«..Μες στην καρδιά του, πάντοτε Aσιανός·/αλλά στους τρόπους του και στην λαλιά του Έλλην,/με περουζέδες στολισμένος, ελληνοντυμένος, το σώμα του με μύρον ιασεμιού ευωδιασμένο,/κι απ’ τους ωραίους της Ιωνίας νέους,/ο πιο ωραίος αυτός, ο πιο ιδανικός. (…) Αυτός που εις το τετράδραχμον επάνω/ μια χάρι αφήκε απ’ τα ωραία του νειάτα,/ απ’ την ποιητική εμορφιά του ένα φως,/ μια μνήμη αισθητική αγοριού της Ιωνίας,/ αυτός είν’ ο Οροφέρνης Aριαράθου.»
Στα Ποιήματα του Κωνσταντίνου Καβάφη το ερωτικό στοιχείο προβάλλεται ως σκιαγράφηση της επαφής ανάμεσα σε άτομα του ίδιου φύλου. Η ερωτική επαφή, είτε ως γεγονός, είτε ως ανεκπλήρωτος πόθος αφορά συνήθως το μακρινό παρελθόν -αναπάντεχη διέγερση της μνήμης- ή το παρόν ως εμπειρία που άμεσα βιώνεται και οραματίζεται ή την έξαψη της φαντασίας.
Και στις δυο περιπτώσεις, που ο Ποιητής επιχειρεί να περικλείσει το συναίσθημα στις λέξεις, η προσέγγιση είναι κάτι το μοναδικό που αποδίδεται, σχεδόν αποκλειστικά, στον Αλεξανδρινό, μάλιστα δε χωρίς να διακρίνονται επιρροές μιας στερεοτυπικά δομημένης κοινωνίας, όπως θα περίμενε κανείς, και ταυτόχρονα χωρίς να απουσιάζουν τα στοιχεία του ρεαλισμού απο την καθημερινότητα ενός ανθρώπου εκείνης της εποχής. Στον αντίποδα, η ομόφυλη ερωτική διάθεση δεν ειναι έκδηλη σε όλα τα Ποιήματα του· αρκετές ειναι οι περιπτώσεις που δεν διευκρινίζεται το φύλο στο οποίο γίνεται η αναφορά. Ωστόσο, είθισται τα ερωτικά Ποιήματα του Καβάφη να προσεγγίζονται με την προδιάθεση οτι αναφέρονται στον έρωτα μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου, αφού στα περισσότερα γίνεται αναφορά σε άνδρες – νεαρής ηλικίας-, οι οποίοι στα έργα του Ποιητή εξυμνούνται για την ομορφιά τους.
Ως γνωστόν η έκσταση και η θλίψη του Έρωτα δεν είναι το μόνο ζήτημα με το οποίο ο Ποιητής καταπιάνεται. Η θεματολογία του έργου υπήρξε πλούσια, ενώ για την εποχή του λειτούργησε σαν ‘χείμαρρος’ ιδεών και νέων τοποθετήσεων. Tα υψηλά πάθη, ο θάνατος, το γήρας, ο θρησκευτικός ενθουσιασμός, η μοναξιά, η θλίψη και η μεγάλη αγάπη για την Ιστορία (Ελληνική κυρίως και Ρωμαϊκή) αποτυπώνεται πασίδηλα στα γραπτά του. Ο Καβάφης γνωρίζει, όμως, καλά Το Ποιητικό πάθος, τον έρωτα της ομορφιάς και την αγάπη της τέχνης για την τέχνη (Γ. Βαρθαλίτης). Δεν διακρίνεται, λοιπόν κανένα ίχνος κομπασμού στην ομολογία του: “την εμορφιά έτσι πολύ ατένισα/ που πλήρης είναι έτσι η όρασις μου“. Πράγματι, ατένισε. Εκλεπτυσμένα οι στιγμές ζωής και πληρότητας στη μνήμη χαραγμένες. Ο απροκάλυπτος -πραγματωμένος και ενίοτε φανταστικός- ηδονισμός κρατά πάντα αιχμάλωτη την Καβαφική μούσα.

