
Αν για κάτι αναγνωρίζεται ανεξαιρέτως ο Adorno, μες στις ποικίλες περιοχές της σκέψης του, είναι σίγουρα η αισθητική. Υπήρχαν κι ιδέες του, όμως, σε τούτο το πεδίο, που δεν βρήκαν ποτέ ανταπόκριση, ή μάλιστα διαψεύστηκαν απ’ τους ίδιους τους καλλιτέχνες. Ποιός μπορεί να πιστέψει τη καταδίκη της ποίησης μετά το Άουσβιτς; Και γιατί, αντί γι’ αυτό, να μην πιστέψουμε το ρόδο ενός Κανένα;
Γεννημένος στο τότε ρουμάνικο Τσερνιβτσί, από οικογένειά εβραϊκή και γερμανόφωνη, ο Paul Celan (1920-70) δεν θα μπορούσε ποτέ, όταν έγραφε τους πρώτους στίχους του, να φανταστεί τι θα υπόκειντο εκείνος και ο λαός του στα μισά σχεδόν του αιώνα. Επιβιώνοντας από μια γενοκτονία ανάμεσα στις πολλές που μέχρι και σήμερα μάς δίνουν δυνατά χαστούκια ρεαλισμού για το ανθρώπινο είδος και την ιστορία του, δεν ενστερνίστηκε ποτέ τις κρίσεις ως άνω έξωθεν παρατηρητών κι επέμεινε να δημιουργεί στη σκοτεινή ζωή του, ως τον αδόκητο θάνατό του. Του κανενός το ρόδο, ευτυχές στην ελληνική του μετάφραση, αποτελεί μια απ’ τις πιο γοητευτικές κορφές του έργου του ποιητή, που τον κατέταξε στους Μεγάλους ήδη με την έκδοσή του (1963).

Η τέχνη του Celan περιέχει την εμπειρία του ολοκαυτώματος, μα δεν εξαντλείται σ’ αυτή. Τα βασικά του θέματα είναι τα ίδια της ποίησης στα βάθη των αιώνων, κι αυτό τον εξαιρεί από θεματικά ή και καλλιτεχνικά περιορισμένους ομοτέχνους του με όμοια βιώματα. Η καρδιά του “είν’ ένας τόπος οχυρός”, αντιστέκεται στη σκληρότητα μα και την αισιόδοξη βουή του κόσμου, και κοινωνεί το ζοφερό κι αβυσσαλέα σαγηνευτικό συνάμα όραμά της τής ύπαρξης. Το βίωμα του ποιητή δε μπορεί παρά να ενταχθεί, όπως καθετί στους στίχους τους, στον ίδιο ίλιγγο που συναντάται στα σύνορα είναι και μη-είναι. Στρέφει μάταια τη φωνή του στο Θεό, τον μέγα Κανένα, το Μηδέν μπρος στο οποίο ανθίζει το ρόδο Του -ο άνθρωπος. Η γλώσσα του Celan, μαγική και απόλυτα οριακή, στο πνεύμα του Heidegger, που τον αισθανόταν τόσο κοντινό του μαζί κι απόμακρο, γίνεται μια απόλυτη λογο-τεχνία, πλην ένα στοίχημα για κάθε αναγνώστη ή μεταφραστή.
Ο Paul Celan δεν ανήκει μονάχα στη Βαλχάλα των γερμανόφωνων ποιητών όλων των αιώνων. Ανήκει στις ανώτερες τάξεις κάποιων δημιουργών (όπως κι ο Primo Levi) που απέδειξαν σε κάθε Adorno, σε κάθε εκ του ασφαλούς θεωρητικό ή ιδεολόγο, πως αυτά που οι ίδιοι βίωσαν κι επιβίωσαν όχι μόνο δεν σκότωσαν τη τέχνη τους, μα -κατά κάποιο τρόπο- τελικά την έθρεψαν. Κι αξίζει να ‘ρθουμε σ’ επαφή με μια τέτοια τέχνη, όσο -τελευταία- οι συνειρμοί μας με τα όσα γέννησαν τότε τέτοια βιώματα είναι τόσο δυνατοί.
*Το βιβλίο του Paul Celan Του κανενός το ρόδο κυκλοφορήθηκε στα ελληνικά από τις εκδόσεις Άγρα, σε μετάφραση Χρήστου Γ. Λάζου.