
Για την ηδονή της εκμηδένισης έχουμε μιλήσει αλλού για έργο αντιπροσωπευτικό της, διεθνώς καθιερωμένο και κλασικό. Πέρα από τη σαγήνη της, όμως, η εκμηδένιση προβάλλει -σε καλλιτεχνικά ρεύματα, θρησκείες, κοσμοθεωρίες, ιδεολογίες- και σαν λύτρωση, πολλές φορές απόλυτη. Ο Νίκος Καζαντζάκης, πιστός μαθητής του Νίτσε και, μέσω αυτού, της Τραγωδίας και της κοσμοθεωρίας που την έθρεψε, επιχειρεί να μας δείξει τον δρόμο της σωτήριας καταστροφής μέσα από την ρηξικέλευθα δημιουργική επ-ανάληψη (για να θυμηθούμε τον Heidegger) στο θέατρο μοτίβων βαθιά καθιερωμένων στο πανανθρώπινο συλλογικό ασυνείδητο.
Ο Καζαντζάκης θεωρούσε πάντα τον εαυτό του πρώτιστα ποιητή και δραματουργό, παρά την επιτυχία λόγω των μυθιστορημάτων του. Στα θεατρικά του, όπως και στα “Σόδομα και Γόμορρα”*, γραμμένα στην Αντίμπ της Γαλλίας το 1948, πραγματεύεται θέματα τραγικά που δεν άγγιζε στα πεζά του. Ο ποιητής πιάνει τη γνωστή βιβλική ιστορία και τη μεταπλάθει, αντιστρέφει χαρακτήρες και προσθέτει νέα στοιχεία. Δίνει στα Σόδομα έναν εντελώς διαφορετικό συμβολισμό, αιρετικό ως και βλάσφημο: ο σύγχρονος κόσμος, μ’ όλη την πρόοδο και τη γνώση του, έχει φτάσει στα όρια της (αυτο-)καταστροφής. Η ουρανόθεν Φωτιά (η ατομική βόμβα) κρέμεται σαν δαμόκλειος σπάθη. Ο Θεός που ‘χουν αρνηθεί οι κάτοικοι, είναι μια πέραν καλού και κακού, απ-άνθρωπη μοίρα που σε λίγο θα χυθεί αδυσώπητα να τους αφανίσει. Κι όμως, μόνος ο κολασμένος Λωτ προσμένει τη καταστροφή σαν τη πολυπόθητη λύτρωση. Κι ίσως, μετά από κείνη, μια αναγέννηση. Μέσα σε μία μόνο νύχτα, αυτός κι ο Αβραάμ θ’ αψηφήσουν τη θεϊκή βούληση, ο τιμωρός άγγελος της φωτιάς θα εκπέσει και οι Σοδομίτες θα ετοιμάσουν τη τελευταία ηρωική αντεπίθεσή τους στον Θεό.

Τρεις δεκαετίες πριν τα “Σόδομα” ξεκίνησε η επαφή του Καζαντζάκη με τον Βούδα, και πριν δυο δεκαετίες ο μακρύς τοκετός της ομώνυμης τραγωδίας*, που ολοκληρώθηκε το 1956. Επηρεασμένος στη πορεία και από τα ταξίδια του στη Κίνα, τοποθέτησε το έργο σ’ ένα χωριό στις όχθες του Γιανγκ-Τσε την εποχή της δυτικής “εισβολής” -θυμίζοντας, όπως εύστοχα έχει επισημανθεί, την Περλ Μπακ. Ένας παραδοσιοκράτης Κινέζος άρχοντας συγκρούεται με τα φιλοδυτικά παιδιά του, σύγκρουση που ξεπερνά τα όρια όσο ο ποταμός -η εφήμερη μάσκα που φορά στη μοίρα ο ποιητής- φουσκώνει, ο λαός εξεγείρεται και η καταστροφή ολοένα καταφθάνει. Ο Βούδας υποβόσκει και δεσπόζει σαν μορφή και σαν κοσμοθέαση σ’ έναν μικρόκοσμο που σε λίγο θ’ αφανισθεί, όπως κι οι αξίες κι οι θεοί του. Η πρακτική εκμηδένιση, όπως κι η βουδιστική αντίστοιχη του ατόμου και του εαυτού, του κόσμου εν γένει, η εκμηδένιση ως επιστροφή στη πρωταρχική ενότητα του Τίποτα, προβάλλεται τελικά όχι σαν απλή, παθητική μοίρα, μα σαν ηρωική επιδίωξη, σαν μια λύτρωση που ίσως να μην ήξεραν αρχικά οι πρωταγωνιστές ότι είχαν ανάγκη.

Πιστός στον νιτσεϊκής υφής ηρωικό μηδενισμό του, ο Καζαντζάκης προτάσσει τον ανέλπιδο μέχρις εσχάτων αγώνα αντί για κάθε αφοπλιστικό στωικισμό, κάθε υποχώρηση, κάθε παράδοση στο αναπόφευκτο. Αν όντως λύτρωση σημαίνει λύτρωση απ’ τους λυτρωτές, άρνηση εν τέλει της ίδιας της έννοιας της λύτρωσης, τότε η εκμηδένιση δεν μπορεί παρά να είναι αυτό που ο ιδανικός καζαντζακικός άνθρωπος ποθεί κι επιδιώκει. Επαναλαμβάνοντας δημιουργικά μύθους και μορφές που εν πολλοίς καθορίζουν ακόμα και σήμερα το συλλογικό μας ασυνείδητο, ο Καζαντζάκης τούς νοηματοδοτεί εκ νέου δίχως να καταργεί τις παλιές ή να καταδικάζει τις ερχόμενες μεταμορφώσεις τους -πράγμα που στη λογοτεχνία μάλλον δίδαξαν πρώτοι οι αρχαίοι τραγικοί. Το αποτέλεσμα, όπως και σ’ άλλα θεατρικά του, είναι ποιητικά (πεζά ή έμμετρα) δράματα με δυνατή πλοκή, ζωντανούς χαρακτήρες και μεγάλες ιδέες που συνεχίζουν να μας απασχολούν και μετά το κλείσιμο της αυλαίας.
*Οι τραγωδίες του Νίκου Καζαντζάκη Σόδομα και Γόμορρα και Βούδας κυκλοφορούνται μαζί σ’ έναν τόμο από τις εκδόσεις Διόπτρα.