
Το Κακό στη λογοτεχνία ασκεί μεγάλη γοητεία στους δημιουργούς -και περισσότερο προκαλεί πονοκέφαλο στους θεωρητικούς- ήδη από την αρχαιότητα. Είναι απ’ τα συνηθέστερα μοτίβα των έργων και απ’ τα δυσκολότερα θέματα των κριτικών και των αναλύσεων. Όμως η μη ηθική του διάσταση και πραγμάτευση, καθώς κι η “παντοδυναμία” του, δεν είναι τόσο κοινή. Απ’ την έξαρση μιας “λογοτεχνίας του Κακού” στις αρχές του προηγούμενου αιώνα επιλέξαμε αυτή τη φορά τον Μοραβαζίν, σαν κλασικό παράδειγμα.
Στα 1925, μια πενταετία πριν το Ταξίδι στην άκρη της νύχτας, του Celine, ο Blaise Cendrars δημοσίευσε ένα απ’ τα λίγα πραγματικά “σκληρά” βιβλία για τον Μεγάλο Πόλεμο και τον κόσμο του. Πριν δουν το φως οι περιπλανήσεις του Μπαρνταμού, εκείνες του Μοραβαζίν* είχαν ήδη σοκάρει το γαλλικό κοινό. Είναι ο καταραμένος βίος και η εγκληματική πολιτεία ενός ξεπεσμένου Ούγγρου αριστοκράτη, κινούμενα επιδέξια στην επικράτεια του φόνου, της επανάστασης και του μηδενισμού. Από τα τέλη του 19ου αιώνα ως τη κορύφωση του Α΄ Παγκοσμίου, από τα ουγγρικά κάστρα, τις αυστριακές φυλακές και τα ελβετικά ψυχιατρεία, ως την επαναστατημένη Ρωσία, την ιθαγενή Αμερική και τα χαρακώματα της Γαλλίας, ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής φιλοτεχνεί, μετά πλείστου θαυμασμού, το πορτραίτο του ανθρώπου που το πηχτό εσώτερο σκοτάδι του (το ίδιο κάθε αληθινού τέκνου του Θεού, όπως εκείνο του McCarthy) τον γοητεύει τόσο ώστε να τον ακολουθήσει -και να συνεργήσει- στη καταστροφική περιπλάνησή του ως τα πέρατα του κόσμου.

Ο Μοραβαζίν δεν είναι ούτε απλά περιπλανώμενος απόκληρος και αρνητής της κοινωνίας, όπως ο αντι-ήρωας του Celine, ούτε εντελώς συνηθισμένος τυχοδιώκτης ή πλανόδιος εγκληματίας. Είναι ένας μέγας καταστροφέας των ήρεμων μα εύθραυστων κόσμων με τους οποίους αμύνονται οι συνάνθρωποί του απέναντι στο πανταχού παρόν Κακό. Ο απόλυτος αμοραλισμός του, η απόλυτη αδιαφορία του για καθετί (την οποία θαυμάζει τόσο ο συνοδοιπόρος-αφηγητής) δεν είναι τίποτα άλλο παρά το πνεύμα της εποχής ή, αν είμαστε ειλικρινείς, κάθε εποχής. Το Κακό αποτελεί και εδώ λίγο-πολύ μια κανονικότητα που η κοινωνία επιλέγει, με πολλούς τρόπους, να καλύπτει με διάφορα λεπτά πέπλα, ενίοτε διαφανή, που αρκεί μια απλή κίνηση για να σχιστούν. Ο συγκεκριμένος αντι-ήρωας όμως αντιπροσωπεύει σ’ όλο αυτό μια α-ηθική διάσταση. Το Κακό αποκτά υπόσταση απόλυτη, θεμελιώδη για τον ψυχισμό μας και καθίσταται σημαντικό θεωρητικό πρόβλημα η εισβολή του στη λογοτεχνία, όπως το έθεσε και το ανέλυσε χαρακτηριστικά και ο Georges Bataille. Πρόβλημα ακόμη μεγαλύτερο όταν ψήγματα Καλού ξεπηδάνε από το πουθενά.
Ο Μοραβαζίν είναι γραμμένος σε μια γλώσσα που συνδυάζει τόσο μια σαφή λογοτεχνικότητα (μη ξεχνάμε ότι ο Cendrars ήταν και ποιητής) όσο και τη ζωντανή κι ακατέργαστη φύση του προφορικού λόγου, κάτι που ξαναφέρνει στο νου του υποψιασμένου αναγνώστη την αντίστοιχη περίπτωση του Ταξιδιού του Celine, έργου παρόμοιας έμπνευσης που, όμως, έμελλε να καθιερωθεί περισσότερο. Μια γλώσσα που η ελληνική μετάφραση πετυχαίνει να αποδώσει ωραία σε μεγάλο βαθμό. Αξίζει, παρόλα αυτά, να διαβαστεί κι ανεξάρτητα απ’ αυτή την αναλογία, γιατί -όπως φαίνεται στις γραμμές του- το Κακό δεν χρειάζεται παραπομπές ή αναφορές για ν’ αποδείξει την απόλυτη ύπαρξή του.
*Το μυθιστόρημα του Blaise Cendrars Μοραβαζίν, βίος και πολιτεία κυκλοφορείται στα ελληνικά από τις εκδόσεις Opera, σε μετάφραση Γιώργου Σπανού.