Όταν «Ο Στόουνερ» εκδόθηκε για πρώτη φορά στις ΗΠΑ το 1965 είχε ελάχιστες πωλήσεις αν και εγκωμιάστηκε από κάποιους και, μόλις την επόμενη χρονιά, αποσύρθηκε. Όμως το 2011 κέντρισε την προσοχή της Anna Gavalda, μιας Γαλλίδας πεζογράφου, η οποία το μετέφρασε. Ως αποτέλεσμα, μισό αιώνα από την πρώτη του δημοσίευση, το μυθιστόρημα του John Williams κατέληξε best seller όχι μόνο στην Ευρώπη αλλά και στις ΗΠΑ. Τον Οκτώβριο του 2013, σχεδόν δύο δεκαετίες μετά τον θάνατο του δημιουργού του, παρουσιάζεται από το «New Yorker» ως «το «μεγαλύτερο αμερικανικό μυθιστόρημα για το οποίο δεν είχατε ακούσει ποτέ»
Από την πρώτη κιόλας σελίδα, ο John Williams μας ξεκαθαρίζει πως η σταδιοδρομία και η προσωπική ζωή του ήρωα του μόνο λαμπρή δεν ήταν. Αρχίζει τη «βιογραφία» του Στόουνερ με τη ζωή στην ύπαιθρο και τις δυσκολίες της αγροτικής ζωής. Ο Στόουνερ, ύστερα από παρότρυνση του πατέρα του εγγράφεται στη Γεωπονική Σχολή, αλλά στο δεύτερο έτος των σπουδών του μεταπηδά στη Φιλολογία, καθώς η Λογοτεχνία «δεν τον άφηνε να ησυχάσει», όπου και επιδιώκει να γίνει δάσκαλος. Μαζί του ακολουθούμε την πορεία ενός υποψήφιου προς την ακαδημαϊκή καριέρα, η οποία βασίζεται, παρά την κοινωνική του προέλευση, στον ζήλο του για την κατάκτηση της γνώσης και στην αγάπη για τα κλασικά κείμενα. Παρακολουθούμε τον αγώνα του μέσα στο πανεπιστήμιο με τις, φιλίες, τις αντιζηλίες, και τις ίντριγκες της ακαδημαϊκής ζωής, αλλά και τον αγώνα του στο σπίτι με μια σύζυγο, την Ίντιθ, που δεν τον αγάπησε ποτέ και την κόρη τους, η οποία καταλήγει έρμαιο της μητέρας της και αποξενώνεται από τον πατέρα της. Ο ήρωας ζει για λίγο την ευτυχία μέσω του αδιέξοδου έρωτα με την Κάθριν, μια νεαρή καθηγήτρια. Έπειτα, έρχεται το θλιβερό τέλος. Όλα αυτά στο πλαίσιο δυο παγκοσμίων πολέμων, ο Στόουνερ βιώνει την απώλεια των συμφοιτητών του και έπειτα, ως καθηγητής, των φοιτητών του.
«Την αγάπη για τη λογοτεχνία, για τη γλώσσα, για το μυστήριο του νου και της καρδιάς, το πώς αποκαλύπτονται στους ασήμαντους, αλλόκοτους και απροσδόκητους συνδυασμούς γραμμάτων και λέξεων, τα τυπωμένα γράμματα, τόσο μαύρα, τόσο ψυχρά – την αγάπη που κρατούσε κρυμμένη σαν να ήταν παράνομη ή επικίνδυνη, άρχισε πια να τη δείχνει, στην αρχή διστακτικά, μετά τολμηρά, στο τέλος υπερήφανα»
Ενδιαφέρον προκαλεί ο στοχασμός ως προς την φιλία, τον έρωτα, το αίσθημα καθήκοντος, την έννοια του δασκάλου, τη συζυγική ζωή, τη σχέση πατέρα-κόρης, τη βαρβαρότητα του πολέμου. Αποτυπώνει, επίσης, μια περίοδο σε μια συντηρητική πλευρά της Αμερικής με την παρουσία της προοδευτικής ακαδημαϊκής ζωής να λειτουργεί αντιθετικά. Το βιβλίο αποτελεί μια ανάλυση της πανεπιστημιακής κοινότητας με τις πιέσεις και τους συμβιβασμούς της και ένα ψυχογράφημα σχετικά με τον έρωτα και το αντίκτυπο του.Μέσα από την ιστορία ενός ταπεινού και αφοσιωμένου ανθρώπου, όπως είναι ο Στόουνερ, ο συγγραφέας μιλά για τις εσωτερικές συγκρούσεις που μας βασανίζουν, για τους συμβιβασμούς μας, τον ηθικό μας κώδικα και τις κοινωνικές νόρμες και, φυσικά, για την αγάπη ως την ισχυρότερη μεταβλητή στη ζωή μας.
