Μετά την εκτόξευση βαλλιστικού πυραύλου από τη βόρεια Κορέα, η σχέση της με τις ΗΠΑ λαμβάνει επικίνδυνες διαστάσεις. Η Β. Κορέα με την πράξη της αυτή, παραβίασε κατάφωρα, για ακόμη μια φορά, τόσο τον εθιμικό, όσο και συμβατικό κανόνα του διεθνούς δικαίου περί απαγόρευσης πραγματοποίησης πυρηνικών δοκιμών και χρήσης πυρηνικών όπλων.
Έπειτα από αυτή την κίνηση, σύμφωνα με την οποία τίθεται σε κίνδυνο η περιφερειακή ασφάλεια στην περιοχή, οι ήδη τεταμένες σχέσεις μεταξύ των δυο χωρών αναδεικνύεται πως βαίνουν σε αχαρτογράφητα νερά.
Όπως ήταν αναμενόμενο, οι ΗΠΑ αντέδρασαν, αποστέλλοντας δυο βομβαρδιστικά, τα οποία πραγματοποίησαν πτήσεις πάνω από την κορεατική χερσόνησο, επιδεικνύοντας τη στρατιωτική ισχύ που διαθέτουν και ανταπαντώντας στις επιθετικογενείς ενέργειες και ρητορικές της Β. Κορέας. Παράλληλα, οι ΗΠΑ θεωρούν ότι καθοριστικό ρόλο για την αποκλιμάκωση της έντασης (μέσω συμμόρφωσης της Β. Κορέας) διαδραματίζει η Κίνα, η οποία, ωστόσο, διατηρεί παθητική και ουδέτερη στάση.
Γι αυτό το λόγο, οι ΗΠΑ ασκούν δριμεία κριτική στην Κίνα, καθώς ερμηνεύουν την αδράνειά της, ως απότοκο των δεσμών που έχει αναπτύξει με τη Β. Κορέα. Πράγματι, η Β. Κορέα αποτελώντας μια από τις πιο απομονωμένες χώρες του πλανήτη, όντας ένα σοσιαλιστικό κράτος με ιδιότυπο πολιτικό σύστημα και συρρικνωμένη οικονομική δυναμική (και στους τρεις κλάδους παράγωγης), προχώρησε στην ανάπτυξη εμπορικών σχέσεων με την Κίνα, λόγο ελλείψεων σε βασικά προϊόντα και πρώτες ύλες. Χαρακτηριστικά, η Β. Κορέα εισάγει πάνω από το 85% των προϊόντων της μέσω του εμπορίου με την Κίνα.
Επομένως, η στάση της Κίνας και σύμφωνα με τα άμεσα οικονομικά συμφέροντα που διαθέτει στη Β. Κορέα, δεν πρόκειται να διαφοροποιηθεί άμεσα με σκοπό την πλήρη διευθέτηση της έντασης που έχει ανακύψει, λειτουργώντας με αυτό τον τρόπο ως μια δύναμη επιδιαιτησίας.