Το νέο μυθιστόρημα της Ann Napolitano είναι μία ιστορία ενηλικίωσης, μία οικογενειακή σάγκα που έχει καταφέρει να κλέψει την καρδιά αμέτρητων αναγνωστών. Η ιστορία ακολουθεί την οικογένεια Πανταβάνο σε βάθος περίπου τριάντα ετών και κινείται μεταξύ Σικάγο και Νέας Υόρκης. Είναι ένα κείμενο που περιστρέφεται ρυθμικά γύρω από το παρόν, το παρελθόν, την πραγματικότητα και τις προσδοκίες της οικογένειας, ένας ύμνος στη συγχώρεση και την ανιδιοτελή αγάπη.
Τα πρόσωπα του βιβλίου
Η οικογένεια Πανταβάνο ζούσε στο Πίλσεν, σε μία εργατική συνοικία του Σικάγο και τα έσοδά τους προέρχονταν από τις καλλιέργειες της Ρόουζ και από τον περιορισμένο μισθό του Τσάρλι από τη χαρτοποιία. Τα οικονομικά τους δεν ήταν ποτέ καλά και η Ρόουζ δούλευε νύχτα-μέρα για να θρέψει την οικογένειά της. Ήταν, όμως, πολύ δεμένοι και αγαπημένοι.
Θα ξεκινήσουμε συστήνοντας τον Τσάρλι, αφού ο τίτλος του βιβλίου είναι δική του ατάκα. Ο Τσάρλι ήταν ένας άνθρωπος ονειροπόλος, που αγαπούσε την ποίηση τόσο όσο και τις τέσσερις κόρες του. Ήταν εξαιρετικός πατέρας, αλλά όχι εξίσου καλός σύζυγος. Τουλάχιστον όχι το είδος του συζύγου που χρειαζόταν η Ρόουζ. Η παρουσία του είναι διάχυτη σε όλο το βιβλίο, αν και ο ίδιος δεν είναι πάντοτε παρών.
Η Τζούλια, η μεγαλύτερη κόρη, ήταν ο “πύραυλος” της οικογένειας. Έτσι τη φώναζε ο πατέρας της. Ήταν ετοιμόλογη και πετύχαινε πράγματα με αξιοζήλευτη αποφασιστικότητα. Ήταν εκείνη που έδινε λύσεις σε κάθε πρόβλημα και γι’ αυτό είχε τον αμέριστο σεβασμό της μητέρας της που χρειαζόταν ένα στήριγμα. Όμως ταυτόχρονα ήταν και πολύ ανταγωνιστική. Ήθελε να έχει την πρωτιά, να αναγνωρίζεται η αξία της και να επαινείται απ’ όλους. Και αυτά τα χαρακτηριστικά της ήταν που θα την έφερναν εν τέλει σε ένα τέλμα – το μεγαλύτερο που θα έπρεπε να ξεπεράσει.
Από τις αδερφές της, ήταν πιο κοντά με τη Σιλβί, ίσως λόγω ηλικίας, αλλά και επειδή συμπλήρωναν εξαιρετικά η μία την άλλη. Η Σιλβί ήταν ονειροπόλα, σαν τον πατέρα της. Αγαπούσε τη λογοτεχνία και η δουλειά της στη βιβλιοθήκη Λοζάνο ήταν η μόνη που της ταίριαζε πραγματικά. Δεν μπορούσε να συμβιβαστεί με μία απλή σχέση, ήθελε έναν έρωτα σαν μυθιστόρημα και περίμενε να βρει αυτόν και μόνο.
Οι δίδυμες, πάλι, η Σεσίλια και η Έμελιν, στήριζαν απόλυτα η μία την άλλη. Η Σεσίλια ήταν η καλλιτέχνης της οικογένειας, ήταν ελεύθερο πνεύμα, ασυμβίβαστη και αντιδραστική. Η Έμελιν ήταν πιο ήπιων τόνων, της άρεσε να ασχολείται με μικρά παιδιά και ανυπομονούσε να γίνει κι εκείνη μητέρα. Ήταν ολόκληρη μία ανοιχτή αγκαλιά κι ένας ώμος για να κλάψουν οι αδερφές της.

