Ένα φθινοπωρινό πρωινό, ο κύριος Κώστας μπήκε στη βιβλιοθήκη που δουλεύει εδώ και είκοσι χρόνια και ανοίγοντας την μεγάλη πόρτα που έκρυβε πίσω της όλους τους θησαυρούς της γνώσης και της φαντασίας, αντίκρισε ένα θέαμα που δεν είχε ξαναδεί. Τα βιβλία ήταν ανακατεμένα και πεταμένα, άλλα στο πάτωμα και άλλα στα ράφια. Εν τω μεταξύ, άρχισαν να έρχονται και οι υπόλοιποι που δούλευαν στη βιβλιοθήκη και όλοι μαζί αναρωτήθηκαν μήπως, α. είχε γίνει κάποιος σεισμός και δεν το πήραν είδηση, β. μήπως είχε μπει κάποιος κλέφτης. Επιβεβαιώθηκαν για το α., μπαίνοντας στο διαδίκτυο όπου δεν υπήρχε καμία πληροφορία για σεισμό. Και όσον αφορά στο β., συνειδητοποίησαν όταν τακτοποίησαν όλα τα βιβλία στη θέση τους, ότι δεν έλειπε κανένα! Μη μπορώντας να εξηγήσουν αυτό που είχαν δει, συνέχισαν τη δουλειά τους σα να μην είχε συμβεί τίποτα.
Η μεγάλη πόρτα άνοιξε και μπήκαν μέσα τα πρώτα παιδάκια- αναγνώστες για να κάνουν μια εργασία για τις πρωτεύουσες όλου του κόσμου που αρχίζουν από Μ. Είχαν φυσικά ψάξει και στο διαδίκτυο αλλά ήθελαν να πλουτίσουν και άλλο την εργασία με περισσότερες πληροφορίες που έχουν τα βιβλία. Εξάλλου, τους άρεσε τόσο πολύ να ξεφυλλίζουν τα βιβλία και να μυρίζουν το συγκεκριμένο αυτό άρωμα που αναδύεται από το χαρτί. Τα παιδιά ένιωθαν ότι οι σελίδες των βιβλίων ζωντάνευαν και φιγούρες χοροπηδούσαν μπροστά τους λέγοντας τις μαγικές κουβέντες της γνώσης.
Αργά το απόγευμα, ο κύριος Κώστας που έμενε στη βιβλιοθήκη τελευταίος κάθε μέρα, έριξε μια προσεκτική ματιά, είδε όλα τα βιβλία τακτοποιημένα στη θέση τους, και ήσυχος ότι όλα είναι εντάξει, γύρισε το κλειδί και έφυγε. Το επόμενο πρωί όμως, ανοίγοντας την πόρτα, αντίκρισε το ίδιο ακριβώς θέαμα. Μα, δεν είναι δυνατόν, αναφώνησε! Τι συμβαίνει εδώ πέρα? Ανήσυχος, περίμενε τους υπόλοιπους συναδέλφους για να ερευνήσουν όλοι μαζί αυτό το φαινόμενο. Άνοιξαν όλοι διάπλατα το στόμα όταν είδαν ότι πάλι είχε συμβεί το ίδιο. Ωωωωωω! Τι γίνεται τέλος πάντων? Πρέπει να δράσουμε, λέει ο Παναγιώτης. Τι λέτε να κάνουμε?, απαντάει η Μαρία. Ο κύριος Κώστας, σαν μεγαλύτερος και σοφότερος, δίνει τη λύση. Να ελέγξουμε προσεκτικά όλα τα βιβλία που είναι πεταμένα εδώ κι εκεί και να δούμε τι είδους βιβλία είναι αυτά. Γιατί κάποια είναι στη θέση τους ενώ άλλα όχι? Μήπως το μυστικό βρίσκεται εκεί? Ξεκίνησαν λοιπόν να τακτοποιούν τοποθετώντας σε κατηγορίες τα ανακατεμένα βιβλία.
