς αντιμετωπίζεται η ναρκισσιστική διαταραχή;
Η θεραπεία της ναρκισσιστικής διαταραχής προσωπικότητας αποτελεί πρόκληση, καθώς τα ίδια τα χαρακτηριστικά της διαταραχής δυσκολεύουν τη θεραπευτική διαδικασία. Πολλά άτομα με NPD δεν αναγνωρίζουν ότι έχουν πρόβλημα – οι ναρκισσιστικές συμπεριφορές τους είναι εγώσυντονες (egosyntonic), δηλαδή συμβατές με την αυτοεικόνα τους, οπότε σπάνια αναζητούν βοήθεια από μόνα τους. Συχνά φτάνουν στην θεραπεία ύστερα από πίεση του περιβάλλοντος (π.χ. τελεσίγραφο ενός συντρόφου ή εργοδότη) ή λόγω κάποιας κρίσης (π.χ. μια αποτυχία που τους βύθισε σε κατάθλιψη, νομικές συνέπειες από κακή συμπεριφορά, κ.ο.κ.). Αυτή η έλλειψη εσωτερικού κινήτρου κάνει επιτακτική την ανάγκη ο θεραπευτής να δουλέψει αρχικά στην κινητοποίηση του ασθενούς – να τον βοηθήσει να κατανοήσει πώς τα μοτίβα του τον βλάπτουν και γιατί αξίζει να αλλάξει.
Μέχρι σήμερα δεν υπάρχουν εγκεκριμένες φαρμακευτικές θεραπείες ειδικά για τη ναρκισσιστική διαταραχή. Δεν υφίσταται κάποιο φάρμακο που να “θεραπεύει” τα ναρκισσιστικά χαρακτηριστικά – τα ψυχοφάρμακα μπορεί να βοηθήσουν μόνο σε συμπτώματα από συννοσηρές διαταραχές (π.χ. αντικαταθλιπτικά για κατάθλιψη ή αγχολυτικά για άγχος), αλλά όχι στον βασικό πυρήνα του NPD. Επομένως, ο ακρογωνιαίος λίθος της αντιμετώπισης είναι η ψυχοθεραπεία. Δυστυχώς, καμία μορφή ψυχοθεραπείας δεν έχει ακόμα αποδεδειγμένη αποτελεσματικότητα μέσα από μεγάλες κλινικές μελέτες (RCTs) για το NPD. Παρ’ όλα αυτά, κλινικές παρατηρήσεις και μικρότερες μελέτες δείχνουν ότι η μακροχρόνια θεραπεία μπορεί να φέρει σταδιακή βελτίωση στην λειτουργικότητα και τη συμπτωματολογία αυτών των ασθενών. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε φυσικές μελέτες παρακολούθησης, οι ασθενείς με NPD που παραμένουν σε θεραπεία παρουσιάζουν με την πάροδο των ετών βελτίωση, αν και αυτή είναι βραδεία και βαθμιαία και όχι θεαματική.
Διάφορες θεραπευτικές προσεγγίσεις έχουν προταθεί για το NPD, πολλές εκ των οποίων μοιράζονται κοινές αρχές. Ψυχοδυναμικές θεραπείες (εμβαθύνοντας στις ρίζες της προσωπικότητας και στις σχέσεις με τους γονείς) συχνά χρησιμοποιούνται, δεδομένου ότι ο ναρκισσισμός ήταν ιστορικά αντικείμενο της ψυχαναλυτικής θεωρίας. Μια ειδική μορφή είναι η θεραπεία εστιασμένη στη μεταβίβαση (Transference-Focused Psychotherapy, TFP), η οποία έχει εφαρμοστεί σε ναρκισσιστικούς και μεθοριακούς ασθενείς και ορισμένες ενδείξεις δείχνουν ότι ίσως έχει συγκριτικά καλύτερα αποτελέσματα. Άλλη προσέγγιση αποτελεί η σχηματοθεραπεία (Schema Therapy), που στοχεύει σε βαθιά ριζωμένα μοτίβα (“σχήματα”) τα οποία αναπτύχθηκαν από δυσλειτουργικές παιδικές εμπειρίες – αν και έχει χρησιμοποιηθεί κυρίως στη μεθοριακή διαταραχή, στοιχεία της εφαρμόζονται και σε NPD. Επιπλέον, γνωσιακές-συμπεριφορικές τεχνικές μπορούν να βοηθήσουν τους ασθενείς να αναγνωρίσουν και να αναπλαισιώσουν αλλοιωμένες σκέψεις (π.χ. “αξίζω αγάπη μόνο αν θεωρούμαι ανώτερος όλων”) και να βελτιώσουν τις κοινωνικές τους δεξιότητες.
