Ένα από τα θέματα της κοινωνικής ψυχολογίας που παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον είναι η θεωρία της κοινωνικής ταυτότητας. Σύμφωνα με αυτή, κάθε άτομο που ζει στο πλαίσιο ενός οργανωμένου κοινωνικού συνόλου τείνει να τοποθετεί τον εαυτό του σε συγκεκριμένες ομάδες-κατηγορίες. Η επιλογή αυτή από το άτομο δε συντελείται τυχαία, καθώς η διάδραση με τα υπόλοιπα μέλη έχει άμεση επίδραση στη δημιουργία της δικής του ταυτότητας. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, θέλει να εξυπηρετήσει τη βασική του ανάγκη, να σχηματίσει, δηλαδή, θετική εικόνα για τον ίδιο του τον εαυτό. Άλλωστε, όλοι έχουμε την ανάγκη να νιώθουμε ότι αξίζουμε.
Σύμφωνα με τους Tajfel και Turner, η κοινωνική ταυτότητα αποτελείται από εκείνες τις όψεις της αυτοεικόνας ενός ατόμου που προέρχονται από τις κοινωνικές κατηγορίες ή ομάδες στις οποίες θεωρεί το άτομο ότι ανήκει. Η θεωρία στηρίζεται σε τρεις βασικές αρχές:
1.Βασική επιδίωξη του ατόμου είναι να αποκτήσει, αλλά και να διατηρήσει μία θετική κοινωνική ταυτότητα, η οποία θα συμβάλλει θετικά στην αυτοεικόνα του.
2.Η κοινωνική ταυτότητα στηρίζεται σε συγκρίσεις που γίνονται ανάμεσα στην ομάδα που ανήκει κάποιος και σε άλλες ομάδες. Το αποτέλεσμα της σύγκρισης καθορίζει αν η ταυτότητα είναι θετική ή όχι. Η εύνοια των μελών της ομάδας ενός ατόμου είναι μια διαδικασία μέσω της οποίας επιτυγχάνεται η εξύψωση της κοινωνικής του ταυτότητας.
3.Τα μέλη μιας ομάδας που βιώνουν αρνητική ταυτότητα θα επιδιώξουν είτε να αποχωρήσουν από την ομάδα και σε περίπτωση που αυτό δεν είναι εφικτό θα σπεύσουν να κερδίσουν την θετική διάκριση.
Όσον αφορά στη διαχείριση της κοινωνικής ταυτότητας, ο τρόπος που ένα άτομο αποκαθιστά μια αρνητική κοινωνική ταυτότητα εξαρτάται από την αντίληψη του κοινωνικού περιβάλλοντος. Πιο συγκεκριμένα, υπάρχουν τρεις διαστάσεις του κοινωνικού κλίματος που είναι αξιοσημείωτες: η διαπερατότητα των ορίων ανάμεσα στις ομάδες, η σταθερότητα της θέσης της ομάδας που ανήκει κάποιος και η νομιμότητα του συστήματος που τοποθετεί την ομάδα κάποιου σε κατώτερη θέση από άλλες ομάδες.
Προς επίρρωσιν, αν τα όρια μια ομάδας θεωρούνται διαπερατά και συγχρόνως ο δεσμός με τα μέλη αυτής δεν είναι πολύ ισχυρός, το πιθανότερο είναι το άτομο να αποχωρήσει από την ομάδα και να περάσει σε κάποια άλλη. Αν πάλι τα όρια θεωρούνται μη διαπερατά και ο δεσμός είναι ισχυρός, τότε είναι πιο πιθανό να επιλεγούν συλλογικές στρατηγικές, είτε γνωστικές (προσπάθεια βελτίωσης της θέσης της ομάδας σε γνωστικό επίπεδο με την εφεύρεση ενός εναλλακτικού κριτηρίου κοινωνικής σύγκρισης) είτε συμπεριφορικές (κοινωνικός ανταγωνισμός και συγκρούσεις). Τα παραπάνω βέβαια εξαρτώνται και από το πόσο σταθερή ήταν η θέση κάποιου μέσα σε μία συγκεκριμένη ομάδα, καθώς επίσης και από το πόσο νόμιμος ήταν ο τρόπος που το άτομο βρέθηκε στη θέση που είναι.
Με βάση την ταξινόμηση που προτείνουν οι Βlanz, Mummendey, Mielke και Klink υπάρχουν τέσσερις κατηγορίες στρατηγικών:
- Ατομικές/γνωστικές: εξατομίκευση (προσπάθεια διαχωρισμού από τα μέλη της ομάδας που ανήκει κάποιος)
- Συλλογικές/συμπεριφορικές: κοινωνικός ανταγωνισμός και ρεαλιστικός ανταγωνισμός
- Συλλογικές/γνωστικές: επαναξιολόγηση της διάστασης της σύγκρισης (μείωση της αξίας του κριτηρίου σύγκρισης), νέα διάσταση σύγκρισης, νέα ομάδα σύγκρισης, επανακατηγοριοποίηση σε κατώτερο επίπεδο (διάσπαση της ομάδας σε υποομάδες), χρονική σύγκριση, σύγκριση με σταθερές (αξίες, νόρμες).
Βιβλιογραφία:
Blanz, Μ., Mummendey, Α., Mielke, R. και Klink, A. (1998). Responding to negative social identity: a taxonomy of identity management strategies, European Journal of Social Psychology.
Tajfel, H. and Turner, J.C. (1979). An integrative theory of intergroup conflict. In W.G. Austin & S.Worchel (eds.) The social psychology of intergroup relations. Monterey, CA: Brooks/Cole.
Crosby, F. (1976). A model of egoistical relative deprivation. Psychological Review.