Ο ήρωας έζησε με βασικό γνώμονα τον έρωτά του, δηλαδή το πανεπιστήμιο και τη Λογοτεχνία και αφοσιώθηκε στο έργο του. Αν και δεν είχε λαμπρή καριέρα, δεν έγινε μεγάλος συγγραφέας και δεν απέκτησε μεγάλο βαθμό στο πανεπιστήμιο, πέτυχε τον στόχο του. Έγινε ένας δάσκαλος, ο οποίος μέχρι το τέλος της ζωή του υπηρετούσε τις αξίες του. Δυστυχώς, όπως παραδέχθηκε και ο ίδιος, απέτυχε στην οικογενειακή του ζωή, παρά τις προσπάθειες του. Ο Στόουνερ, τελικά απέκτησε ό,τι ήθελε αλλά δεν κατάφερε να ευτυχήσει, παρά να βιώσει μερικά ψήγματα ευτυχίας. Αγάπησε σιωπηλά, υπέμεινε αγόγγυστα, εργάστηκε σκληρά και απογοητεύτηκε.
«Υπάρχουν πόλεμοι και ήττες και νίκες του ανθρώπινου είδους που δεν είναι στρατιωτικές και που δεν είναι καταγεγραμμένες στα χρονικά της ιστορίας»

Πρόκειται για ένα βαθύτατα ανθρώπινο μυθιστόρημα και ως εκ τούτου μελαγχολικό. Η αφήγηση είναι λιτή, διαυγής, χωρίς περιττές συναισθηματικές εξάρσεις και η χρονική πορεία είναι γραμμική. Ο John Williams κατάφερε να εκφράσει την τραγικότητα της ζωής με οικείο τρόπο και αμεσότητα χωρίς να καταφεύγει σε εκβιασμένους συναισθηματισμούς. Το μυθιστόρημα αποτελεί ένα δείγμα υψηλής λογοτεχνίας, που μαγεύει τον αναγνώστη, ο οποίος μαγεύεται από την ίδια τη ζωή.
Ο ίδιος ο John Williams σε μία από τις σπάνιες συνεντεύξεις του το 1985, δήλωνε για τον Στόουνερ: «Κατά τη γνώμη μου, είναι ήρωας με όλη τη σημασία της λέξης. Πολλοί από αυτούς που διάβασαν το βιβλίο σχημάτισαν την εντύπωση ότι ο Στόουνερ έζησε μια κακή και θλιβερή ζωή. Το βέβαιο είναι ότι έζησε καλύτερα από τον περισσότερο κόσμο. Έκανε αυτό που ήθελε να κάνει, αγαπούσε αυτό που έκανε, είχε αίσθηση του πόσο σπουδαία ήταν η δουλειά που έκανε. Οι αξίες τις οποίες κλήθηκε να υπηρετήσει είναι σημαντικές… Το σημαντικότερο κατ’ εμέ στοιχείο του μυθιστορήματος είναι η συνείδηση του έργου, του επαγγέλματος που έχει ο Στόουνερ. Γι’ αυτόν η διδασκαλία είναι έργο – έργο με την καλή, την έντιμη έννοια της λέξης. Το επάγγελμά του τού έδωσε μια ιδιαίτερη ταυτότητα και τον έκανε αυτό που ήταν… Η αγάπη για κάτι είναι αυτό που μετράει».