
Δεν υπάρχει περίπτωση να μην ξέρεις την νέα ταινία του Βασίλη Κεκάτου, «Οι Άγριες Μέρες μας». Από τα social media μέχρι τα θερινά σινεμά, η ταινία είναι παντού. Με ένα δημοφιλές καστ ηθοποιών (Δάφνη Πατακιά, Νικολάκης Ζεγκίνογλου) και την σκηνοθεσία του Κεκάτου, είναι λογικό να θες να πας να την δεις. Άλλωστε, μιλάμε για τον γνωστότερο, μάλλον, σκηνοθέτη της γενιάς του, στο ευρύ κοινό. Ειδικά μετά την σειρά «Milky Way», είναι απόλυτα λογικό να κεντρίζει την περιέργεια σου και μάλιστα δικαιολογημένα. Ο Βασίλης Κεκάτος ξεχωρίζει για την δουλειά του και κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει το ταλέντο του. Ένα δείγμα της αναγνώρισης του είναι ο Χρυσός Φοίνικας που κέρδισε το 2019 για την μικρού μήκους ταινία «Η Απόσταση Ανάμεσα στον Ουρανό και Εμάς».
Δεν έχω σκοπό, όμως, να σου αναλύσω την καριέρα του Κεκάτου ούτε να μιλήσω για προηγούμενες δουλειές του. Το ενδιαφέρον μας τώρα, αφορά την ταινία «Οι Άγριες Μέρες μας». Αλήθεια, υπάρχουν πολλά πράγματα που πρέπει να πούμε και δυστυχώς δεν είναι όλα τόσο θετικά…
Ας τα πάρουμε, όμως, από την αρχή
Η υπόθεση
Ένα τροχόσπιτο που διασχίζει την Ελλάδα, μια ομάδα φίλων που πλένει τα ρούχα απόρων, μια ιστορία σύγχρονων «Ρομπέν των Δασών», στην οποία, τελικά τίποτα δεν είναι αυτό που φαίνεται. Η 20χρονη Χλόη τσακώνεται με την οικογένεια της και συντροφεύει την παρέα σε αυτό το ταξίδι ανακάλυψης εαυτού. Στη συνέχεια, μια ερωτική ιστορία γεννιέται ξαφνικά (ή μάλλον από το πουθενά) και κανείς δεν καταλαβαίνει πού καταλήγει. Ολόκληρη η ταινία είναι ένα οδοιπορικό χωρίς σαφή πλοκή. Εμπνευσμένη από τα roadtrip movies της Αμερικής, «Οι Άγριες Μέρες μας» θέλουν να σε ταξιδέψουν σε ένα προσωπικό ταξίδι ιδεολογίας. Με βάση μια 70s φιλοσοφία, σχετικά με την απόρριψη του συμβατικού, ο Βασίλης Κεκάτος τελικά μας εντάσσει σε ένα πλαίσιο που δεν μπορεί να υπάρξει. Μέσα σε όλο αυτό, δεσπόζουν βέβαια τα εντελώς συμβατικά μέσα, που απορρίπτει. Ένα παράδειγμα: ινσταγκραμικό μακιγιάζ (αν και χωρίς κινητό) και δημοφιλής ραπ με τον Λεξ για σου απογειώσει τις τάσεις.
Επειδή με όλα αυτά μάλλον ξεφεύγουμε από την πλοκή, καλύτερα να προχωρήσουμε παρακάτω
Απλά μια γνώμη
Ήδη σχολίασα ότι η πλοκή της ταινίας έχει μερικές αστοχίες. Σε κάθε περίπτωση όμως, δεν μπορούμε να κρίνουμε τόσο σκληρά έναν καλλιτέχνη για το μήνυμα που θέλει να περάσει. Σίγουρα, ο καθένας έχει το δικαίωμα να πει την δική του ιστορία. Παρόλα αυτά, έχουμε να πούμε δυο λόγια για το πώς αυτή αποδίδεται.
Από πιο τεχνική άποψη, η ταινία θέλει υπότιτλους. Δεν γνωρίζω αν φταίει η ηχοληψία ή η άρθρωση (όπως υποστήριξαν μερικοί θεατές), πάντως το αποτέλεσμα είναι ένα: είναι πραγματικά δύσκολο, σε μερικές σκηνές, να καταλάβεις τι λένε οι ηθοποιοί. Δυστυχώς, αυτό δεν είναι το μόνο που κουράζει. Τι εννοούμε; Όλη η ταινία λαμβάνει χώρα την ίδια ώρα της μέρας. Καταλαβαίνουμε βέβαια, ότι το golden hour παραείναι ωραίο για να μην το απεικονίσεις κινηματογραφικά, αλλά μέχρι και αυτό σε κουράζει. Εξάλλου, δεν είναι και ρεαλιστικό όλα τα γεγονότα της ταινίας να «τρέχουν» με τον ήλιο να «χτυπά» ρομαντικά τα πρόσωπα των πρωταγωνιστών…
Το καλύτερο μένει για το τέλος (προσοχή spoiler). Λίγο πριν το φινάλε της ταινίας, η πρωταγωνίστρια καλεί την μητέρα της από ένα, σε πλήρη και άριστη λειτουργία, καρτοτηλέφωνο… Σίγουρα, το ευρύτερο πλαίσιο της μυθοπλασίας δικαιολογεί ορισμένα σεναριακά κενά. Αλλά, το ότι, εν έτη 2025, υπάρχουν ακόμα τηλεφωνικοί θάλαμοι με καρτοτηλέφωνα σε λειτουργία, δεν μπορεί ούτε η φαντασία να το χωνέψει.

Τελικά αξίζει;
Δεν μπορώ εγώ να σου πω αν θα δεις ή όχι μια ταινία, ειδικά όταν αυτή είναι από τις πιο πολυσυζητημένες δουλειές του ελληνικού σινεμά για φέτος. «Οι Άγριες Μέρες μας» είναι ένα έργο που χάνει την ιδεολογική του κατεύθυνση στο αισθητικά ωραίο και τελικά δημιουργεί κάτι που μας μπερδεύει. Δεν ξέρω αν ο σκηνοθέτης ήθελε να αποτυπώσει το «αγκάλιασμα» ενός εναλλακτικού τρόπου ζωής που παλεύει με την αδικία και αναπολεί την παιδική αθωότητα. Ακόμα και αυτό, είναι πλέον ένα αρκετά mainstream διήγημα που, ειδικά στα πλαίσια ενός road movie, θυμίζει πολύ κάτι από παλιότερο αμερικάνικο σινεμά. Ιδεολογικά δηλαδή, μιλάμε για ένα εγχείρημα που έχει ήδη βιώσει την κρίση του. Ως προς αυτό βέβαια, ο καθένας έχει την γνώμη του. Ίσως η ταινία, φανεί ευκαιρία για να κάνεις μια γεμάτη κουβέντα με την παρέα σου περί ιδεολογίας, lifestyle και αντιλήψεων.
Ακόμα και με αυτή την αισιόδοξη οπτική, δεν νομίζω ότι θα αγνοήσεις τις υπόλοιπες αστοχίες της. Το φως, ο ήχος, το στυλιζάρισμα ακόμα και το μοντάζ, σε προβληματίζουν. Τελικά, γιατί τόσο hype για αυτή την ταινία;
Αν θες να διαπιστώσεις από μόνος σου αν αξίζει τελικά ή όχι, θα σου πω να τη δεις. Άλλωστε, το σινεμά δεν είναι ποτέ χάσιμο χρόνου.