Οι βρυκόλακες αποτελούν κάτι παραπάνω από απέθαντα πλάσματα με κοφτερούς κυνόδοντες και ακατάσβεστη δίψα για αίμα. Τους συναντάμε κυρίως ως μύθους, γεννημένους από δεισιδαιμονίες και αρχαίες δοξασίες ανά τον κόσμο. Ο κάθε λαός κουβαλά και μια δική του εκδοχή, μα όλοι μεταξύ τους μοιράζονται ένα κύριο στοιχείο: την αέναη επιθυμία του ανθρώπου να ξεγελάσει τον θάνατο. Με τί, όμως, κόστος;
Βρυκόλακες: Η Αναγέννηση Ενός Λαϊκού Μύθου
Πριν εμφανιστούν ως αινιγματικοί και χαρισματικοί κακοί σε ποικίλες τέχνες, οι βρυκόλακες παρουσιάζονταν ως καταραμένοι άνθρωποι που με συμφωνία με τον διάβολο ή έπειτα από φριχτό θάνατο, ξυπνούσαν από τον τάφο τους κάθε νύχτα αναζητώντας το αίμα ανυποψίαστων θνητών. Θα τους συναντήσουμε, λοιπόν, στους σλαβικούς μύθους με τον nosferatu να προκαλεί ρίγη και στην ελληνική παράδοση. Ακόμα, δεν πρέπει να ξεχνάμε τους κινεζικούς jiangshi, και τις αφηγήσεις από την Καραϊβική. Είτε, λοιπόν, πρόκειται για πτώματα που περπατάνε, ή για νεκρούς που χοροπηδάνε χωρίς κανένα ίχνος ευφυίας στο βλέμμα, οι βρυκόλακες κατείχαν μια ισχυρή θέση ανάμεσα στους θρύλους και τις ιστορίες τρόμου.
Οι Πολιντόρι & Στόκερ, με μερικές δεκαετίες διαφορά, θα δώσουν μια φρέσκια και ρομαντική πτυχή στον μύθο των βρυκολάκων μέσα από τη γραφή τους
Το 1819, ο νεαρός Τζον Γουίλιαμ Πολιντόρι θα παρουσιάσει το σύντομο «The Vampyre», στο οποίο ο αφηγητής ακολουθεί τον ιδιόμορφο λόρδο Ρούθβεν στο ταξίδι του στην Ευρώπη. Η κατάληξη του; Τραγική, όντας σιωπηλός παρατηρητής και εν τέλει θύμα της τρομακτικής φύσης του μυστηριώδη συνοδοιπόρου του. Αυτό που κατάφερε ο Πολιντόρι μέσα από ένα μικρό κείμενο, ήταν να παρουσιάσει μια διαφορετική εικόνα του εφιαλτικού πλάσματος, και να αλλάξει πλήρως το παρουσιαστικό του. Πλέον, οι βρυκόλακες δεν ήταν σάπια πτώματα, διψασμένα για αίμα. Μπορούσαν να ξεγελάσουν τον περίγυρο και να χαθούν μέσα στο πλήθος χωρίς να κινήσουν τη παραμικρή υποψία. Και το σημάδι του θανάτου ήταν φανερό μονάχα μέσα από την αφύσικη γοητεία, το χλωμό δέρμα και τα έντονα πορφυρά μάτια.

Στα ίδια χνάρια, και με μεγαλύτερη επιρροή, ακολουθεί ο Ιρλανδός Μπραμ Στόκερ, ο οποίος το 1897 χάρισε στην παγκόσμια λογοτεχνία έναν από τους πιο διάσημους βρυκόλακες όλων των εποχών: τον κόμη Δράκουλα. Σε αντίθεση με τις μέχρι τότε φολκλορικές και αποκρουστικές αναπαραστάσεις του βρυκόλακα, ο Δράκουλας του Στόκερ απέπνεε μια ιδιόμορφη γοητεία, συνδυάζοντας τον τρόμο με ρομαντισμό. Κύριο παράδειγμα η εμμονή του με την όμορφη και γλυκιά Μίνα, η οποία προσέδωσε μια ανθρώπινη πτυχή στον χαρακτήρα του πλάσματος, χωρίς φυσικά αυτό να του αφαιρεί τη μοχθηρότητα του. Αν και απεγνωσμένα ερωτευμένος με την κόρη, ο κόμης δεν έπαυε να είναι ένας άνθρωπος που ασχολήθηκε εις βάθος με τις μαύρες τέχνες, χαρίζοντάς στον εαυτό του αιώνια ζωή.

Τα θεμέλια δόθηκαν και η βάση χτίστηκε. Καταφθάνουμε στο 1973, στη πολιτεία της Λουϊζιάνα και συγκεκριμένα στην εξωτική Νέα Ορλεάνη. Εκεί, μετά από τον τραγικό χαμό της κόρης της, η Αν Ράις θα γράψει το πρώτο της βιβλίο, «Συνέντευξη Με Έναν Βρικόλακα», το οποίο και θα σημάνει την δημιουργία ενός ολόκληρου γοτθικού / σύγχρονου σύμπαντος, ενώ η ίδια θα αποτελέσει μία από τις εμβλυματικότερες σύγχρονες συγγραφείς του είδους.
Βρικόλακες με Υπαρξιακή Κρίση
Όσοι έχουν διαβάσει τα βιβλία της Ράις μπορούν να παραδεχτούν με το χέρι στη καρδιά, πως η πένα της είναι μοναδική. Οι γλαφυρές της περιγραφές σε ταξιδεύουν σε αιώνες περασμένους και χαμένες πολιτείες, με προσωπικό αγαπημένο το «Ο Υπηρέτης των Οστών». Οι απόλυτα ερωτικές σκηνές που αναζωπυρώνουν τις αισθήσεις, υπόσχονται μια συγκλονιστική ανάγνωση χωρίς να ταράζεται η ροή της ιστορίας. Με λίγα λόγια, η συγγραφέας είχε ένα ταλέντο που εξελίχθηκε σε κληρονομιά. Μια κληρονομιά που μας χάρισε μια σειρά από τραγικές φιγούρες γεμάτες ανθρώπινους προβληματισμούς. Ποιος άλλωστε θα μπορούσε καλύτερα να αποδώσει την απελπισία της αιώνιας ζωής και την συνεχή αναζήτηση του θείου, από μία γυναίκα που μεγάλωσε σε ένα αυστηρά καθολικό περιβάλλον;
Το θρησκευτικό στοιχείο είναι δυνατό και αντηχεί στα περισσότερά της κείμενα, χωρίς αυτό βέβαια να φθείρει τη γοητεία τους. Αντιθέτως, προσδίδει βάθος και τραγικότητα· ιδιότητες που τα καθιστά ενδιαφέροντα, ιδιαίτερα όταν επίκεντρο είναι πλάσματα όπως οι βρυκόλακες και το ταξίδι τους μέσα στον χρόνο. Κάποιοι προσπαθούν με νύχια και με δόντια να πιαστούν από τα ψεύγματά της ανθρωπιάς τους, ενώ άλλοι χτυπιούνται σαν μικρά παιδιά παρακαλώντας λίγη θεϊκή προσοχή. Σε κάθε περίπτωση, ο κοινός παρονομαστής είναι η υπαρξιακή κρίση της καταραμένης τους φύσης — και παρακάτω θα δούμε πώς αυτή ολοκλήρωσε το θεμέλιο που έθεσαν ο Πολιντόρι και ο Στόκερ.
Λουί ντε Πουέν ντι Λακ, ο αναξιόπιστος αφηγητής
Δεν θα μπορούσαμε να ξεκινήσουμε με κανέναν άλλο πέρα από τον πρωταγωνιστή της Συνέντευξης, τον Λουί. Όσοι έχουν διαβάσει το βιβλίο και έχουν δει την ταινία και τη σειρά (ναι μη πέσετε να με φάτε, θα τα αναφέρω), μπορούν εύκολα να διαπιστώσουν γιατί τον αναφέρω ως αναξιόπιστο αφηγητή. Μα, ας επικεντρωθούμε στην φιγούρα του ως βρυκόλακας που αναζητούσε από πάντα μια απάντηση στο ερώτημα «και τώρα, τι;». Η ψυχή του; Σωσμένη ή καταδικάζεται στη κόλαση όσο εκείνος περιπλανιέται μέσα στον χρόνο; Αμφισβητεί τη φύση του, βασανίζεται από ενοχές και αρνείται να αποδεχτεί την πείνα του ως κάτι το φυσικό. Αντί να αγκαλιάσει τον ρόλο του θηρευτή, καταλήγει να περιφέρεται σαν εξόριστος ανάμεσα σε δυο κόσμους: του ανθρώπου και του τέρατος. Η αέναη αναζήτησή του για νόημα, πίστη ή εξιλέωση τον καθιστά περισσότερο άνθρωπο από πολλούς γύρω του, και ταυτόχρονα, πιο μόνο από ποτέ.