Σύγχρονες Μικρές Κυρίες
Τα τέσσερα κορίτσια παρομοίαζαν τους εαυτούς τους με τις Μικρές Κυρίες από το έργο της Λουίζα Μέι Άλκοτ. Οι δύο μεγαλύτερες αδελφές, ανταγωνίζονταν μεταξύ τους για το ποια θα ήταν η Τζο. Η Τζούλια είχε το δυναμικό χαρακτήρα της, αλλά η Σιλβί είχε την ροπή της προς τη λογοτεχνία. Οι δίδυμες, πάλι, υποδύονταν εναλλάξ τους ρόλους της Μεγκ και της Έιμι. Η Μεγκ ήταν η πιο όμορφη στην κλασική ιστορία, ενώ η Έιμι ήταν εκείνη με το ταλέντο στη ζωγραφική και τη μεγάλη καρδιά.
Η Napolitano γράφει για τέσσερις σύγχρονες μικρές κυρίες, κρατώντας κοινούς θεματικούς άξονες: την οικογενειακή ζωή, την ενηλικίωση, τις φιλοδοξίες των ανθρώπων και την εργασία. Ακριβώς όπως και οι αδερφές Μαρτς, κάθε μία από τις αδερφές Πανταβάνο βίωσε μια οδυνηρή εμπειρία, ένα κομβικό περιστατικό που την ανάγκασε να περάσει από την παιδική αθωότητα στην ενηλικίωση. Ακόμα και τα δευτερεύοντα νοήματα των δύο βιβλίων συγκλίνουν. Τονίζουν ότι δεν είναι ανάγκη μία γυναίκα να είναι παντρεμένη, για να είναι επιτυχημένη και ταυτόχρονα εγκωμιάζουν την αληθινή αγάπη, αυτή που προκύπτει όταν δέχεσαι τον άνθρωπό σου όπως ακριβώς είναι.
“Όταν κάποια από τις αδερφές Πανταβάνο ήταν αδιάθετη ή κακόκεφη, δήλωνε Μπεθ. Μία από εμάς θα πεθάνει πρώτη, έλεγαν με τη σειρά τους η μία στην άλλη και ανατρίχιαζαν και οι τέσσερις στη σκέψη”.

Οι σχέσεις των ηρώων
Η στιγμή που άλλαξαν όλα για την οικογένεια -παρόλο που τότε κανένας δεν το φανταζόταν- ήταν όταν η Τζούλια αποφάσισε να μιλήσει στον Γουίλιαμ Γουότερς μετά από ένα κοινό τους μάθημα στο Πανεπιστήμιο. Αυτή ήταν η αρχή της σχέσης τους που κατέληξε πολύ σύντομα σε γάμο. Ο Γουίλιαμ έμοιαζε συνεχώς να χρειάζεται καθοδήγηση. Εξαιτίας της αμέτοχης στάσης που κρατούσαν οι γονείς του από τότε που ήταν μικρός, έγινε ένας άνθρωπος χωρίς αυτοπεποίθηση, διστακτικός, απαθής πολλές φορές. Και η Τζούλια έμοιαζε να τον συμπληρώνει, να του δίνει τις κατευθύνσεις, τις λύσεις που αναζητούσε. Τον κατεύθυνε όμως με βάση το τι πίστευε η ίδια, με βάση τα θέλω της και το τι χρειαζόταν για να δημιουργήσει μία δική της οικογένεια.
Ο Γουίλιαμ όμως αποδείχθηκε πως είχε άλλες επιδιώξεις. Αυτό που τον κρατούσε ζωντανό και νοηματοδοτούσε τη ζωή του ήταν το μπάσκετ, παρόλο που η σύζυγός του δεν το θεωρούσε κανονικό επάγγελμα. Τίποτα δεν μπορούσε να τον αποτρέψει από το να βρίσκεται στο γήπεδο. Ταυτόχρονα, τις σκέψεις και τις πράξεις του στοίχειωνε η ανάμνηση μίας μικρής αδερφούλας που ποτέ δεν γνώρισε, αλλά ο χαμός της κατέστρεψε συναισθηματικά τους γονείς του και κατά συνέπεια και τον ίδιο.
Από αυτό εξηγούνται πολλά από τα λάθη του, αλλά δικαιολογούνται κιόλας; Μπορεί η Τζούλια να τα συγχωρήσει;

Τι κάνει αυτό το βιβλίο τόσο ξεχωριστό
Η Napolitano χτίζει με προσοχή τις λεπτές ισορροπίες και τις συνδέσεις μεταξύ των μελών της οικογένειας. Τοποθετεί επιδέξια τον Γουίλιαμ σαν καταλύτη, σαν βόμβα έτοιμη να εκραγεί. Και αρχίζει να ανατρέπει τις ισορροπίες μία προς μία, μέχρι που εν τέλει έρχεται και η έκρηξη. Δημιουργεί ένα μυθιστόρημα που κινείται στο χρόνο αλλάζοντας οπτικές γωνίες, εισχωρώντας βαθιά στην ψυχοσύνθεση των ηρώων, στα τραύματα και τα ευαίσθητα σημεία τους. Φέρνει όλους τους ήρωες στο τραγικότερο σημείο τους και έπειτα δημιουργεί την κατάλληλη στιγμή και τις κατάλληλες συνθήκες για να τους επαναφέρει. Και να τους ενώσει και πάλι.
Με μία γραφή ανεπιτήδευτη και κοφτερή και με έναν καταιγιστικό ρυθμό, τα γεγονότα εξελίσσονται, οι ήρωες ωριμάζουν και όλες οι αισθήσεις του αναγνώστη ενεργοποιούνται. Αυτό το μυθιστόρημα δεν μπορείς παρά να το αγαπήσεις βαθιά, γιατί σου θυμίζει πόσο άρρηκτοι είναι μερικές φορές οι οικογενειακοί δεσμοί και πως το «θα είμαι εδώ ό,τι κι αν γίνει» μπορεί να έχει πραγματική υπόσταση.
Το μυθιστόρημα «Γεια σου όμορφη» της Ann Napolitano κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός.