
Η στιγμή του θανάτου δεν είναι κάτι δεδομένο, κι ας τον αποκαλούν “μόνη βεβαιότητα”. Δεν πεθαίνουν όλοι τον θάνατό τους. Έναν αιώνα πριν, ο Heidegger θεμάτισε το πρόβλημα εντός της φιλοσοφίας και το συνέδεσε μάλιστα με τον χρόνο. Παρέπεμψε σε παλιότερους, μη φιλοσόφους, που πρώτοι έθιξαν το πρόβλημα του αυθεντικού κι αναυθεντικού θανάτου -ο Ιβάν Ιλίτς του Τολστόι ξεχωρίζει. Άλλοι πάλι δεν πείστηκαν ποτέ πως μπορεί κάτι τέτοιο να μας απασχολεί στα σοβαρά: για έναν Επίκουρο, δεν ερχόμαστε ποτέ σ’ επαφή με τον θάνατό μας, απουσιάζουμε όταν φτάνει κι απουσιάζει όταν είμαστε εδώ. Μπροστά σ’ αυτό το δίλημμα, ή μάλλον μπροστά από αυτό, ο γηραιός Maurice Blanchot, όσο παράδοξο κι αν φανεί, ανακαλεί τη περασμένη στιγμή του δικού του θανάτου.
Στη δύση μιας ζωής γεμάτης, απολαμβάνοντας απ’ το περιθώριο τη φήμη ενός απ’ τους πιο μυστήριους, ιδιότυπους κι εσωστρεφείς, και γι’ αυτό γοητευτικούς, συγγραφείς της μεταπολεμικής Γαλλίας, ο ογδονταεπτάχρονος Blanchot δημοσιεύει το 1994 ένα μικρό αυτοβιογραφικό κείμενο*. Ούτε καθαρή, όμως, αυτοβιογραφία είναι, όπως μας προειδοποιεί το οπισθόφυλλο, ούτε καθαρή μυθοπλασία ή στοχασμός. Γιατί το ίδιο το αντικείμενο του κειμένου είναι, όπως καταλαβαίνει στη πορεία ο αναγνώστης, ένα από τα πραγματικά ανένταχτα στοιχεία της ζωής. Γυρίζοντας πενήντα χρόνια πίσω, ή μάλλον εκφράζοντας κάτι που για πενήντα χρόνια διόλου δεν τον είχε αποχωριστεί, αφηγείται, με τον ιδιαίτερο έκκεντρο τρόπο του, τη στιγμή του ίδιου του του θανάτου. Οδηγούμενος στο εκτελεστικό απόσπασμα από τους Γερμανούς, νέος κι ακαταστάλακτος ακόμη, δεν μπορούσε να φανταστεί ότι το αίσθημα του θανάτου (τον οποίο προφανώς γλίτωσε) θα τον συντρόφευε έκτοτε στην υπόλοιπη ζωή του και θα τον καθόριζε. Μια στιγμή, στάση, όχι προς τον θάνατο, όπως την περιέγραφε ο Heidegger, μα -τρόπον τινά- πραγμάτωσής του.

Για τον Blanchot η λογοτεχνία είναι, όπως ήδη ανακαλεί ο υποψιασμένος αναγνώστης, “χώρος θανάτου”. Η συγγραφή είναι μια οριακή εμπειρία, μια πάλη του συγγραφέα με τα προσωπικά του όρια, για το σπάσιμο εκείνων της γλώσσας. Ξεκινά πάντα από την απόπειρα να εκφραστεί ότι κάτι υπάρχει γενικά, όπως θα ‘λεγε ο πρώιμος Wittgenstein, ή ακόμα και την έκφραση ενός απλού τίποτα -θυμίζοντάς μας τους συγγραφείς του Παραλόγου. Αμφότερες οι στάσεις είναι εξίσου οριακές και μόνο επιφανειακά αντιφατικές, κι υπηρετούν εξίσου τη γραφή. Στη Στιγμή του θανάτου μου, ο συγγραφέας συνδέει την ούτως ή άλλως υπαρξιακά ακραία πράξη της λογοτεχνίας με την ακραία πράξη της ίδιας της ύπαρξης. Η “ελαφρότητα του θανάτου”, που περιγράφει, δεν είναι κάτι αναμενόμενο -στο τότε ή στο τώρα του. Είναι ένα πραγματικό βίωμα. Η κατάρρευση των πάντων γύρω του ενώπιον των εκτελεστών του, το άδειασμα του κόσμου από οτιδήποτε, ακόμα κι απ’ τον εαυτό, μπροστά στο τέλος, είναι μια εμπειρία που λίγοι απ’ όσους την έζησαν μα επέζησαν μπορούν να εκφράσουν. Στα ίδια όρια τού είναι και μη-είναι τοποθέτησε ο Blanchot τη λογοτεχνία και υπαινίσσεται -κι εδώ κι αλλού- πώς ο θάνατος, το όριο και τέλος, αποτελεί προϋπόθεσή της και πώς, σαν κάθε τέχνη, εκείνη αποτελεί όχι έκφραση, μα άτακτη υποχώρηση κι εξαφάνιση τού εγώ.
Η φυγόκεντρη αφήγηση του Blanchot, με μια λιτότητα -όχι απλοϊκότητα- που θυμίζει Κάφκα, η ατμοσφαιρική γραφή του που την υπηρετεί, το εσωστρεφές ύφος που μάς γεννά συνειρμούς με τον Cioran, τον Bataille κι άλλους “καταραμένους” γραφιάδες του μεταπολεμικού Παρισιού, η απλή πανάρχαια σκέψη του τέλους που γίνεται εδώ πυρήνας, συνταιριάζουν σ’ ένα μικρό κόσμημα που, παρότι ερμητικό, μπορεί να λειτουργήσει σαν πύλη (στενή, σίγουρα) για τον αναγνώστη στον συγγραφέα του. Η μετάφραση και το επίμετρο του Βαγγέλη Μπιτσώρη μάς προσφέρουν το έργο παραπάνω από ικανοποιητικά και μας γνωρίζουν το κατακερματισμένο κόσμο του Blanchot, που μοιάζει να συντονίζεται με τη δική μας αδυναμία σήμερα να πλάσουμε ενιαίους κόσμους.
*Το αφήγημα του Maurice Blanchot Η στιγμή του θανάτου μου κυκλοφορείται στα ελληνικά από τις εκδόσεις Άγρα, σε μετάφραση Βαγγέλη Μπιτσώρη.