Ανεξαρτήτως του συγκεκριμένου μοντέλου, οι ειδικοί συμφωνούν σε ορισμένες θεραπευτικές αρχές-κλειδιά για τη δουλειά με ναρκισσιστικά άτομα. Πρώτον, είναι κρίσιμο να τεθούν σαφείς και ρεαλιστικοί στόχοι στη θεραπεία από την αρχή – τόσο ο ασθενής όσο και ο θεραπευτής πρέπει να συμφωνήσουν σε ποιες αλλαγές θα εργαστούν, ώστε να αποφευχθεί το ενδεχόμενο μιας “θεραπείας-μη θεραπείας” που διαιωνίζεται χωρίς πρόοδο. Ο θεραπευτής οφείλει να οριοθετήσει το πλαίσιο της θεραπείας (treatment frame) με σαφήνεια – διευκρινίζοντας τις προσδοκίες (π.χ. ότι η αλλαγή δεν θα συμβεί άμεσα ή μαγικά) και τους ρόλους θεραπευτή-θεραπευόμενου (π.χ. ότι ο θεραπευτής δεν είναι διαθέσιμος 24/7 για κάθε ανάγκη). Δεύτερον, πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στην δημιουργία μιας σταθερής θεραπευτικής συμμαχίας. Ο ασθενής με NPD μπορεί να πυροδοτεί έντονα συναισθήματα ακόμα και στον ίδιο τον θεραπευτή (π.χ. θυμό, απέχθεια, ή αντιθέτως υπερβολικό θαυμασμό) – η επίγνωση και διαχείριση αυτών των αντιμεταβιβαστικών αντιδράσεων από πλευράς θεραπευτή είναι κρίσιμη για να μην εκτροχιαστεί η θεραπεία. Η οικοδόμηση εμπιστοσύνης χρειάζεται χρόνο: ο θεραπευτής πρέπει να δείξει ενσυναίσθηση, σεβασμό και μη επικριτική στάση, δίνοντας χώρο στον ασθενή να εκφράσει τόσο τις μεγαλειώδεις όσο και τις ευάλωτες πλευρές του χωρίς φόβο ντροπής. Τρίτον, αποτελεσματικές θεραπείες στοχεύουν στην ενίσχυση της αυτογνωσίας του ασθενούς. Ο θεραπευτής βοηθά τον ναρκισσιστή να αναγνωρίσει τα δυσλειτουργικά μοτίβα του – π.χ. πώς η τάση του να επιζητά μόνιμα θαυμασμό ή να αντιδρά με οργή στην κριτική καταστρέφει τις σχέσεις του – και να αναπτύξει εναλλακτικούς, πιο προσαρμοστικούς τρόπους συμπεριφοράς. Επίσης, δουλεύεται η ρύθμιση της αυτοεκτίμησης: μαθαίνει να αντλεί μια πιο σταθερή αίσθηση αξίας που δεν εξαρτάται αποκλειστικά από τον εξωτερικό θαυμασμό, αλλά και να διαχειρίζεται συναισθήματα όπως η ντροπή ή ο φθόνος με υγιέστερους τρόπους.
Σε πολλές περιπτώσεις, μπορεί να φανεί χρήσιμη και η συμμετοχή της οικογένειας ή του/της συντρόφου στη θεραπευτική διαδικασία. Οι οικογενειακές ή ομαδικές θεραπείες μπορούν να βοηθήσουν στην αντιμετώπιση των δυσλειτουργικών δυναμικών σχέσεων: η οικογένεια μπορεί να ενημερωθεί (ψυχοεκπαίδευση) για τη διαταραχή, να μάθει πώς να στηρίζει το άτομο χωρίς να ενισχύει τις ναρκισσιστικές του συμπεριφορές, και να θέσει υγιή όρια. Στην ομαδική θεραπεία, ένα ναρκισσιστικό άτομο ενδέχεται να πάρει ανατροφοδότηση από πολλούς ανθρώπους ταυτόχρονα, κάτι που – αν και δύσκολο – μπορεί να το βοηθήσει να αναπτύξει καλύτερη ενσυναίσθηση και να δει πώς οι συμπεριφορές του επηρεάζουν τους άλλους. Τέλος, η αντιμετώπιση των συννοσηροτήτων είναι αναπόσπαστο μέρος της θεραπείας: αν συνεπάρχουν άλλες διαταραχές (π.χ. κατάχρηση ουσιών, διπολική διαταραχή, σοβαρή ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή), αυτές πρέπει να αντιμετωπιστούν παράλληλα ή και πριν, καθώς μπορεί να παρεμποδίζουν την πρόοδο στη θεραπεία του ναρκισσισμού.
