Η οικογένεια του Μπάρακ Ομπάμα απασχολεί πάλι τα social media και τον Τύπο σε όλο τον κόσμο, καθώς πριν λίγες μέρες τελείωσε η θητεία του ως Πρόεδρος της Αμερικής. Με αφορμή, λοιπόν, αυτό το γεγονός το ζευγάρι Ομπάμα δίνει πολλές συνεντεύξεις και πάει σε διάφορα Talk shows. Πρόσεξα, λοιπόν, μια συνέντευξη του (πρώην) Πλανητάρχη και μου φάνηκε ενδιαφέρουσα καθώς μοιραζόταν με το κοινό αυτό που τον «βοήθησε» να ανταπεξέλθει αυτά τα 8 χρόνια: τα βιβλία!
Μίλησε στην New York Times λέγοντας πως τα βιβλία του ήταν η καλύτερη συντροφιά στις μοναχικές στιγμές της ζωής του αλλά και τον βοήθησαν να μάθει ποιος είναι και τι θέλει από τη ζωή του. Αυτά τα 8 χρόνια στην καρέκλα είχε ως κύριο σύμβουλό του τα βιβλία καθώς, όπως αναφέρει, ήταν ανεξάντλητη πηγή έμπνευσης και ο καλύτερος τρόπος για να κατανοήσει τις περιπλοκότητες των ανθρώπων.
Η Μιτσίκο Κακουτάνι ρωτά «Τα βιβλία που έδωσες στην κόρη σου, τη Μαλία στο Kindle, ποια ήταν; Μερικά εκ των αγαπημένων σου;» τον Αμερικανό Πρόεδρο. «Κάποια από αυτά ήταν οι συνήθεις ύποπτοι όπως “Οι γυμνοί και οι νεκροί” ή τα “Εκατό χρόνια μοναξιά”, νομίζω πως δεν τα έχει διαβάσει ακόμη. Υπήρχαν όμως και άλλα βιβλία λιγότερο συνηθισμένα, αλλά θυμάμαι ότι είχε δείξει μεγάλο ενδιαφέρον για το “Το χρυσό σημειωματάριο» της Doris Lessing, για παράδειγμα. Ή το “Η Γυναίκα Πολεμιστής:” της Maxine Hong Kingston».
Για τις στιγμές που ήθελε μια παρέα, ο Μπάρακ Ομπάμα θεώρησε πολύ χρήσιμα τα βιβλία των Martin Luther King Jr., Gandhi και Nelson Mandela. Θυμάται να βυθίζεται στα έργα των Baldwin, Ellison, Hughes, Wright, DuBois και Malcolm X και συνεχίζει, λέγοντας πως, όπως ο Lincoln, έμαθε μόνος του να γράφει και να μοιράζεται τις ιδέες του με τον κόσμο.
«Τι σ’ έκανε να θέλεις να γίνεις συγγραφέας;» ρωτά τον Αμερικανό πρόεδρο η Κακουτάνι. «Όταν ήμουν παιδί, λάτρευα το διάβασμα γιατί ταξίδευα πολύ και υπήρχαν φορές που ήμουν εγώ ο εκτοπισμένος, ο ξένος» εξομολογείται ο Ομπάμα και προσθέτει: «Όταν μετακομίσαμε στην Ινδονησία, ήμουν αυτό το μεγαλόσωμο, μελαμψό παιδί που κάπως ξεχώριζε. Και όταν επέστρεψα από την Ινδονησία στη Χαβάη, είχα αποκτήσει τους τρόπους και τις συνήθειες ενός παιδιού από την Ινδονησία. Οπότε η ιδέα του να έχεις αυτούς τους “φορητούς” κόσμους, που ήταν δικοί σου, που μπορούσες να εισέλθεις και να μείνεις εκεί, έμοιαζε ελκυστική».
Τέτοια βιβλία τον βοηθούσαν να δραπετεύσει από το μυαλό του και από όλα τα νομικά και πολιτικά χαρτιά που διάβαζε ως μέρος της δουλειάς του. Κάποια μυθιστορήματα τον βοήθησαν να καταλάβει λίγο καλύτερα τι συνέβαινε στις ζωές των υπόλοιπων ανθρώπων, σε κάθε γωνιά της γης.
Ο Ομπάμα εξομολογείται ότι κατά τη διάρκεια της θητείας του σταμάτησε να γράφει βιβλία, λόγω των υποχρεώσεων και της κούρασης που είχε, αλλά προσπαθούσε να εξασκείται όσο γινόταν μέσω των ομιλιών του, σε εκείνες που είχαν περισσότερη σημασία για εκείνον.
Ανακαλώντας στην μνήμη του τα βιβλία που διάβασε στην προεδρική του θητεία και τον βοήθησαν να ανταπεξέλθει σε μία θορυβώδη περίοδο, ο Ομπάμα στέκεται σε πολλούς και διαφορετικούς τίτλους όπως το «Κορίτσι που Εξαφανίστηκε» της Gillian Flynn, το «The Underground Railroad» του Colson Whitehead, το «Σκέψη, αργή και γρήγορη» του Daniel Kahneman, το «The Sixth Extinction» της Elizabeth Colbert, το «Το τραγούδι του Σόλομον» της βραβευμένης με Νόμπελ, Toni Morrison ή το «Fates and Furies» της Lauren Groff, αλλά παραδέχεται πως ήταν τα έργα του Σαίξπηρ εκείνα όπου ανέτρεχε ξανά και ξανά για να βρει τις γραμμές που θα τον κατευθύνουν. «Για μένα παραμένει θεμελιώδες να συνειδητοποιήσω τον τρόπο λειτουργίας των μοτίβων που επαναλαμβάνονται μεταξύ των ανθρώπινων πλασμάτων», εξηγεί.
Στο τέλος της συνέντευξης, αυτό που εύχεται ο Ομπάμα είναι οι άνθρωποι να συνεχίσουν αν διαβάζουν βιβλία και αν γίνεται να γίνουν και περισσότεροι και ελπίζει να βοηθήσει και σε αυτό ο ίδιος με διάφορες προτάσεις που έχει κάνει ανά καιρούς μέσα από την επίσημη σελίδα του.
«Στους καιρούς που οι πολιτικοί προσπαθούν να ελέγξουν αυτή την σύγκρουση των πολιτισμών που επιφέρει η παγκοσμιοποίηση, η τεχνολογία και η μετανάστευση, ο ρόλος των ιστοριών να ενοποιήσει –αντί να διαιρέσει- είναι πιο σημαντικός από ποτέ», καταλήγει.