Η Ψευδομονάδα (P.aeruginosa) είναι ένα μικρόβιο ευρέως διαδεδομένο στη φύση και βρίσκεται συνήθως σε υγρά περιβάλλοντα κυρίως νοσοκομειακά. Μπορεί να αποικήσει σε φυσιολογικούς ανθρώπους ζώντας ως σαπρόφυτο. Γενικά είναι δυνατόν να προκαλέσει νόσο σε ανθρώπους με προβλήματα στο ανοσοποιητικό σύστημα.
Η ψευδομονάδα aeruginosa είναι ένα gram-αρνητικό, κινητό βακτήριο και μπορεί να εμφανίζεται ως μονήρες, κατά ζεύγη και περιστασιακά σε μικρές αλυσίδες. Μιας και είναι κινητό διαθέτει μία ή περισσότερες πολικές βλεφαρίδες, με σώμα ίσιο ή με ελαφρά κάμψη
Είναι συστατικά της φυσιολογικής εντερικής χλωρίδας μόλις στο 8% των υγιών περίπου ατόμων, επιπλέον είναι ευκαιριακά παθογόνα μόνο όταν εισέρχονται σε περιοχές που λείπουν οι φυσικοί αμυντικοί μηχανισμοί, όπως για παράδειγμα όταν διασπάται η ανατομική ακεραιότητα των βλεννογόνων και του δέρματος εξαιτίας ιστικής βλάβης ή εγκαύματος, όταν χρησιμοποιούνται ενδοφλέβιοι καθετήρες ή ουροκαθετήρες, σε ενδοφλέβια χορήγηση φαρμάκων ή χρήση ναρκωτικών ή όταν υπάρχει ουδετεροπενία όπως κατά τις χημειοθεραπείες ή ανοσιακά ελλείμματα.
Παθογόνος δράση
Η αεριογόνος ψευδομονάδα δεν προκαλεί συνήθως ασθένειες σε υγιείς ανθρώπους. Είναι ένας ευκαιριακά παθογόνος μικροοργανισμός. Λέμε πως είναι ευκαιριακός, επειδή η συμπεριφορά του εξαρτάται από τις συνθήκες. Μπορεί όμως να προκαλέσει θανατηφόρες λοιμώξεις σε ανοσοκατεσταλμένα άτομα, σε ασθενείς με σοβαρά εγκαύματα, με σοβαρές δερματικές βλάβες και σε ασθενείς που πάσχουν από κυστική ίνωση.
Η P.aeruginosa, προκαλεί ενδονοσοκομειακές λοιμώξεις όπως ουρολοιμώξεις, μηνιγγίτιδα, λοιμώξεις από καθετήρες, σηψαιμία, πνευμονία, διαπυήσεις τραυμάτων και κ.α. Προκαλεί όμως και εξωνοσοκομειακές λοιμώξεις όπως ωτίτιδα, λοιμώξεις τραυμάτων , επιπεφυκίτιδα κ.α. Είναι υπεύθυνη για το 16% της νοσοκομειακής πνευμονίας, το 12% των ενδονοσοκομειακών λοιμώξεων του ουροποιητικού συστήματος, το 8% των λοιμώξεων, χειρουργικών τραυμάτων και το 10% λοιμώξεων του αίματος.
Η κυστική ίνωση είναι κληρονομική ασθένεια. Στους ασθενείς όμως με αυτήν την πάθηση μπορεί να προκαλέσει αναπνευστικές λοιμώξεις. Σε ασθενείς με κυστική ίνωση, υπάρχει διαταραχή της ισορροπίας νερού και αλάτων, με αποτέλεσμα την υπερβολική παραγωγή βλέννας στους πνεύμονες και στο γαστρεντερικό σωλήνα. Η μεγάλη ποσότητα της βλέννας γίνεται το ιδανικό “σπίτι” για πιθανούς παθογόνους παράγοντες. Σε αυτούς τους ασθενείς η ψευδομονάδα εισέρχεται μέσων των αερογωγών χρησιμοποιώντας το μαστίγιό της για να μεταβεί στο υποξικό περιβάλλον, όπου και ξεκινά να σχηματίζει “βιοφίλμ”.
Επιπλέον, αναπνευστικές λοιμώξεις προκαλούνται και σε ανοσοκατεσταλμένους ασθενείς καθώς και σε χρόνιους πνευμονιοπαθείς, όπου προκαλεί κυρίως πνευμονία. Η αεριογόνος ψευδομονάδα προκαλεί επίσης βακτηριαιμία, μία μεταδιδόμενη μέσω ιατροτεχνολογικών προϊόντων στα νοσοκομεία και στους οίκους ευγηρίας. Το ποσοστό θνησιμότητας παραμένει μεγαλύτερο απο 10%, όπως και οι περιπτώσεις ενδοκαρδίτιδας.
Εργαστηριακές μέθοδοι
Η ψευδομονάδα αναπτύσσεται σε όλα τα κοινά θρεπτικά υλικά, μόνο σε αερόβιες συνθήκες με άριστη θερμοκρασία ανάπτυξης τους 37οC. Στο αιματούχο άγαρ μερικά στελέχη προκαλούν αιμόλυση. Στο Mac Conkey άγαρ οι αποικίες είναι άχρωμες, γιατί δεν διασπούν την λακτόζη, γυαλιστερές, υδαρείς, με μεταλλική λάμψη. Από τις αποικίες διαχέεται στο θρεπτικό υλικό κυανοπράσινη χρωστική, η πυοκυανίνη, ενώ στο άνοιγμα του τριβλίου γίνεται αντιληπτή μια ευχάριστη αρωματική οσμή, όπως του γιασεμιού . Πολλά στελέχη παράγουν πρασινοκίτρινη χρωστική, την φθορεσείνη, η οποία είναι μια πράσινη φθορίζουσα χρωστική και οι καλλιέργειες του μικροβίου που την παράγουν φθορίζουν, όταν προσπέσει σε αυτά υπεριώδης ακτινοβολία. Η πυοερυθρίνη είναι σκούρα ερυθρά χρωστική και η πυομελανίνη έχει χρώμα καστανόμαυρο.
Οι βασικές βιοχημικές ιδιότητες της P.aeruginosa είναι η παραγωγή καταλάσης και οξειδάσης. Ωστόσο δεν ζυμώνει την γλυκόζη, αλλά την διασπά οξειδωτικά χωρίς παραγωγή αερίου. Δεν διασπά την λακτόζη και τα άλλα σάκχαρα και στο Mac Conkey άγαρ δίνει άχρωμες αποικίες. Αναπτύσσεται σε υλικά που έχουν ως μόνη πηγή άνθρακα, το κιτρικό νάτριο, ενώ δεν έχουν παραγωγή H2S. Υδρολύει την αργινίνη και αναπτύσσεται στους 42οC και έτσι διαφοροποιείται από τα άλλα είδη του γένους ψευδομονάδας. Διακρίνεται σε διάφορους ορολογικούς τύπους από το πολυσακχαριδικό αντιγόνο Ο, που είναι η ενδοτοξίνη. Η παθογένεια και η τοξικότητα των διαφόρων στελεχών της καθορίζονται από τις τοξίνες ενδοτοξίνη Ο, εξωτοξίνη Α, εντεροτοξίνη, αιμολυσίνες, πρωτεάσες, τα ένζυμα, τις χρωστικές και την επιφανειακή βλέννα που παράγουν. Η εξακρίβωση του τύπου με φάγους, η τυποποίηση της πυοκτονίνης και του οροτύπου είναι εργαλεία της έρευνας.