«Ο Σεπτέμβρης του 1903»
Τουλάχιστον με πλάνες ας γελιούμαι τώρα·
την άδεια την ζωή μου να μη νιώθω.
Και ήμουνα τόσες φορές τόσο κοντά.
Και πώς παρέλυσα, και πώς δειλίασα·
γιατί να μείνω με κλειστά τα χείλη·
και μέσα μου να κλαίει η άδεια μου ζωή,
και να μαυροφορούν οι επιθυμίες μου.
Τόσες φορές τόσο κοντά να είμαι
στα μάτια, και στα χείλη τα ερωτικά,
στ’ ονειρεμένο, το αγαπημένο σώμα.
Τόσες φορές τόσο κοντά να είμαι.
Το Ποίημα ανήκει στα “Κρυμμένα”. Εδώ ο Καβάφης ευθέως καταγράφει την ‘ακραία’ μοναξιά και απομόνωση της ζωής του. Το γεγονός πως ο ομόφυλος ερωτισμός κατακρίθηκε ως «επιλογή» από τους σύγχρονους του -αν εξέφραζε αυτά που ένιωθε ενδεχομένως να ερχόταν αντιμέτωπος με κάποιο σκάνδαλο-, αποθάρρυνε τον ποιητή από το να διεκδικήσει ανοιχτά και με σθένος την παρουσία ενός ερωτικού συντρόφου στη ζωή του. Απο την άλλη βέβαια υπήρχε και το ενδεχόμενο οι όποιες εκδηλώσεις να βρουν ανταπόκριση· ίσως εδώ να υπάρχει κάποια μετάνοια για όσα δεν τόλμησε, εφόσον είχε ευκαιρίες. Το μόνο που έχει απομείνει πλέον στον Ποιητή είναι οι αναμνήσεις της εμπειρίας του, που έχουν χαραχθεί στο μυαλό και κάποτε ξεπηδούν στο παρόν του.

«Ήλθε για να διαβάσει»
Ήλθε για να διαβάσει. Είν’ ανοιχτά
δυο, τρία βιβλία· ιστορικοί και ποιηταί.
Μα μόλις διάβασε δέκα λεπτά,
και τα παραίτησε. Στον καναπέ
μισοκοιμάται. Aνήκει πλήρως στα βιβλία —
αλλ’ είναι είκοσι τριώ ετών, κ’ είν’ έμορφος πολύ·
και σήμερα το απόγευμα πέρασ’ ο έρως
στην ιδεώδη σάρκα του, στα χείλη.
Στη σάρκα του που είναι όλο καλλονή
η θέρμη πέρασεν η ερωτική·
χωρίς αστείαν αιδώ για την μορφή της απολαύσεως.
Ο Ποιητής μας περιγράφει έναν ωραίο νέο μεσολαβούσης της κατάστασης έγερσης και ύπνου στον καναπέ, αφού έχει παραδοθεί στην ερωτική επιθυμία, που με τη σειρά της τον έχει κυριεύσει ολοκληρωτικά. Σε αντίθεση με το πρώτο Ποίημα που αναφέρθηκε, στους στίχους αυτούς ο Αλεξανδρινός δημιουργεί πορτρέτα ανδρών που απολαμβάνουν(;) χωρίς ντροπή. Ο Καβάφης, δηλαδή, στα ποιήματα αυτά όχι μόνο περιγράφει τους νέους που έχουν αρμονικά σώματα και όμορφα πρόσωπα, αλλά επιβεβαιώνει ότι οι νέοι αυτοί είναι δοσμένοι χωρίς καμία ενοχή στον ομόφυλο έρωτα.

«Το 25ον έτος του βίου του»
Πηγαίνει στην ταβέρνα τακτικά
που είχανε γνωρισθεί τον περασμένο μήνα.
Ρώτησε· μα δεν ήξεραν τίποτε να τον πουν.
Από τα λόγια των, κατάλαβε πως είχε γνωρισθεί
μ’ ένα όλως άγνωστο υποκείμενον·
μια απ’ τες πολλές άγνωστες κ’ ύποπτες
νεανικές μορφές που απ’ εκεί περνούσαν.