Λεστάτ Ντε Λαιονκορτ, ηδονιστής του θανάτου
Γιος ενός ξεπεσμένου Γάλλου ευγενή, έμαθε να αγαπά τη ζωή και να την γεύεται στο έπακρο μέσα από τον θάνατο του. Δεν κρύφτηκε ποτέ από το δώρο που του δόθηκε και φρόντισε σε κάθε βήμα του να αισθάνεται περήφανος και μεγαλοπρεπής για αυτό που κατέληξε. Δεν δίστασε, δεν πόνεσε λεπτό και δεν βασανίστηκε όπως ο Λουί. . . Ή μήπως όχι; Όσο επηρεασμένος και να είσαι από την βίαιη περιγραφή του Λουί για τον αγαπημένο του Λεστάτ, θα βρεις τον εαυτό σου να αμφισβητεί τα γεγονότα της Συνέντευξης, καθώς “Ο Βρυκόλακας Λεστάτ” θα μας αφηγηθεί την ιστορία του από την πρώτη του γέννηση, έως τη δεύτερη ως βρυκόλακας και τα μετέπειτα γεγονότα. Θα τον μάθουμε και θα συνειδητοποιήσουμε πως δεν είναι ο νάρκισσος τύραννος που τόσο απελπισμένα είχε ζωγραφίσει ο Λουί στο μυαλό μας, αλλά ένας ήρωας που εν τέλει διψά για κάποιο νόημα ωσάν άνθρωπος και απέθαντος. Θα προβληματιστεί από την ματαιότητα της ίδιας της ύπαρξης και θα πασχίσει μέσα από έρωτες, εγκλήματα, μουσική και θέατρο να φτάσει κοντά στην αλήθεια.
Αρμάντ, το παιδί που ενέδωσε στην απόλυτη ματαιότητα
Ποιος δεν θα ήθελε να δεχτεί αυτό το δώρο σε αρκετά νεαρή ηλικία και να κρατήσει τη νιότη του άφθαρτη, σαν ένας πιο εξελιγμένος και άτρωτος Ντόριαν Γκρέι; Να βλέπει τον εαυτό του εγκλωβισμένο σε μια εποχή που η αθωότητα αποτυπώνεται απόλυτα σε πρόσωπο και σώμα. Ο χρόνος δεν έχει προλάβει να χαράξει το πέρασμα του και το μυαλό μαθαίνει ασταμάτητα χωρίς δεύτερες σκέψεις και ενδοιασμούς. Αλλά τι συμβαίνει όταν ένας δεκαεφτάχρονος έφηβος ‘φυλακίζεται’ και στερείται τη σοφία ενός ώριμου μυαλού; Παρόλο που ο ίδιος ικέτεψε για το δώρο αυτό, το ταξίδι του από την αρχή έμελλε να είναι τραυματικό. Από ένας ευφάνταστος και γεμάτος ζωή (ξέρω αρκετά ειρωνικό) έφηβος, κατέληξε σε ένα κατατρομαγμένο πλάσμα. Έμαθε πως η βία και η κακοποίηση είναι εργαλεία απαραίτητα και μόνιμα καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του. Μπορεί στα μάτια των άλλων να φαντάζει σοφός και πνευματικός, όμως μέσα του σπαράζει ένας άνθρωπος που του έκλεψαν τον Θεό του, τον σκοπό του και τελικά τον εαυτό του. Δεν υπάρχει πλέον κανένα νόημα στο να ψάξει απαντήσεις, γιατί πολύ απλά του στέρησαν την επιλογή αυτή.
«Πολύ λίγα πλάσματα αναζητούν πραγματικά τη γνώση σε αυτόν τον κόσμο. Θνητοί ή αθάνατοι, ελάχιστοι αναρωτιούνται πραγματικά. Αντιθέτως, προσπαθούν να αποσπάσουν από το άγνωστο τις απαντήσεις που έχουν ήδη σχηματίσει στο μυαλό τους.» – Ο Βρικόλακας Αρμάντ, Anne Rice, 1998
Κάπως έτσι, ο Αρμάντ συνοψίζει μια από τις βαθύτερες αλήθειες του σύμπαντος της Ράις. Οι βρυκόλακές της δεν είναι απλώς πλάσματα του σκότους που απλά περιπλανιούνται για να τραφούν· είναι βασανισμένες ψυχές από το βάρος της αθανασίας και την απουσία του Θεού. Ζητούν λύτρωση. Όμως, σε έναν κόσμο χωρίς θεϊκή παρέμβαση και χωρίς απαντήσεις, αυτό που τους μένει είναι η διαρκής πάλη με τον εαυτό τους και με τις επιλογές τους. Μέσα από το αίμα, τον έρωτα και τη σιωπή, οι ήρωες της Αν Ράις μάς αφήνουν μια κληρονομιά· μια υπενθύμιση πως, ίσως, το πιο τρομακτικό δεν είναι το να είσαι τέρας, αλλά να είσαι ακόμα άνθρωπος, όταν όλοι γύρω σου έχουν πάψει να είναι.