
“Η ουσία ξεπηδά συχνά στο τέλος μιας μακρόχρονης συζήτησης. Οι μεγάλες αλήθειες λέγονται στο κατώφλι.” Αν και δε χρειάστηκε (παρά τα παραπάνω δικά του λόγια) να φτάσει η στιγμή της αποχώρησής του απ’ τον κόσμο τούτο για να την ανακαλύψει, o Emil Cioran (1911-1995) εξέφρασε ακόμα και στο κατώφλι, κι όχι ηπιότερα απ’ ό,τι νωρίτερα στη ζωή του, την αβάσταχτη ουσία της σκέψης του αναθεματίζοντας ολόγυρα -και πρώτιστα την ίδια την ύπαρξη.
Πλάι στ’ άλλα, γνωστότερα έργα του (Εγκόλπιο ανασκολοπισμού, Το ατόπημα της γέννησης, κλπ.), γεννήματα των πιο παραγωγικών συγγραφικών και στοχαστικών χρόνων του, στη δύση του ο Cioran παρέδωσε ένα βιβλίο που διόλου δεν υπολείπεται σε σχέση με τα πρώτα και που έμελλε να είναι το τελευταίο του. Η συλλογή Εξομολογήσεις και αναθεματισμοί* (1987) περιέχει μερικούς απ’ τους πιο σκληρούς κι εύστοχους αφορισμούς του Ρουμάνου πεσιμιστή, ο οποίος στα γεράματα δεν είχε ούτε στο ελάχιστο απολέσει τη στοχαστική διαύγεια, τη κυνικότητα και φυσικά την τόσο ιδιότυπη απαισιοδοξία του, κινούμενος πέρα από κάθε στενή επιστήμη ή φιλοσοφία και σε επαφή με αγαπημένους του καλλιτέχνες, μουσικούς, ποιητές, μυστικιστές.
Μ’ έναν τίτλο παραπάνω από ενδεικτικό του περιεχομένου του, το βιβλίο μοιάζει ένα ιδανικό κλείσιμο μιας πορείας που μέχρι και σήμερα δεν έχει εκτιμηθεί όσο της αξίζει. Μέσα στα “νιτσεϊκά” αποσπάσματα, κάθε παλιός γνώριμος του Cioran αναγνωρίζει ό,τι έχει σ’ αυτόν ήδη αγαπήσει ή μισήσει (γιατί ενδιάμεση στάση δεν υφίσταται). Συναντά ξανά μια σκέψη που μονίμως βρίσκεται “στα όρια της ύπαρξης”, που αδιάκοπα μετεωρίζεται στο χείλος της αβύσσου απ’ την οποία πηγάζουν και στην οποία καταλήγουν τα πάντα, που επιμένει να κοιτάζει τα πράγματα με μάτια απαλλαγμένα από κάθε παρηγοριά ή ψευδαίσθηση, να τις κατεδαφίζει και να κοινωνεί με πυγμή το ζοφερό της όραμα του κόσμου. “Αυτή η ολέθρια διαύγεια”, φάρος μέσα σ’ έναν κυκεώνα αφελούς αισιοδοξίας και αυταπάτης, δε μπορεί παρά να ξεχειλίζει σφοδρούς “εξοργισμούς” κατά πάντων, πλάι σε γλυκόπικρες διαπιστώσεις και σ’ έμπυρες λυρικές εξάψεις.

“Ενώπιον των στιγμών” του αδίστακτου χρόνου και του συνεχώς αυτο-αναιρούμενου Είναι απ’ τη μία, και της αιώνιας -εκούσιας ή ακούσιας- τυφλότητας των αισιόδοξων απέναντί τους απ’ την άλλη, ένας τέτοιος στοχασμός στέκεται μ’ επίγνωση κι αφοβία στις μεν, με αντιδραστικότητα και προκλητικότητα στις δε -παρότι ξέρει ότι η ήττα ιδιάζει ήδη-πάντα στην ύπαρξή του. Όλες οι σκέψεις κι οι πράξεις που διέπονται από ένα τόσο συνεπές κι ερεβώδες “μηδενιστικό” πνεύμα, δε μπορεί παρά να καταλήγουν πνευματικά “κατάγματα” συγκρουόμενα με τον τοίχο της άρνησης και της δειλίας των πολλών ν’ αντιμετωπίσουν τη πραγματικότητα, αλλά και της τελευταίας ν’ αντιμετωπίσει τον εαυτό της. Κι ίσως αυτό είναι που, εν τέλει, γοητεύει περισσότερο από κάθε τι άλλο στον Cioran: η “μαγεία της απογοήτευσης” κι ο “ρομαντισμός” ενός -εγνωσμένα- εξ αρχής ηττημένου.
Ίσως αναλογικά περισσότερο από κάθε άλλο έργο του, εδώ ο Cioran δεν είναι απλά στοχαστής ή συγγραφέας· είναι και ποιητής. Σε κανένα άλλο γραφτό του δεν φαίνεται να ‘ναι τόσο διάχυτη η λακωνική λυρικότητά του, που σποραδικά εκρήγνυται με αποτελέσματα υποβλητικά, μα που τόσο έχει παραμεληθεί από τους μελετητές του και τους κριτικούς. Και λόγω ακριβώς και του ύφους του, τούτο το βιβλίο έχει θεωρηθεί μια απ’ τις πιο προσιτές εισόδους στο έργο του ανθρώπου που, κόντρα σε κάθε τετριμμένη και κούφια λογική, στο δίλημμα του Άμλετ απαντούσε μοναδικά: ούτε να ζει κανείς ούτε να μην ζει.
*Το βιβλίο του Emil Cioran Εξομολογήσεις και αναθεματισμοί κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Εξάντας, σε μετάφραση Κυβέλης Μαλαμάτη.