Πηγαίνει όμως στην ταβέρνα τακτικά, την νύχτα,
και κάθεται και βλέπει προς την είσοδο·
μέχρι κοπώσεως βλέπει προς την είσοδο.
Ίσως να μπει. Aπόψ’ ίσως ναρθεί.
Κοντά τρεις εβδομάδες έτσι κάμνει.
Aρρώστησεν ο νους του από λαγνεία.
Στο στόμα του μείνανε τα φιλιά.
Παθαίνεται απ’ τον διαρκή πόθον η σάρκα του όλη.
Του σώματος εκείνου η αφή είν’ επάνω του.
Θέλει την ένωσι μαζύ του πάλι (…)
Απο τα Ερωτικά-Αφηγηματικά Ποιήματα του Αλεξανδρινού, στο οποίο περιγράφεται πειστικά ένα σημείο της καθημερινής ζωής δύο νέων που είχαν, τρόπον τινά, συνάψει κάποια στιγμή στο κοντινό παρελθόν σχέση. Η ‘καταδίκη’ της εποχής στις ομόφυλες σχέσεις ανάγκαζε τους νέους σε αναζήτηση πολύ συγκεκριμένων σημείων για να βρουν εφήμερη συντροφιά. Μια σφαιρική και ριζοσπαστική -έξω απο τα όρια της εποχής εκείνης- αντίληψη του Καβάφη απέναντι στην πεποίθηση που τοποθετεί και ταυτόχρονα φυλακίζει τις ομόφυλες σχέσεις στο βωμό της σαρκικής απολαύσεως, παρατηρείται ακριβώς εδώ. Ο Ποιητής παρουσιάζει έναν νέο με επιμονή και πάθος που αναζητά έναν άλλον νέο, για τον οποίο βιώνει ένα σαρωτικό ερωτικό συναίσθημα απο το οποίο έχει κυριευθεί. Η άλλοτε επαφή της μιας βραδιάς φαίνεται πως τώρα τον κρατά δέσμιο του πάθους και της επιθυμίας.
Ο Κ. Π. Καβάφης δεν δίστασε να συνθέσει Ποιήματα εξολοκλήρου αφιερωμένα σε άνομες ίσως σχέσεις και επαφές, στην άδολη απόλαυση, στην αποτύπωση των πιο μύχιων συναισθημάτων και στην καταγραφή των εκάστοτε κοινωνικών προτύπων, που με τον δικό του τρόπο αντιτάχθηκε σε αυτά. Όπως και τότε έτσι και σήμερα, ο Ποιητής προξενεί αδιαφορία έως και αντιπάθεια σε εκείνους που πιστεύουν ότι δεν υφίσταται “τόπος να χωρέσει” η διαφορετική επιλογή -απ’ όπου κι αν προέρχεται- και κατ’ επέκταση ούτε και η δημιουργία της Τέχνης που θα την εκφράσει. Ο Αλεξανδρινός, όμως, αγνοεί όλα αυτά και προβάλει τη δική του αίσθηση του έρωτα και του ερωτικού ιδεώδους. Εγκωμιάζει και καλεί την “αγαπημένη αίσθηση” στα έργα του· αυτή είναι που περισσότερο αναζητά το μυαλό και λιγότερο το σώμα. Η σπουδαιότητα βρίσκεται κάθε φορά σε αυτό ακριβώς το σημείο. Δεν γίνεται πρωταρχικός λόγος για τα πρόσωπα -αυτά είναι δευτερεύοντα- ούτε και για την ίδια την πράξη, όποια κι αν είναι αυτή. Ο Καβαφικός έρωτας παραμένει το αρχέτυπο και οι άνθρωποι τα ‘όργανα’ που το προκαλούν. Εν τέλει, τι πραγματικά αναζητάει ο καθένας στα μονοπάτια του έρωτα; Τους ανθρώπους ή το ιδεώδες; Την αγοραία και εφήμερη ηδονή που βρίσκεται παντού ή την Μία αίσθηση;
Και το σημαντικότερο: τι βρίσκει στο τέλος;