Αφού τέλειωσαν και μπήκαν όλα στη θέση τους, έκατσαν λίγο να συζητήσουν για το τι είχαν ανακαλύψει. Ξετυλίχτηκε λίγο το μυστήριο αλλά οδηγήθηκαν σε ένα ακόμα μεγαλύτερο. Τα βιβλία που είχαν ανακατευτεί αφορούσαν ταξίδια τόσο σε τόπους μακρινούς όσο και σε κοντινούς. Ήταν βιβλία για ζωάκια όπως αυτά που έχουμε στην αυλή μας αλλά και εξωτικά που βλέπουμε μόνο σε φωτογραφίες. Βιβλία που μιλούσαν για παρέες παιδιών που εξερευνούν και φτιάχνουν μυστικά καταφύγια. Με άλλα λόγια, τα ανακατεμένα βιβλία είχαν να κάνουν με περιπέτειες και ανακαλύψεις. Περίεργο, αναρωτήθηκαν όλοι! Μη μπορώντας να κάνουν κάτι άλλο, συνέχισαν τη δουλειά τους. Συνεχίστηκε όμως και αυτό το μυστήριο με τα βιβλία καθώς κάθε πρωί τα έβρισκαν ανακατεμένα παρόλο που το βράδυ ήταν στη θέση τους. Η περιέργειά τους είχε φουντώσει αλλά δεν ήξεραν και τι να κάνουν.
Ώσπου μια μέρα, ο Βενιαμίν της παρέας, ο Χρήστος, τους πρότεινε να αρχίσουν να κάθονται τα βράδια με βάρδιες μέσα στη βιβλιοθήκη για να δουν τι γίνεται κατά τη διάρκεια της νύχτας. Πολύ καλή ιδέα, συμφώνησαν όλοι! Πρώτος έκατσε ο κύριος Κώστας. Πήρε τον υπνόσακό του, σάντουιτς και νερό, κλείδωσε καλά την μεγάλη πόρτα και βρήκε μια ωραία γωνιά ανάμεσα σε βιβλία φυσικής και χημείας. Είχε αφήσει ένα μικρό φωτάκι ανοιχτό δίπλα του επίτηδες, για να μην του ξεφύγει κάτι. Περιεργαζόταν ξαπλωμένος τα ράφια με τα βιβλία και μέχρι να το κάνει αυτό ξημέρωσε και είδε το φως του ήλιου να προσπαθεί να τρυπώσει μέσα από τα μεγάλα παράθυρα. Είχε κοιμηθεί βαθιά όλη νύχτα αλλά μόλις ξύπνησε είδε ότι όλα ήταν στη θέση τους! Τι μυστήριο είναι τούτο!
Την επόμενη νύχτα ήταν η σειρά του Παναγιώτη. Δεν άφησε κανένα φως ανοιχτό, ξάπλωσε σε μια άλλη γωνιά ανάμεσα σε βιβλία ιστορίας και γεωγραφίας και αφουγκραζόταν τους θορύβους μέσα στο πηχτό σκοτάδι. Είχε απόλυτη ησυχία και τίποτα δεν συνέβαινε. Κάποια στιγμή τον πήρε ο ύπνος για να ξυπνήσει το πρωί και να δει και αυτός με τη σειρά του ότι όλα ήταν στη θέση τους! Η περιέργεια είχε κορυφωθεί και ήταν σειρά της Μαρίας να μείνει τη νύχτα.
Η Μαρία όμως είχε ένα γιο 9 ετών και ο άντρας της έλειπε στη Θεσσαλονίκη για δουλειές. Δεν ήθελε να αφήσει μόνο του το παιδί όλη νύχτα και είχε προβληματιστεί. Ο γιος της, ο Σπύρος, την άκουσε που έλεγε στο τηλέφωνο ότι θα ζητήσει αλλαγή βάρδιας με τον Χρήστο. Τη ρώτησε τι συνέβαινε και η μαμά του εξήγησε ότι για ένα βράδυ χρειάζεται να κοιμηθεί στη βιβλιοθήκη για να διερευνήσουν ένα μυστήριο που γίνεται εκεί.
