Ο πνευμονιόκοκκος είναι βακτήριο που μπορεί να προκαλέσει σοβαρές ασθένειες. Αυτός ο παθογόνος μικροοργανισμός αποικίζει τους βλεννογόνους της μύτης και του φάρυγγα πολλών ανθρώπων σε ποσοστό ως και 40%, ανάλογα με την ηλικία. Μπορεί να προκαλέσει λοιμώξεις του αναπνευστικού συστήματος – πνευμονία, ωτίτιδες ή παραρρινοκολπίτιδες, λοιμώξεις του κεντρικού νευρικού συστήματος – μηνιγγίτιδα ή να εισέλθει στο αίμα και να προκαλέσει βακτηριαιμία.
Ο πνευμονιόκοκκος ή στρεπτόκοκκος της πνευμονίας (Streptococcus pneumoniae) είναι ένας Gram-θετικός κόκκος, με χαρακτηριστική διάταξη σε ζευγάρια (διπλόκοκκοι). Αρκετά στελέχη διαθέτουν εξωτερικό περίβλημα (έλυτρο, κάψα) από πολυσακχαρίδιο που τα κάνει ιδιαίτερα παθογόνα. Μέχρι σήμερα έχουν αναγνωριστεί 91 διαφορετικοί ορότυποι.
Συμπτώματα
- πυρετός
- βήχας με πτύελα
- ρίγη
- πόνος στο θώρακα και
- δύσπνοια
Τι προκαλεί;
Η πνευμονιοκοκκική πνευμονία, και κυρίως η πιο σοβαρή μορφή της η οποία προκαλείται από τη διείσδυση βακτηρίων στο αίμα, έχει κακή πρόγνωση για τους ασθενείς και είναι πιθανό σε ορισμένες περιπτώσεις να επιφέρει θάνατο. Ο πνευμονιόκοκκος προκαλεί επίσης ωτίτιδα, μηνιγγίτιδα και παραρρινοκολπίτιδα.
Συχνά, το βακτήριο προσβάλλει άτομα με σπληνεκτομή, άτομα που έχουν χρόνια αναπνευστικά προβλήματα, υπερήλικες, ηλικιωμένους και ανοσοκατεσταλμένους ασθενείς.
Τέλος, μπορεί να προκαλέσει σήψη. Μια σοβαρή κατάσταση κατά την οποία μικροοργανισμοί και βακτήρια περνούν στο αίμα αφού διαπεράσουν το δέρμα ή τους βλεννογόνους και από εκεί προσβάλλονται διάφορα όργανα.
Θεραπεία
Ανάλογα με τη λοίμωξη και τη σοβαρότητά της χορηγείται κατάλληλη αντιβίωση, σύμφωνα με τις ιατρικές οδηγίες. Η πλειονότητα των ασθενών με πνευμονία, αντιμετωπίζονται με αντιβιοτικά σχήματα από το στόμα, τα οποία καλύπτουν και τον πνευμονιόκοκκο. Ως θεραπεία εκλογής, χρησιμοποιούνται διάφορα σκευάσματα πενικιλλίνης. Παρόλα αυτά, μελέτες δείχνουν ολοένα και πιο πολλά στελέχη πνευμονιόκοκκων με μέση ή και πλήρη ανθεκτικότητα στην πενικιλλίνη. Οι ασθενείς που δεν ανταποκρίνονται στη αγωγή που τους έδωσε ο ιατρός τους μετά από 48-72 ώρες, θα πρέπει να επανέρχονται στον ιατρό τους για αλλαγή του θεραπευτικού σχήματος. Ασθενείς που πέρα από τον υψηλό πυρετό, εμφανίζουν υπόταση, έντονη κακουχία ή παρουσιάζουν αδυναμία λήψης της θεραπείας από το στόμα λόγω ναυτίας θα πρέπει να νοσηλεύονται και να λαμβάνουν ενδοφλέβια αγωγή.