Συνολικά, η θεραπεία της NPD απαιτεί χρόνο, υπομονή και εξειδικευμένη προσέγγιση. Τα ποσοστά εγκατάλειψης της θεραπείας είναι υψηλά – μελέτες δείχνουν ότι ως και ~63-64% των ναρκισσιστικών ασθενών εγκαταλείπουν την ψυχοθεραπεία πρόωρα. Ωστόσο, οι ίδιες μελέτες υποδεικνύουν ότι όσοι παραμένουν σε θεραπεία και συνεργάζονται, μπορούν να επιτύχουν σταδιακές αλλά ουσιώδεις αλλαγές στην ζωή τους. Η σύγχρονη ερευνητική προσπάθεια επικεντρώνεται στη βελτίωση των θεραπευτικών τεχνικών και στην καλύτερη κατανόηση των μηχανισμών της διαταραχής, με την ελπίδα ότι θα αναπτυχθούν πιο αποτελεσματικές παρεμβάσεις στο μέλλον.
Δες Επιπλέον : Ντόριαν Γκρέι: o Νάρκισσος του Oscar Wilde
Συμπέρασμα
Η ναρκισσιστική διαταραχή προσωπικότητας είναι μια σύνθετη και πολυδιάστατη ψυχική διαταραχή, η οποία ταλανίζει όχι μόνο τα ίδια τα άτομα που τη φέρουν αλλά και τους ανθρώπους γύρω τους. Τα τελευταία χρόνια, η επιστημονική έρευνα έχει φωτίσει σημαντικές πτυχές του φαινομένου: από τις πρώιμες παιδικές ρίζες του έως τις νευροβιολογικές του συνιστώσες και τις προκλήσεις στην αντιμετώπισή του. Έχουμε πλέον καλύτερη κατανόηση ότι ο ναρκισσισμός δεν είναι απλώς “κακός χαρακτήρας” ή αποτέλεσμα εγωισμού, αλλά μια διαταραχή με συγκεκριμένους ψυχοκοινωνικούς και βιολογικούς μηχανισμούς. Αν και η θεραπεία παραμένει δύσκολη, υπάρχει αισιοδοξία ότι με κατάλληλες προσεγγίσεις μπορούν να επιτευχθούν θετικές αλλαγές. Οι μελέτες δείχνουν πως με μακροχρόνια προσπάθεια και εξειδικευμένη παρέμβαση, ακόμη και οι βαθιά ριζωμένες ναρκισσιστικές τάσεις μπορούν σταδιακά να μετριαστούν και οι ασθενείς να βελτιώσουν τις σχέσεις και την ποιότητα ζωής τους. Συνοψίζοντας, η NPD είναι μια διαταραχή που απαιτεί σοβαρή προσοχή και κατανόηση. Η ενημέρωση του κοινού για το τι πραγματικά σημαίνει “ναρκισσισμός” (πέρα από τη δημοφιλή χρήση του όρου) είναι ζωτικής σημασίας, τόσο για τη μείωση του στίγματος όσο και για την ενθάρρυνση όσων πάσχουν – ή επηρεάζονται – να ζητήσουν βοήθεια. Η συνέχιση της έρευνας την τελευταία δεκαετία μας φέρνει ολοένα και πιο κοντά σε αποτελεσματικότερες θεραπείες και μεγαλύτερη κατανόηση, δίνοντας ελπίδα ότι στο μέλλον η διαταραχή αυτή θα είναι πιο αντιμετωπίσιμη προς όφελος των ασθενών και της κοινωνίας.
Πηγές
- American Psychiatric Association. Diagnostic and Statistical Manual of Mental Disorders (DSM-5). 5η έκδ. 2013 (κριτήρια NPD).
- Weinberg I., Ronningstam E. (2022). Narcissistic Personality Disorder: Progress in Understanding and Treatment. Focus, 20(4): 368–377 (Ανασκόπηση τελευταίας δεκαετίας).
- Caligor E., Levy K., Yeomans F. (2015). Narcissistic Personality Disorder: Diagnostic and Clinical Challenges. American Journal of Psychiatry, 172(5): 415-422.
- Allen A. et al. (2024). Adverse childhood experiences leading to narcissistic personality disorder: a case report. BMC Psychiatry, 24:842 (μελέτη περίπτωσης – παιδικά τραύματα και NPD).
- StatPearls (2024). Narcissistic Personality Disorder. Treasure Island (FL): StatPearls Publishing (σύγχρονη επισκόπηση).
- Wetzel E., Roberts B. (2016). Relationships between parenting behaviors and narcissism in young adults: a longitudinal analysis. Journal of Personality, 84(4): 422-434.
- Clemens V. et al. (2022). Childhood maltreatment is associated with narcissistic features in adulthood. Child Abuse & Neglect, 128: 105619.
- Lee R. et al. (2020). Narcissistic and Borderline Personality Disorder: Relationship with Oxidative Stress. Journal of Personality Disorders, 34(5): 697-707 (βιολογικοί παράγοντες).
- Ronningstam E., Weinberg I. (2019). Dos and don’ts in treatments of patients with narcissistic personality disorder. Journal of Personality Disorders, 34(Suppl): 122-142.
- Κλειδιά Ψυχικής Υγείας (2015). Ναρκισσιστική Διαταραχή Προσωπικότητας – Διαγνωστικά Κριτήρια DSM-5.