Ο Σπύρος, που αγαπούσε πολύ τα βιβλία και ήθελε συνέχεια να πηγαίνει στη δουλειά της μαμάς του, χτύπησε τα χέρια του ενθουσιασμένος. Μαμά, της είπε, δεν χρειάζεται να ανησυχείς, ούτε να αλλάξεις κάτι, θα έρθω παρέα μαζί σου για όλη τη νύχτα. Ξέρεις πόσο πολύ μου αρέσει να έρχομαι εκεί και δεν θα είσαι και μόνη σου. Γιατί όχι, είπε η Μαρία χαμογελώντας και του έδωσε ένα φιλί.
Το βράδυ λοιπόν, εξοπλισμένοι βρήκαν και αυτοί τη δική τους γωνιά στη βιβλιοθήκη ανάμεσα σε βιβλία για ζωγραφική και μουσική. Κυλούσαν όλα πολύ ήσυχα μέχρι που ο Σπύρος πείνασε και πήγε η μαμά του να του φτιάξει ένα τοστ στην κουζίνα της βιβλιοθήκης. Γυρίζοντας δεν τον βρήκε στη γωνιά τους. Άρχισε να ψάχνει γύρω γύρω και να τον φωνάζει, αλλά τίποτα, άφαντος. Ξαφνικά ακούει μουσική και ακολουθώντας τους ήχους, βρέθηκε σε ένα δωμάτιο όπου είδε τον γιο της ανάμεσα σε βιβλία που χοροπηδούσαν ανοιγμένα σε διάφορες σελίδες, κάνοντας στον αέρα σχέδια και σχήματα σα να διηγούνταν διάφορες ιστορίες. Είδε βιβλία που πέταγαν σαν αεροπλάνα και άνοιγαν τις σελίδες τους σε διάφορες χώρες. Είδε βιβλία που έτρεχαν σαν αυτοκίνητα και κυνηγιόντουσαν. Άλλα βιβλία έπαιζαν παιγνίδια όπως τα παιδιά, κρυφτό και κυνηγητό. Βιβλία έβγαζαν ήχους, άλλοτε μουσικής και άλλοτε διηγούνταν τις ίδιες τις ιστορίες που έκρυβαν μέσα τους. Μαγεμένη από το θέαμα, δεν μπορούσε ούτε καν να μιλήσει. Δεν ξέρουμε πόσες ώρες πέρασαν έτσι αλλά το πρωί τους βρήκε με ένα χαμόγελο στα χείλη.
Όταν μπήκαν οι υπόλοιποι συνάδελφοι, η Μαρία τους είπε ότι θα ήταν καλύτερα να τους εξηγήσει ο Σπύρος τι συνέβαινε επιτέλους. Ο μικρός Σπύρος άρχισε να τους μιλά, για το πως τα βιβλία ζωντανεύουν όταν ο αναγνώστης πραγματικά αγαπά την περιπέτεια και την ανακάλυψη. Οι μεγάλοι συνήθως τα χρησιμοποιούσαν μόνο για να κάνουν κάποιες δουλειές, τα μικρά παιδιά όμως αγαπούσαν πραγματικά το ταξίδι της γνώσης. Αποφάσισαν να αντιδράσουν, και τις μέρες που τα παιδιά τα διάβαζαν, έκαναν γιορτή το βράδυ από τη χαρά τους. Τα υπόλοιπα παρέμεναν στα ράφια περιμένοντας με τη σειρά τους να βρεθεί κάποιος με τον ίδιο ενθουσιασμό για το εκπαιδευτικό ταξίδι. Και αν δεν έρχονταν καθόλου παιδάκια κάποια μέρα, παρέμεναν όλα μαζί στο σκοτάδι και στην αφάνεια μέχρι να νιώσουν πάλι το αληθινό άγγιγμα των μικρών αναγνωστών. Κι έτσι, από τότε, στη βιβλιοθήκη αυτήν, αλλά και σε άλλες, άρχισαν σιγά σιγά να οργανώνουν βραδιές με παιδιά αλλά και μεγάλους που αγαπούσαν πραγματικά αυτή την εξερεύνηση. Και έγιναν οι βιβλιοθήκες, εκτός από χώροι μελέτης τα πρωινά, χώροι παιγνιδιού, φαντασίας, περιπετειών και χαρούμενων φωνών τα βράδια.